B Πώς είναι να κοιμάσαι καθιστός στη διχάλα του δέντρου;
A Ακριβώς όπως φαίνεται.
Β Πώς είναι πραγματικά όμως;
Α Τι εννοείς;
Β Πονά η μέση σου;
Α Πονούσε και πριν. Πάντα πονά. Εδώ έχω ένα μέρος δικό μου για λίγο.
Β Πότε άρχισες να κοιμάσαι πάνω στη διχάλα του δέντρου;
Α Από την πρώτη μέρα που ήρθα στη διασταύρωση αυτή. Κοίταξα προς το πάρκο και κατάλαβα ότι η διχάλα θα είναι η θέση μου για έναν υπνάκο.
Β Κοιμόσουν ώρα του καλού καιρού.
Α τις πρώτες μέρες κοιμόμουν λίγο. Τώρα κοιμάμαι όσο εγώ θέλω.
Β Δεν σε ενοχλεί κανείς;
Α Κανείς.
Β Δεν πειράζει κανείς τα πράγματά σου;
Α Κανείς.
Β Δεν σ’ έχουν κλέψει;
Α Τι να κλέψουν; Τον κουβά με το νερό και τα σφουγγάρια;
Β Τα χρήματα που βγάζεις.
Α Βγάζω ελάχιστα. Ελάχιστοι δίνουν. Μερικοί δεν δίνουν, αν και τους έχω καθαρίσει όλα τα τζάμια. Ανάβει πράσινο, γκαζάρουν και γίνονται καπνός. Από μερικούς δεν παίρνω χρήματα πάντα. Αυτούς τους βλέπω κάθε μέρα. Συνεννοούμαστε με τα μάτια. Περιμένουμε κάθε πρωί τη στιγμή που θα κοιταχτούμε μέσα από το γυαλί.
Β Πόσα παρμπρίζ καθαρίζεις τη μέρα;
Α Τόσα ώσπου να έρθει η καλύτερη στιγμή της μέρας, να πάω εκεί στο πάρκο και να κοιμηθώ στη διχάλα του δέντρου. Ο ήχος των αυτοκινήτων δίπλα στον ανδριάντα του Μανόλη Ανδρόνικου σβήνει σιγά σιγά καθώς με παίρνει ο ύπνος. Η γάτα έρχεται και ξαπλώνει στο χορτάρι από κάτω. Ο ήλιος με ζεσταίνει τον χειμώνα. Το καλοκαίρι με δροσίζει το φύλλωμα.
Α Έχεις πέσει ποτέ;
Β Είμαι από πάντα σε μια συνεχή πτώση.