Όλα άρχισαν πριν από δεκαπέντε χρόνια, όταν ο Κόλιν μας πήρε την απόφαση να μη δώσει για το πανεπιστήμιο. Δεν είναι πως ήμουν κακός μαθητής και δεν έπαιρνα τα γράμματα, αλλά δεν ήταν και στα σχέδιά μου να δώσω για το πανεπιστήμιο. Εκείνη κι εκείνος ήταν κάθετοι. Ήθελαν πάση θυσία να με δουν στο πανεπιστήμιο. Ο Κόλιν μας είναι καλός μαθητής κι έχει μια φυσική ικανότητα να παίρνει τα γράμματα. Είμαστε τόσο περήφανοι για τον Κόλιν, τον γιο μας, και να το δείτε, σύντομα θα τον δούμε ν’ αριστεύει σε μία απ’ τις καλύτερες σχολές στο πανεπιστήμιο και θα τον καμαρώνουμε, έλεγαν ξανά και ξανά, σχεδόν εμμονικά. Δεν είναι πως δεν παίρνω τα γράμματα, το αντίθετο θα ’λεγα. Ωστόσο, τ’ όνειρό μου είναι να γίνω καλλιτέχνης και ν’ ασχοληθώ με την τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις της. Όχι σε όλες δηλαδή, μη τα παραλέμε. Ονειρεύομαι να γίνω ηθοποιός και να ερμηνεύω ρόλους. Ο Κόλιν μας ήταν από μια σταλιά παιδί ένας ρόλος, κι όπου έβλεπε σκηνή πηδούσε πάνω, κάνοντας τον παλιάτσο και προσμένοντας το χειροκρότημα του κόσμου. Το επιδίωκε. Λες και του έλειπε κάτι, ενώ εμείς του εξασφαλίζαμε τα πάντα. Οι γονείς μου ώρες ώρες γίνονται στρυφνοί, και πολλές φορές αισθάνομαι ότι δεν είναι οι πραγματικοί μου γονείς κι ότι μια μέρα, σε κάποια από εκείνες τις εκπομπές που ψάχνουν χαμένους συγγενείς, οι αληθινοί μου γονείς θα με αναζητήσουν κι εγώ θα τους αναγνωρίσω ως τους γονείς που έψαχνα σε όλη μου τη ζωή. Ο Κόλιν μας είναι ικανός να φτάσει μέχρι και σε εκπομπή, σ’ εκείνες τις βλακώδεις εκπομπές που ψάχνουν για χαμένους συγγενείς, εκθέτοντάς μας ανεπανόρθωτα. Είναι ικανός, εγώ και ο πατέρας του δηλαδή τον έχουμε ικανό να μας διασύρει σε ολόκληρη τη χώρα, γκρεμίζοντας κάτι που εμείς χτίζαμε μια ζωή. Οι γονείς μου, αυτοί τέλος πάντων που γνώρισα ως γονείς, είχαν πάντα τον φόβο πως είμαι ικανός να τους διασύρω με οποιονδήποτε τρόπο, αρχής γενομένης με το επάγγελμα που θα επέλεγα να κάνω. Το όνομά μου δεν μου αρέσει. Με βάφτισαν Κόλιν. Το όνομα το κληρονόμησε από τον παππού του. Ο παππούς του ήταν αρχιμηχανικός σε πολεμικό πλοίο που διακρίθηκε στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ήταν οξυδερκής και μετρημένος άνθρωπος ο παππούς του Κόλιν, ο Κόλιν ο πρεσβύτερος. Δεν μπορώ να με φανταστώ να κάνω καριέρα μ’ αυτό το όνομα. Μάλλον θ’ αναγκαστώ, μετά από υπόδειξη κάποιου ατζέντη, να το αλλάξω σε Μάρλον ή Ρόμπερτ ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, αλλά σίγουρα όχι Κόλιν. Ονειρεύομαι να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο. Να γνωρίσω ανθρώπους του θεάματος και να συναναστραφώ μαζί τους. Με αιθέριες υπάρξεις που μόλις ρίχνεις πάνω τους το πρώτο βλέμμα τα χάνεις από τον πυρετό της σαγήνης τους, ναι, σε κάθε πρεμιέρα σε άλλη πόλη, σε άλλο λιμάνι, όπως λένε οι ναυτικοί, λέω να γνωρίζω και από μία τέτοια γυναίκα ή και περισσότερες, ξεφαντώνοντας, ξοδεύοντας και μοστράροντας την γοητεία μου ως ο νέος ζεν-πρεμιέ της χώρας, όταν τίποτα δεν θα με αποσπά από το γλέντι και την έκσταση που θα νιώθω τις ώρες εκείνες υπό την επήρεια των πιο σκοτεινών και παράδοξων ονείρων, που κάποτε υπήρξαν οι χειρότεροι εφιάλτες μου. Ο Κόλιν, δυστυχώς για μας, κάνει μεγαλεπήβολα και ανθυγιεινά όνειρα. Εγώ και ο πατέρας του το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι πως ο Κόλιν υπήρξε πολύ άρρωστος! Ήταν εκείνη η περίοδος που ερχόταν συνεχώς η αστυνομία στο σπίτι μας και τον μάζευε. Δεν είναι εγκληματίας. Προς Θεού. Άρρωστος ήταν! Είχε χάσει πολλά κιλά και δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα, παρά μόνο γέμιζε τον οργανισμό του μ’ αυτό το σατανικό δηλητήριο. Εμείς δεν είχαμε άλλον τρόπο, κι ο δικός μας τρόπος ήταν κάπως άτσαλος, μπορώ να πω, δεν ήταν ο καλύτερος, αλλά πιστέψτε με, δεν μας άφησε περιθώρια. Εγώ κι ο πατέρας του αναγκαζόμασταν, λόγω της άκρως επιθετικής συμπεριφοράς του, να καταφεύγουμε στις αρχές. Δεν είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Δεν είμαι περήφανη που άνδρες της αστυνομίας ανέβαιναν με θόρυβο τις σκάλες της πολυκατοικίας για να συλλάβουν τον Κόλιν μου. Ήταν εκείνη η φάση, η περίοδος που ένιωθα άρρωστος. Δεν έτρωγα τίποτα και δεν έπινα νερό. Το μόνο που έπινα ήταν εκείνο το πικρό ρόφημα, το ξένο στα παιδιά, που μ’ έκανε, θαρρείς, έναν άλλο Κόλιν. Μετά βίας γνώριζα τους γονείς και τον ίδιο μου τον αδελφό. Ο Κόλιν μας δεν είναι εγκληματίας, προς Θεού. Άρρωστος είναι! Βαριά άρρωστος! Υπήρξα άρρωστος και δεν κατάλαβα πώς το έπαθα. Δεν είμαι σε θέση να εντοπίσω τον φορέα που με κόλλησε. Δεν είμαι εγκληματίας. Ακόμα και στα ζόρια της αρρώστιας μου, δεν εγκλημάτησα ποτέ. Σχεδόν ποτέ. Ήταν ένα πρωί στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς. Είχα πάει ν’ αγοράσω λίγο ρόφημα, ο μαγαζάτορας είχε κρυφτεί πίσω από τα ψυγείο με τα γάλατα και τα αναψυκτικά, και σ’ εκείνα τα δεύτερα που έλειψε, εγώ έβαλα στον σάκο μου ένα. Δεν είμαι καθόλου περήφανος γι’ αυτή μου την πράξη. Το παιδί μας δεν τα θέλει τα γράμματα. Τουλάχιστον έτσι δείχνει. Θέλει, λέει, να γίνει πρωταγωνιστής και καλλιτέχνης, παρόλο που στην οικογένειά μας δεν είχαμε ποτέ κανέναν θεατρίνο, κι έτσι να διασύρει τ’ όνομά του, αν όχι και, πρωτίστως, τ’ όνομα της οικογένειάς μας. Σαν να μην έφτασαν όλα όσα περάσαμε από την αρρώστια του εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια. Δεκαπέντε χαμένα χρόνια. Ο χώρος του ψυχιατρείου μυρίζει ασβέστη ή έτσι το ’χω χωνέψει στο κεφάλι μου, γιατί τα πάντα εκεί είναι λευκά. Θυμάμαι να καλώ κάθε τόσο την γιατρό συγγενή μου για να μου γράψει κόκκινες γραμμές. Οι κόκκινες γραμμές ήταν οι αγαπημένες μου στον πίνακα του υπνωτισμένου ζωγράφου. Τα παρταλιασμένα ρούχα και παπούτσια του, όλα μαύρα και γεμάτα σκόνες, ο τρόπος του να ζωγραφίζει με το ’να χέρι, ενώ το άλλο στο στόμα και να το πιπιλάει μέχρι να μελανιάσει από την υγρασία του σάλιου ή να τινάζει τη στάχτη του τσιγάρου μέσα στο κρυστάλλινο ανθοδοχείο, με τα κοτσάνια από νεκρά άνθη και τα πρησμένα χρυσόψαρα να επιπλέουν στο θαμπό νερό, όπου μεμιάς άλλαζαν χρώμα μόλις έρχονταν σε επαφή με τη στάχτη και τις γόπες. Βλέποντας αυτόν τον πίνακα ακόμη και τώρα, θυμάμαι, στον ύπνο ή στον ξύπνιο, μου είναι εντελώς απροσδιόριστος, λες και ξέβαψαν οι παχιές στρώσεις του χρόνου, κι ο πίνακας γέμιζε με το καυστικό υγρό που ’χα σκορπίσει εγώ και πασαλείψει το έργο, κι ύστερα ξεκινούσα να καταπίνω τις κόκκινες γραμμές που τις είχα κλείσει με μαεστρία σ’ ένα κουτάκι που το ’φαγα όλο, ξυπνώντας σ’ έναν τέτοιο λευκό χώρο. Οι κόκκινες γραμμές είχαν χαθεί ή μπορεί να τις είχαν αντικαταστήσει με άλλες γραμμές, καθώς το τοπίο ήταν πάλλευκο. Ο αδελφός του έμενε πάντα απαθής με όλα όσα έκανε ο Κόλιν μας. Ο Κόλιν μας πάντα ρωτούσε και, μπορώ να πω, σχεδόν φοβόταν τις αντιδράσεις του αδελφού του. Οι σχέσεις τους είχαν διαρραγεί από χρόνια. Ο ένας μαζί μας, ο άλλος μακριά. Ο Κόλιν μας δεν είναι κακό παιδί. Είναι πολύ ευαίσθητο και τρυφερό παιδί. Τον θυμάμαι από πάντα να παρασύρεται. Στο σχολείο ακόμα, σ’ εκείνη την τρυφερή ηλικία, με τους σκάρωνε με τους συμμαθητές του μια πλάκα στον δάσκαλο, κι ενώ όλοι σταματούσαν το αστείο και τα χαχανητά, εκείνος συνέχιζε, με αποτέλεσμα να είναι συνεχώς τιμωρημένος. Στον λευκό χώρο όπου βρισκόμουν συχνά, τα πάντα ήταν μια πλάκα. Οι μαθητές, αξύριστοι, με έντονα χαρακτηριστικά και στριγκές φωνές. Οι δάσκαλοι, ντυμένοι στα λευκά, με φίμωτρα και αλυσίδες και ιμάντες στα χέρια, χωρίς ζωγραφισμένο το χαμόγελο στα χείλη. Στο μικρό, λευκό δωμάτιο, καθαρός, με πλυμένα δόντια, σκαρώνοντας σ’ ένα τετράδιο στίχους προορισμένους για τον έξω κόσμο, για όνειρα που γεννιούνται στον εγκλεισμό και κοχλάζουν σε χύτρα ταχύτητας που ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκραγεί και να με γεμίσει απ’ την κορφή ώς τα νύχια με υπολείμματα ανυπόγραφων έργων τέχνης, με στίχους καταραμένων και αφανών ποιητών, με μια γερή δόση καταγραφών του παρελθόντος, τότε που τις πιο ξέγνοιαστες στιγμές μου τις περνούσα τα μεσάνυχτα στο λιβάδι με το τεράστιο δέντρο όπου κρεμούσα δυο σχοινιά και ένα κομμάτι ξύλο για να κουνιέμαι με τη φορά του ανέμου πότε μπρος πότε πίσω κι έπειτα ψηλά, πιο ψηλά κι ακόμα πιο ψηλά, ώσπου με την μύτη του παπουτσιού μου άγγιζα τα ξέφρενα φώτα της απέναντι πόλης. Ο γιος μας είναι ονειροπόλος. Του άρεσε στα είκοσι πέντε του η κούνια. Του άρεσε, πώς το ’λεγε να δεις, την έβρισκε, ναι, την έβρισκε να πετάει αγγίζοντας την απέναντι πόλη με την άκρη του παπουτσιού του. Ο Κόλιν μας είναι πολύ πολύ μπερδεμένος βαδίζοντας στο άγνωστο, παρόλο που ο ίδιος επιμένει να επαναλαμβάνει πως έχει πλήρη επίγνωση του τι κάνει. Ήμουν άρρωστος και πια δεν είμαι. Το μυαλό μου σκέφτεται καθαρά και, τολμώ να πω, πολλές στιγμές της ημέρας νηφάλια, πράγμα που λείπει από τους «υγιείς» που με περιστοιχίζουν. Έζησα μες στο τέλμα, πεθαίνοντας ξανά και ξανά, χωρίς να με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι του περίγυρου, αν και κάποιες φορές έκλαψα, και τα δάκρυά μου τα έπνιξα ξανά και ξανά μέσα στο τέλμα. Πιο πολύ είναι οι άνθρωποι που με μπερδεύουν, κι είναι φορές που τους φοβάμαι. Αλλά είναι κι εκείνη η απόμερη κούνια στην εξοχή και τα μπρος-πίσω που με εκτοξεύουν ψηλά, πολύ ψηλά, ψηλότερα από κάθε άλλη φορά, αδειάζοντας το μυαλό μου ενώ, ταυτόχρονα, το πυροδοτούν με νέες ιδέες και όνειρα.