Ντόλτσε Βίτα, όνειρα και οι θεοί της Βαβυλώνας

Ντόλτσε Βίτα, όνειρα και οι θεοί της Βαβυλώνας



ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥΣ


Ποιο είναι το άκρον άωτον της βιβλιοφιλίας; Πού μπορεί να φτάσει ένας βιβλιοφάγος; Τι; Στην κλοπή βιβλίων; Τς…τς…τς… όχι βέβαια, όχι. Πώς; Στο να βλέπει βιβλία ακόμη και στον ύπνο του; Ααα, κρίμα πολύ-πολύ κοντά, αλλά όχι. Μήπως να τα συνδυάσουμε; Ε, ναι. Είδα στον ύπνο μου ότι έκλεψα βιβλία.
Μη φανταστείτε τώρα τίποτα πολύ περιπετειώδες και φαντασμαγορικό σαν τις ταινίες, ούτε καμία διασταύρωση Φιλάργυρου με Γκόλουμ. Πιο πολύ θα έλεγα ότι μάλλον έκανα την πάπια και λιγότερο την καρακάξα – ξέρετε, λένε οι ειδικοί ότι η καρακάξα κλέβει ό,τι της κάνει εντύπωση.
Βρισκόμουν σ’ ένα πανηγύρι, κάπου, κι ήμουν πίσω από έναν πάγκο. Ο πάγκος μου ήταν άδειος ή μάλλον είχε κάποια ελάχιστα αντικείμενα. Κάποια στιγμή έρχεται ο αδερφός μου κουβαλώντας μια ντάνα βιβλία. Πολλά βιβλία, που κανονικά δεν κουβαλιούνται. Λευκώματα μεγάλα για το θέατρο, για τη σκηνογραφία, βιβλιαράκια μικρά, ποιητικές συλλογές με χρωματιστά εξώφυλλα… Μου λέει πως τα βρήκε στα σκουπίδια. «Μα ποιος τα πέταξε;!», μου λέει.
«Αχ, να μην πιάσει τον αδερφό μου η κατάρα της Βαβυλώνας!», σκέφτομαι. Βλέπετε, πριν κοιμηθώ, διάβαζα το βιβλίο του Lionel Casson Οι βιβλιοθήκες στον αρχαίο κόσμο και… επηρεάστηκα σαν να διάβαζα αστυνομικό θρίλερ! Λέει ο Casson εκεί ότι χιλιάδες χρόνια πριν, σε μία από τις πρώτες-πρώτες βιβλιοθήκες του κόσμου – ίσως και την πρώτη – στην πόλη Ουρούκ μια πινακίδα προειδοποιούσε: «Όποιος εμπιστευτεί τη βιβλιοθήκη σε ξένα χέρια, καταραμένος θα ‘ναι απ’ όλους τους θεούς της Βαβυλώνας». Πολύ φίλοι μου.
Το όνειρο συνεχίζει. Φεύγει ο αδερφός μου κι έρχεται ένας κύριος με καμπαρντίνα. Θυμάστε μήπως το στυλ του Θωμά Κινδύνη όταν έπαιζε τον Στέφανο, τον ποιητή, στο Ντόλτσε Βίτα; Αυτό. Έρχεται, λοιπόν, ένας κύριος πολύ αλαφιασμένος, τον ρωτάω τι συμβαίνει – γιατί ξέρω τι συμβαίνει – και μου λέει ότι έχασε τα βιβλία του και τα ψάχνει. Τι να κάνω εγώ; Συμπάσχω μεν με τη δυστυχία του, αλλά τώρα… τα βιβλία του ήταν κατά κάποιον τρόπο δικά μου. Αχ, ηθικό δίλημμα της κλάσης του «διλήμματος του τρένου» της Φιλίππα Φουτ. Ξέρετε, αυτό που πρέπει να επιλέξεις ποιες ράγες θα πάρει το τρένο, ποιον θα θυσιάσεις.
Στο μεταξύ τα βιβλία που ξεφόρτωσε ο αδερφός μου είναι ακόμη εκεί στον πάγκο στοιβαγμένα – εννοείται πως δεν είχα σκοπό να τα πουλήσω, κι ο κύριος τα βλέπει κι αναφωνεί «αχ τέτοια ήταν και τα δικά μου!», χωρίς να υποψιάζεται και χωρίς κι εγώ να λέω πως είναι πράγματι τα δικά του. Δεσμεύομαι να τον βοηθήσω. Παρατάω τον πάγκο μου με τα βιβλία και τον ακολουθώ σε κάτι ανηφόρες και ρωτάμε. Ρωτάμε πού είναι τα βιβλία που έχω πάρει.

Κάπου εκεί ξυπνάω. Τι να σήμαινε το όνειρο; Σίγουρα κάτι θέλει να μου πει για τη ζωή μου. Τα βιβλία που έχω, αλλά αφήνω για να βοηθήσω κάποιον να βρει αυτό που… του έχω πάρει; Δεν καταλαβαίνω. Χάθηκε να έχω δίπλα μου έναν ονειροκρίτη;
Όμως όχι. Δίπλα μου τα Κείμενα 1934-1940 του Βάλτερ Μπένγιαμιν, το Παράδοξο με τον Ηθοποιό του Ντενίς Ντιντερό και το δεύτερο μέρος της αυτοβιογραφίας του Ρόαλντ Νταλ, Going Solo. Εδώ είμαστε. Ό,τι πρέπει για όταν ξυπνάς στη μέση της νύχτας. Ανοίγω την πρώτη σελίδα:

«Εισβολείς, προσοχή! Αυτό το βιβλίο ανήκει στον…»

Μμμ, αν ίσως ο κύριος είχε γράψει το όνομά του στα βιβλία ίσως να σωζόταν κάτι. Αν, βέβαια τα άνοιγε. Πήρα το στυλό κι έγραψα όχι μόνο το όνομά μου, αλλά και το βιβλιοπωλείο, το νησί και την ημερομηνία που το πήρα. Υπέκυψα, λοιπόν, κι εγώ μετά από αυτό το όνειρο-όραμα σ’ αυτήν την πρακτική (βλ. Βιβλιοφιλικές μανίες, αντικλεπτικοί μηχανισμοί κι αφιερώσεις). Να μια αιτιολογία που ποτέ δε θα μου περνούσε απ’ το μυαλό.

Μια ονειρική προσταγή για τα «πράγματα και την απώλειά τους».

Το όνομα της στήλης είναι εμπνευσμένο από τη φράση του David Grossman «τα βιβλία είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο, όπου μπορούν να συνυπάρχουν τα πράγματα και η απώλειά τους».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: