Ποιήματα της Σαπφώς

Τοιχογραφία Πομπηίας
Τοιχογραφία Πομπηίας





[ Βλ. Χάρ­της#1 ]



Πάλι με συ­γκλο­νί­ζει ο Έρω­τας
που πα­ρα­λύ­ει τα μέ­λη,
αυ­τό το ακα­τά­βλη­το γλυ­κό­πι­κρο ερ­πε­τό, Ατ­θί­δα,
όμως εσύ πια δεν με νοιά­ζε­σαι κα­θό­λου
και τα φτε­ρά σου ανοί­γεις για την Αν­δρο­μέ­δα

Έχω μια κό­ρη όμορ­φη που η όψη της
μοιά­ζει μ’ άν­θη χρυ­σά, τη λα­τρευ­τή Κλεϊ­δα,
δεν θα την άλ­λα­ζα εγώ ού­τε με τη Λυ­δία ολό­κλη­ρη
ού­τε με την αξια­γά­πη­τη…

Ο Έρω­τας μου τρά­ντα­ξε τον νου και την καρ­διά
σαν τον αέ­ρα στο βου­νό που χύ­νε­ται μ’ ορ­μή στα δέ­ντρα

Ψάλ­λε­τε τον υμέ­ναιο, του Άδω­νι τρα­γού­δι.
Πε­θαί­νει ο γλυ­κός μας Άδω­νις, Κυ­θέ­ρεια,
Κι εμείς τι θ’ απο­γί­νου­με πια τώ­ρα;
Τα στή­θια σας χτυ­πά­τε κό­ρες
Και τα φο­ρέ­μα­τά σας κου­ρε­λιά­στε.
Υά­κιν­θος που τον πο­δο­πα­τούν ποι­μέ­νες στα βου­νά
Και απο­μέ­νει κα­τα­γής το πορ­φυ­ρό λου­λού­δι.
―Παρ­θε­νία, παρ­θε­νία, πού πη­γαί­νεις και μ’ αφή­νεις;
―Σ’ εσέ­να δεν γυ­ρί­ζω πια, πο­τέ δεν θα ξα­νάρ­θω.

Από πο­λύ και­ρό σ’ εί­χα ερω­τευ­θεί, Ατ­θί­δα,
τό­τε που ήσου­να μι­κρού­λα κι άγου­ρη στον έρω­τα.
Σ’ επι­θυ­μού­σα κι ήρ­θες κι έφε­ρες ομορ­φιά
και την ψυ­χή μου φού­ντω­σες, που καί­γε­ται απ’ τον πό­θο.
Ελ­πί­δα του έρω­τα, έτσι που αντι­κρύ μου σε κοι­τά­ζω
μου φαί­νε­σαι ομορ­φό­τε­ρη κι από την Ερ­μιό­νη
και δεν θα ήταν άπρε­πο να σε πα­ρο­μοιά­σω
με την ξαν­θή πα­νέ­μορ­φη Ελέ­νη
-αν κά­τι τέ­τοιο ται­ριά­ζει για θνη­τές.
Φτά­νει κα­λά να ξέ­ρεις τού­το μό­νο:
μο­να­δι­κή μου έγνοια η ομορ­φιά σου.

Ίδιος θε­ός μου φαί­νε­ται πως εί­ναι
αυ­τός ο άντρας που κά­θε­ται αντί­κρυ σου
και πα­ρα­δί­νε­ται στη γλύ­κα της φω­νής σου
έτσι που του μι­λάς μα­γευ­τι­κά.

Κι όταν χα­ρι­τω­μέ­να του γε­λά­σεις
στα στή­θια μέ­σα τα­ρά­ζε­ται η καρ­διά μου
και μό­λις πάω να σου ρί­ξω ένα βλέμ­μα
νιώ­θω αμέ­σως τη φω­νή μου να τε­λειώ­νει.

Εί­ναι σα να μου κό­πη­κε η γλώσ­σα
κι ευ­θύς μια φλό­γα κυ­μα­τί­ζει στο κορ­μί μου,
τα μά­τια μου δεν βλέ­πουν πια τρι­γύ­ρω
και μές στ’ αυ­τιά μου όλα γί­νο­νται βοή.

Κρύ­ος ιδρώ­τας τρέ­χει και με λού­ζει
και τρέ­μω σύ­γκορ­μη, πιο πρά­σι­νη απ’ τα χόρ­τα,
κι αι­σθά­νο­μαι πως λί­γο θέ­λω ακό­μα
για να πα­ρα­δο­θώ στον θά­να­τό μου.

Μα­ντα­το­φό­ρος άνοι­ξης γλυ­κό­φω­νο αη­δό­νι
της Αφρο­δί­της η θε­ρα­παι­νί­δα φεγ­γα­ρό­φω­τη.
Επρό­βα­λε στον ου­ρα­νό η παν­σέ­λη­νος
κι αυ­τές μα­ζεύ­τη­καν γύ­ρω απ’ τον βω­μό.
Έτσι της Κρή­της οι κο­πέ­λες κά­πο­τε
τρι­γύ­ρω στον ωραίο βω­μό αρ­μο­νι­κά χο­ρεύ­αν
πα­τώ­ντας με τα λυ­γε­ρά τους πό­δια
τα τρυ­φε­ρά λου­λού­δια πά­νω στο γρα­σί­δι.

Και τώ­ρα για τις φί­λες μου
τις ηδο­νές γλυ­κά θα τρα­γου­δή­σω.
ελά­τε μην αρ­γεί­τε, αγα­πη­μέ­νες,
πά­ει και­ρός που πια δεν εί­μαι κο­ρι­τσά­κι
κα­λές μου κά­ντε γρή­γο­ρα
για­τί όπου να’ ναι, σε λι­γά­κι, ξη­με­ρώ­νει.
Κι αυ­τό που νιώ­θω εγώ για σας
αγά­πες μου πε­ντά­μορ­φες
Πο­τέ πο­τέ δεν πρό­κει­ται ν’ αλ­λά­ξει.

Με τη θεά την Αφρο­δί­τη μι­λού­σα στ’ όνει­ρό μου.
Έλα λοι­πόν λύ­ρα μου θεϊ­κή, πά­ρε φω­νή, τρα­γού­δα,
Χά­ρι­τες απα­λές μου ελά­τε, και Μού­σες με τα όμορ­φα μαλ­λιά,
με χέ­ρια ρό­δι­να, κό­ρες αγνές του Δία
για λί­γο αφή­στε το χρυ­σό πα­λά­τι σας κι ελά­τε.
Όταν τη νύ­χτα ο ύπνος τα μά­τια σκο­τει­νιά­ζει
και με τρε­λαί­νει ο πό­θος και σύ­γκορ­μη ανά­βω,
δεν ξέ­ρω τι να κά­νω πια, χω­ρί­ζο­μαι στα δύο,
Και μέ­σα μου ο πό­νος του έρω­τα στα­λά­ζει…

Αρ­χί­ζω το τρα­γού­δι μου με λό­για
με­τέ­ω­ρα κι αέ­ρι­να που την ψυ­χή δρο­σί­ζουν.
Η ομορ­φιά ήταν η μό­νη μου φρο­ντί­δα.
Τι πιο σπου­δαίο θα εί­χα κα­τα­φέ­ρει
απ’ όσα με αξί­ω­σαν οι Μού­σες
χα­ρί­ζο­ντας τά μα­γι­κά τους δώ­ρα…
Έτσι, λοι­πόν, στον εαυ­τό μου λέω
πως όταν κά­πο­τε θα εί­μαι πα­ρελ­θόν
κά­ποιος κι εμέ­να θα βρε­θεί να με θυ­μά­ται.

Στε­φά­νια, Δί­κα, φό­ρε­σε στα λα­τρε­μέ­να σου μαλ­λιά
μα­ζεύ­ο­ντας βλα­στά­ρια με τα’ απα­λά σου χέ­ρια
για­τί ως τον ου­ρα­νό απλώ­νε­ται των λου­λου­διών η λάμ­ψη
και οι μα­κά­ριες Χά­ρι­τες πο­λύ ευ­χα­ρι­στιού­νται
αλ­λ’ απο­στρέ­φο­νται αυ­τούς που δεν φο­ρούν στε­φά­νι.

Τι μή­λο αυ­τό που κοκ­κι­νί­ζει ολό­γλυ­κο στην άκρη,
στο πιο ψη­λό κλω­νά­ρι, κι οι τρυ­γη­τές το ξέ­χα­σαν
βέ­βαια, δεν το ξέ­χα­σαν, μα δεν μπο­ρού­σαν να το φτά­σουν.

Απ’ τον κρα­τή­ρα εκεί, γε­μά­τον αμ­βρο­σία,
με την κα­νά­τα ο Ερ­μής κέ­ρα­σε τους θε­ούς
κι όλοι ση­κώ­σαν τό­τε τα πο­τή­ρια κι έστα­ξαν λί­γο χά­μω
ευ­χό­με­νοι όλα του κό­σμου τα κα­λά στον νιό­πα­ντρο.

Από την Κρή­τη έλα μου σ’ αυ­τόν εδώ
τον ιε­ρό ναό, που έχει όμορ­φο άλ­σος με μη­λιές
και τους βω­μούς του ευω­δια­σμέ­νους με λι­βά­νι.

Τα αστέ­ρια γύ­ρω απ’ την όμορ­φη σε­λή­νη
κρύ­βοντ’ αμέ­σως και κρα­τούν κρυ­φό το φως τους
όταν αυ­τή παν­σέ­λη­νη φέγ­γει στη γη ασή­μι.

Γύ­ρω κρύο νε­ρό περ­νώ­ντας κε­λα­ρύ­ζει
ανά­με­σα στα κλώ­νια της μη­λιάς
κι από το θρόι­σμα των φύλ­λων
αρ­γο­κυ­λά βα­θύς ο ύπνος.

Αχ να γι­νό­ταν, Αφρο­δί­τη χρυ­σο­στέ­φα­νη,
να τύ­χει τού­τος ο λα­χνός σε μέ­να

Πρό­βα­λε σε πα­ρα­κα­λώ, Γογ­γύ­λα,
μό­λις φο­ρέ­σεις το λευ­κό σαν γά­λα φό­ρε­μα
κι ο πό­θος, όμορ­φή μου, γύ­ρω σου πά­λι φτε­ρου­γί­ζει
αυ­τό το φό­ρε­μα συ­ντά­ρα­ξε όποια το αντί­κρι­σε
αλ­λά εγώ το χαί­ρο­μαι για­τί
στο ‘χει πα­ρά­πο­νο κι η ίδια η θεά μας,
αυ­τή που την επι­κα­λού­μαι τό­σο
και προ­σεύ­χο­μαι πα­ρα­κα­λώ­ντας την για σέ­να.




_____________
Οι με­τα­φρά­σεις έγι­ναν με­τα­ξύ 1996 και 1998 (πα­ραγ­γε­λία του συν­θέ­τη Νί­κου Μα­μα­γκά­κη για με­λο­ποί­η­ση).
Η δη­μο­σί­ευ­ση εδώ δεν έχει φι­λο­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: