Γερανοί

Γερανοί


Α

Περπάταγε κάτω απ’ την τρυφερή του εποπτεία. Κρυβόταν κάτω απ’ τα φουστάνια του, κάτω απ’ το ξεχαρβαλωμένο κύρος του, να πεις, κάτω απ’ τη νυσταγμένη του μεγαλοπρέπεια, εκεί, στην άκρη του λιμανιού, στο τέρμα της σιδηροτροχιάς που κάποτε τον οδηγούσε πάνω απ’ τα ανοιχτά αμπάρια των εμπορικών, τα πρόθυμα, τα παραδομένα στην εξουσία του, στη δύναμη των σιδερένιων του χεριών που κατεβάζαν στον πυθμένα εκείνου του συσκοτισμένου κόσμου εμπορεύματα, κάποτε νόμιμα, κάποτε αμφιλεγόμενα, που πέρναγαν σκυφτά πλάι στη συνοφρυωμένη οξυδέρκεια των τελωνιακών -είχαν κι αυτοί παιδιά να θρέψουν, μάτια μου-, κι άλλα ανομολόγητα, που πέρναγαν χέρι με χέρι σαν θανατηφόρο μυστικό και που προοριζόντουσαν για πόθους άλλων μερακλήδων, για άλλων τόπων άντρες και γυναίκες, με βαριά σκιά, κι όλα ετούτα όσο εκείνος μόνος του, ακούραστα, φορτοεκφόρτωνε, όλα στην ώρα τους να τα τακτοποιήσει, κι έριχνε πού και πού ένα καλοσυνάτο βλέμμα στο λιμάνι από κει ψηλά, απ’ της μεγαλοπρέπειάς του τον ταπεινό ορίζοντα. Αυτός ο άρχοντας του λιμανιού, με τους μεταλλικούς βραχίονες και με τα πάντα νυσταγμένα μάτια, φύλαγε μυστικά των ναυτικών στο ίδιο μέρος με τα ανομολόγητα ενός άλλου εφήβου, που του ‘χε συχνά σταθεί στα ανομήματά του και τα ‘χε και με τις δυο του τις παλάμες νίψει, άλλοτε μέσα στης βαθιάς σκιάς του τη μεγάλη αγκαλιά, άλλοτε μέσα στην καθησυχαστική ηχώ της υπερήλικης ζωής του, άλλοτε μέσα στο αδιανόητο μέγεθος της παρουσίας του, που έκανε τις καρδιές τις νύχτες να χτυπούν λίγο πιο γρήγορα, λίγο πιο αρπαγμένες απ’ το άγνωστο, λίγο πιο έτοιμες για έρωτα, λιγάκι πιο ανδρείες για παρθένους δρόμους, για κείνα τα ανεπίδοτα θαύματα που μικροί-μεγάλοι, αλλά κυρίως της ζωής οι άγουροι, συλλαβίζανε μες στην κοχλάζουσα αποχαύνωση της επαρχιακής πόλης. Ο χρόνος ήτανε πηχτός σαν το ζυμάρι της μάνας, κι ανάγλυφος όπως πιθάρι των Μινωιτών. Ήταν κι εκείνος ένα ανθρωπάκι άγουρο, άριστος όμως μαθητής του διδασκάλου του, που κατασκουριασμένος πια, σε μια γωνιά του λιμανιού, συλλάβιζε τα κιτάπια του. Και ώρες-ώρες, ειδικά λίγο πριν δύσει ο ήλιος, ή λίγο πριν χαράξει μ’ ένα ροζ χαμόγελο η ανατολή, θα ορκιζόσουν πως τον έβλεπες να βγάζει τα γυαλιά του βιαστικά από το πρόσωπο, να ξετινάζει με μια αστραπιαία κίνηση την ανορθόγραφη στιγμή από τη ράχη της ημέρας, και να ορθώνεται ξανά, αδιάφορος, μην και τρομάξει έναν περαστικό.

Β

Ποτέ δεν είδε κανέναν. Ήτανε όμως σαν από πάντα να τους ήξερε, κι αυτόν τον κανέναν που ποτέ δεν είδε, κι όλους τους άλλους, τους συντρόφους του, που ταξιδεύανε σε σμήνη προς άγνωστο προορισμό, άοκνα, δίχως στιγμή να βαρυγκωμούν, και δίχως τίποτα για το ταξίδι τους να ξέρουν, περνούσαν πάνω απ’ της πατρίδας του τον ουρανό -έτσι ήθελε να είναι κι έτσι ήτανε-, τον ουρανό της Κρήτης που ‘χε και αυτή κάτι να λέει από φτερά που λιώνανε τα κρούσταλλά τους κάτω από τον ήλιο, ταξίδευαν για να βρεθούν σε άλλα κλίματα, της Αφρικής, και να ξεχειμωνιάσουνε, κι ύστερα λέει, καλοκαίρι, να ξαναγυρίσουνε σε μιας Ρωσίας ή σε άλλης τέτοιας χώρας μυθικής τους ουρανούς, να αφήσουνε τα αυγά τους με εμπιστοσύνη. Κάποτε νόμιζε πως ήτανε αυτοί που πάνω από τις ξεχαρβαλωμένες στέγες των σπιτιών, πάνω από κεραμίδια και μουτζουρωμένες καμινάδες, φέρναν τα νεογέννητα μωρά, κυρίως όμως τα μωρά των πιο αλαφροΐσκιωτων γονιών, τα φέρνανε σε μια λευκή φασκιά δεμένη όμορφα στο ράμφος τους, όπως ευχή κι όπως αναγγελία μιας εκεχειρίας, έτσι νόμιζε, και έτσι ήταν, γιατί όχι; Έτσι θα ‘χε κι εκείνος πέσει απ’ τον ουρανό, αφού και οι γονείς του έμοιαζε να μη γνωρίζουν ο ένας τον άλλον, τίποτε δε συνηγορούσε στην υπόθεση πως είχε κάπως αλλιώς γλιστρήσει, αυτός, ο ξένος, μέσα σ’ ετούτη την πηχτή ζωή. Την ίδια ώρα, έξω απ’ τη φαντασία του που όργωνε χωράφια χέρσα κι ανακάτευε τους σπόρους κατά πώς ήξερε, οι πελαργοί κουβάλαγαν παιδιά στον ύπνο των καλών νοικοκυραίων, κι οι γερανοί κλωσούσαν τα μελλονικά ταξίδια τους με έναν τρόπο που κανείς δεν καταλάβαινε. Και πώς το ξέραν δηλαδή σε τίνος άνεμου την πλάτη να χτυπήσουν τις φτερούγες τους; Πού μάθανε ετούτοι οι υπομονετικοί χωριάτες να ευθυγραμμίζονται σαν τη βελόνα της πυξίδας με τον αόρατο, σε ποιο σχολειό διδάχτηκαν, και ποιος τους δίδαξε, αυτήν την αναλφάβητη πλοήγηση, που είχε τα λεπτεπίλεπτα γρανάζια της τόσο ωραία συνταιριασμένα που ούτε μια φορά μες στους αιώνες ένας να μη χάθηκε -θα το ξέραμε, δεν θα το ξέραμε;- σε ποια τρίτη φτερούγα πονηρή κρύβαν το δώρο του θεού, το μυστικό μηχάνημα που τους κατέβαζε με τέτοια αδιανόητη ακρίβεια πάνω από χάρτες αχρησιμοποίητους, πάνω από ηπείρους που είχαν σχήμα μόνο μέσα στη βαθιά μνήμη προγόνων που ήταν εδώ και αιώνες νεκροί; Πώς ξέρανε; Κι αυτός τους έλεγε συντρόφους του, αυτός που σιχαινότανε τα ματαιόδοξα κρωξίματα των συνομηλίκων, τα σχέδια επί χάρτου για οικονομική λέει ανέλιξη, και κάθε άλλη ανέλιξη και καταβύθιση προς ένα σύμπαν σαθρό, απόμακρο, ψυχρό, απομαγευμένο, το σύμπαν ενός άλλου. Κι όμως, από νωρίς μες στη σκουριασμένη ομίχλη εκείνων των μυαλών είχανε χαραχτεί οι λεωφόροι ενός μέλλοντος αδιαπραγμάτευτου, το στίγμα μιας μακράς ζωής ήδη απ’ τα πριν σπαταλημένης, κι έτσι μιλούσαν για τα όνειρά τους όπως μιλά κανείς για τετελεσμένα. Όλα ετούτα στο δικό του το μυαλό φάνταζαν ξένα. Εκείνος ξεκινούσε πτήση δίχως πλοηγό κανέναν, άνοιγε τις μικρές φτερούγες του με πάθος και με προσμονή, να πάει με κλειστά τα μάτια εκεί που πάντα ένας άγνωστος του έλεγε, ένας τυφλός, που μες στις άδειες κόχες των ματιών του έκανε χώρο να χωρέσει άλλος κόσμος, μέσα εκεί να τον μετρήσει, να τον δει, να ψηλαφίσει κάθε του γωνιά με τα χεράκια του, κι ύστερα να ριχτεί από ψηλά όπως γεράκι τίμιο κι όπως περήφανη μοναξιά, μέσα στον νου του να τον ταξιδέψει δυο και τρεις φορές, εξερευνητής ακάματος, άρχοντας του μεγάλου χρόνου, παντοκράτορας, κι ήταν αυτός ο ίδιος ο τυφλός που υπαγόρευε μες στον βαθύ του ύπνο, και μες στης μέρας τα μετέωρα διαλείμματα, όλες τις άπειρες συντεταγμένες. Κι οι γερανοί χτυπούσαν τις φτερούγες ασταμάτητα μες στο ταξίδι τους. Κι εκείνος άκουγε του αφέτη την εκπυρσοκρότηση μες στον βαθύ του ύπνο, κι έβλεπε σμήνη να απογειώνονται σ’ αυτόν των νεφελών τον υπερμαραθώνιο τον αίσιο, κι ένοιωθε τον καιρό να αλλάζει τις θερμοκρασίες του πάνω στο ίδιο του το δέρμα, πάνω στα ξάφνου φυτρωμένα στη λευκή του επιδερμίδα γκρίζα πούπουλα, πέταγε ελαφρύς κι αυτός και πάνοπλος μες στη μεγάλη περιπέτεια της μετανάστευσης, μα ετούτη τη φορά δεν ήταν λέει -κοίταξε να δεις!- γεωγραφικές συντεταγμένες αυτές που τα σμήνη ακολουθούσαν, αλλά συντεταγμένες χρόνου, χρόνου που άλλαζε το ρούχο του και το καπέλο του και την αγέλαστή του προσωπίδα κάθε δευτερόλεπτο, χρόνου που γλίστραγε μπροστά και πίσω απ’ τη γραμμένη κι απ’ την άγραφτη ιστορία του καιρού, κι αν τύχαινε καμιά φορά απρόσεκτος και σκόνταφτες στη ράχη του, ξύπναγες ξάφνου ζαλισμένος πάνω από γκρεμούς αρχαίους. Έτσι τώρα ξεκίναγαν οι γερανοί από ένα παρελθόν βαθύ, πηχτό, αδιαπέραστο, οικείο θα ‘λεγες μαζί και σκοτεινό, που έμοιαζε παρελθόν των άλλων αλλά και δικό του, ερχόντουσαν να αφήσουν τα αυγά τους με εμπιστοσύνη στην πιο τρυφερή γωνιά της ονειροπόλησης. Τι να ‘κανε κι αυτός; Τους εμπιστευόταν. Ύστερα λέει γύριζαν ανάστροφα τον ίδιο δρόμο, διακορεύοντας με μια σταθερή απόφαση το απολύτως αδύνατον, διαπερνώντας γενεές, σπρώχνονταν ο ένας πάνω στον άλλον μέσα από μια πόρτα κυκλική που ανοιγόκλεινε σαν πόρτα υπηρεσίας μαγειρείου σε ώρα αιχμής, κι ήτανε λέει αυτό το πιο στον κόσμο φυσικό πράγμα, κι ύστερα λέει στεκόντουσαν για λίγο σε μια άλλη δεκαετία για να ξαποστάσουν. Μα πάντα κάτι στον αέρα έμενε, έτσι καθώς κροτάλιζαν πάνω από θάλασσες κι από στεριές τις απλωμένες τους φτερούγες, μια μυρωδιά απ’ τον αιώνα που τους φιλοξένησε και τώρα άνοιγε ξανά το παραπόρτι του να τους πετάξει πίσω εδώ, μια μυρωδιά παλιά, ξένη μα και δική του, η μυρωδιά του ίδιου του τού σώματος που δεν το γνώριζε, και κάτι μέσα στον αέρα καρφωνότανε υπόκωφα, όπως καρφί που στερεώνει εικονοστάσι πάνω από κρεβάτι χήρας μέσα στη βαθιά τη νύχτα, καρφωνόταν σε κάθε τίναγμα της φτερούγας τους, κι απλώνονταν οι μυρωδιές της νοσταλγίας μες στις μέρες του -εκείνου που δεν είχε μέρες πίσω του να νοσταλγήσει-, μέρες που ήταν ένα σήμερα παντοτινό, παρόν συμπυκνωμένο δίχως ιθαγένεια, παρόν πρόσφυγας, παρόν φυγάς πολέμων που δεν είχαν γίνει ακόμα, παρόν παράνομο για πάντα, μες σ’ έναν χρόνο δίχως μπρος και πίσω, από αυτούς που περπατούν στα ημερολόγια με βαμβακερές κάλτσες, χρόνο καρνάβαλο, που μέσα στην κοιλιά του τίποτα πια δε ζούσε παρά το βαθύ κενό, και τώρα να που ξεδιπλώνονταν η βεβαιότητα, αστραπιαία, όπως μελάνι στα νερά σουπιάς που ξέφυγε απ’ τον θηρευτή, ότι αυτός ο κόσμος ήταν ένας πάντα απαράλλαχτος προορισμός, τα κάποτε χτισμένα μέσα στο μυαλό σου Ιμαλάια, που συλλαβίζεις μ’ άλλη γλώσσα κάθε σου στιγμή, να μην τρομάξουν οι αγράμματοι -τι φταίγανε κι αυτοί;-, τίποτα άλλο, ναι, αυτό ήτανε, και δίπλα σ’ όλα αυτά, τα πάντα ακατανόητα, είχε αρχίσει αυτός ο έφηβος να υποπτεύεται ότι εκείνα τα μεταναστευτικά πουλιά κράταγαν κάτω απ’ τις φτερούγες τους στεγνό τον παλιό κόσμο, μη λιώσει και σκορπίσει όλος μέσα στο αβάσταχτο ψιλόβροχο της πάντα ίδιας και πανομοιότυπης πραγματικότητας, κι ήταν ετούτα τα πουλιά που κράταγαν και τους ανθρώπους κάπως πιο ανθρώπινους, να πεις -όχι που ήτανε για κείνον πλεονέκτημα η ανθρωπιά, για τέτοια πράγματα είχε από καιρό αποφασίσει-, και τώρα οι γερανοί καταλαμβάνανε ξανά τις μέρες του, λάμπριναν τον ορίζοντα με τα λευκά ποτάμια πίσω απ’ τα ονειροπόλα μάτια τους και με τα ωραία κόκκινα σκουφιά τους, ξύπναγαν τους ανυποψίαστους με τα φριχτά μες στον αέρα φτερουγίσματα, σαν τύμπανα στρατιάς που επελαύνει δίχως όπλα, μαγεύανε τους ρεμβασμούς των μοναχικών παιδιών και των σοφών γερόντων με την ακύμαντη σκιά τους μες στα επιτύμβια του ακόμη αθρυμμάτιστου χρόνου, και με τα ωραία σαλπίσματα του ράμφους τους, τότε που κάποιον αποξεχασμένον τρέχαν να ξυπνήσουν από τον βαθύ του λήθαργο, να θημηθεί, τρέχανε να σαλπίσουνε, αυτοί, που κράταγαν ψηλά πάνω από τα ανοιχτά αμπάρια μας, σαν θήραμα πάνω από πεινασμένα στόματα, τις μυστικές συντεταγμένες ενός κόσμου που είχαμε από καιρό ξεχάσει και τώρα μας τον ράμφιζαν μες στην καρδιά μας με την πιο μεγάλη τρυφερότητα, να θυμηθούμε.

Γ

Λέγεται πως όταν ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο, και για να στερεώσει σε έναν μνημονικό κανόνα τις κινήσεις που σε οδηγούν απ’ το εσωτερικό του λαβυρίνθου προς τα έξω, εφηύρε έναν χορό που περιείχε αυτά ακριβώς τα δεξιοτεχνικά βήματα, μαζί με τις επιταχύνσεις και τις συμπυκνώσεις που ήταν απαραίτητες για να ξεγελαστεί ο Μινώταυρος και να σταθεί κάτω απ’ το μαχαίρι του. Ο Θησέας χόρεψε τον χορό για πρώτη φορά στη Δήλο μαζί με τους επτά νέους και τις επτά νέες που προοριζόντουσαν για θυσία μέσα στον λαβύρινθο. Ο χορός ονομάστηκε Γέρανος, γιατί τα βήματά του ταυτίζονταν μ’ αυτά που κάνει ο γερανός για να βγει απ’ τον δικό του ουράνιο λαβύρινθο.
Στο φως της χρονικής μετανάστευσης που παραπάνω επιχειρήσαμε, μου αρέσει να σκέφτομαι τον Θησέα να διδάσκει στον πατριάρχη όλων των γερανών τα βήματα του χορού του, και μαζί να του αποκαλύπτει τον ακριβή τρόπο να δραπετεύεις απ’ το χωροχρονικό σου πεπρωμένο. Έκτοτε, δισεκατομμύρια γερανοί έχουν ως σήμερα γιορτάσει τον θρίαμβο του χοροδιδασκάλου τους απέναντι στον Μινώταυρο, αναπαριστώντας μέσα απ’ αυτήν την επίπονη τελετουργία τη φυγή απ’ τον κατάκλειστο λαβύρινθο του πεπρωμένου και την έξοδο προς τον ακόμη άγνωστο κόσμο. Μέσα στο ήπιο λαμπύρισμα αυτής της υπόθεσης, οι γερανοί ποτέ στ’ αλήθεια δεν μετανάστευσαν μόνο στον χώρο, αλλά ταυτόχρονα στον χρόνο τους, κινούμενοι προς μια πατρίδα που υπήρξε μοναχά γιατί την είχαν ήδη χτίσει μέσα στο κεφάλι τους, και να πώς ακριβώς λειτούργησε ο μίτος της Αριάδνης: όχι σαν δώρο έρωτα και αρραβώνας ακριβός, αλλά σαν πίστη ριζωμένη και αμετακίνητη ότι στην άκρη κάθε τέτοιου νήματος σε περιμένει οπωσδήποτε ένας παράδεισος.

[Είναι όλα ετούτα τώρα άραγε δίχως κανένα νόημα για μας;]

[ 17 Δεκεμβρίου 2024 ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: