Now through night’s caressing grip
Earth and all her oceans slip,
Capes of China slide away
From her fingers into day
And the Americas incline
Coasts towards her shadow line.
W. H. Auden, The Dog Beneath the Skin
Είναι η Γέφυρα που ενώνει την Καντώνα με το Τάιπα, το μικρότερο από τα δύο νησιά που περιβάλλουν το Μακάο. Το άλλο είναι το Κολοάνε. Ενταχθήκαν κι αυτά από τις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα στη σφαίρα επιρροής της Λισσαβόνας. Υπήρξε κάτι, το οποίο αντίθετα από ό, τι θα περίμενε κανείς, είδαν με πολύ καλό μάτι οι ντόπιοι της εποχής. Ήταν μια θετική, απρόσμενη εξέλιξη. Επρόκειτο να τους αποζημιώσει για όλα όσα είχαν δει να χάνονται μέσα από τα χέρια τους επί δεκαετίες, εφ΄ όσον οι Πορτογάλοι ανελάμβαναν πλέον να τους προστατέψουν επαγγελματικά, με το αζημίωτο εννοείται, από τα στίφη των πειρατών, Κινέζων και μη, που δρούσαν ανενόχλητοι στις θάλασσες της Νότιας Κίνας. Αφομοιώνοντας στο μέτρο του δυνατού ό, τι θεώρησαν σκόπιμο από εκείνα που μετέφεραν ως τα μέρη τους οι τυχοδιώκτες – διπλωμάτες των ωκεανών, οι κάτοικοι του Τάιπα και του Κολοάνε συμπλήρωσαν πολύ γρήγορα την αισθητική πρωτοβουλία του Μακάο, της μητρός χερσονήσου.
Γι΄ αυτό άλλωστε οι τοπικές αρχές καταβάλλουν τώρα πολλές συνειδητές προσπάθειες να διασώσουν εδώ ταυτότητες, τα ίχνη δηλαδή από το πέρασμα των Πορτογάλων. Θεωρώντας υποχρέωσή της να μην αφήσουν το Μακάο, το Τάιπα και το Κολοάνε να ισοπεδωθούν από το διπλανό επεκτατικό Τσουχάι, μια τυπική σύγχρονη σινική μεγαλούπολη, που δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά για την ραγδαία οικονομική της πρόοδο, η τοπική κυβέρνηση ταριχεύει ύπαρξη.
Δεν είναι λοιπόν ιδιαίτερα δύσκολο να εξοικειωθούμε εύκολα με τα μυστικά, τις συνταγές και τις δομές της μακροχρόνιας συνύπαρξης Ανατολής και Δύσης σ΄ αυτό το σημείο του πλανήτη. Αρκεί να βρούμε το σημάδι της πρώτης ώσμωσης, το κρίσιμο αποτύπωμα των απέλπιδων ναυτικών, που αναζήτησαν εδώ το δικό τους Ελντοράντο. Ας περιεργαστούμε τις εραλδικές φολίδες του διακόσμου στο Τάιπα, εκείνο το πολυτάραχο χθες, ένα πλέγμα συγχρωτισμών και ροκοκό επιμειξιών, όπως είναι διατυπωμένο με σαφήνεια στα μεσαιωνικά καλντερίμια, στη διάταξη και στις λεπτομέρειες των κτισμάτων του Κολοάνε, στα έργα τέχνης των λαλίστατων γλυπτών και ζωγράφων του, σε όλα αυτά τα μνημεία της αντοχής του μπαρόκ, που ξεπέρασαν πυρκαγιές, βανδαλισμούς και φυσικές καταστροφές, για να μάθουμε πάνω από όλα ανοχή. Κι αυτή είναι μια καλή αρχή, θα ισχυριστούν χαμογελώντας οι υπεύθυνοι των μικρών, αλλά διεξοδικών Μουσείων και βουδικών Ναών των δυο νησιών. Μετά το απρόσωπο νυν του Τσουχάι, το Μακάο και οι δύο δορυφόροι του, αναπαλαιώνοντας κράματα πολιτισμικών μεγεθών και υπομνηματίζοντας εκ του ασφαλούς αισθητικά αμαλγάματα, κερδίζουν πράγματι αιώνες μνήμης.
Αν και βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από το λεγόμενο μαρξιστικό – λενινιστικό σύστημα διακυβέρνησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας , όπως διατείνεται το σινικό σύνταγμα, προσθέτοντας με έμφαση μάλιστα «με μαοϊκά χαρακτηριστικά», προοικονομούν ανεμπόδιστα αισθήσεις, παραμένοντας εσωτερικά αυτόνομα κι αναπόσπαστα ταυτοχρόνως τμήματα της Κίνας. Δικαίωσαν έτσι με τον καλύτερο τρόπο την πολιτική φιλοσοφία του Ντεγκ Σιάο Πινγκ, που συνόψισε στην αινιγματική για τη Δύση φράση του «ένα κράτος, δύο συστήματα», μια σύγχρονη, καλώς συγκερασμένη μέθοδο ανόρθωσης της χώρας του, δείχνοντας το δρόμο για την ειρηνική ενοποίηση με τη γειτονική Ταϊβάν, το πάλαι ποτέ αποκλειστικό προπύργιο των εθνικιστών του Τσανγκ Κάι Σεκ.
Η Γέφυρα τoυ Άνθους του Λωτού είναι κατά μια έννοια μια μεγάλη αρτηρία ονείρου. Όποτε την διασχίζω, όπως τώρα, από τη μεριά της ηπειρωτικής Κίνας προς το Τάιπα, έχω την αίσθηση ότι γλιστράω στο μακρινό πριν, ότι αφήνομαι να παρασυρθώ, να ακολουθήσω από την πρώτη στιγμή το ρεύμα του χρόνου ανάστροφα, να οδηγηθώ εσκεμμένα στο παρελθόν του τόπου, στις απώτερες ρίζες της ιδιόμορφης ιστορίας του.
Η Γέφυρα, η Ponte Flor de Lotus, είναι το πέρασμα, ή μάλλον η προετοιμασία μας για να κατανοήσουμε τα μαθηματικά της φαντασίας.
Μαντεύω το άλλο άκρο της. Χάνεται μέσα στην αχλύ της δύσης. Αναμφίβολα προεκτείνεται ως εκεί ακριβώς που αρχίζει ο δέκατος έκτος αιώνας. Η απέναντι ακτή είναι η μνήμη, ο νόστος, η ζωή και ο θάνατος Μέσα από τις φωτεινές ρωγμές του απογεύματος, που σβήνει ανεπαίσθητα, διακρίνω μια σκιά. Την αναγνωρίζω. Την έχω ξαναδεί. Απαράλλαχτη. Σα να κλονίζεται, μετά κάνει να σηκωθεί, πάλι ανανεωμένη, ένα φάσμα κινούμενο που δεν αφήνει ίχνη. Θα είναι μάλλον η σκιά που μνημονεύει ο Ουίλιαμ Μπλέικ στο Πρώτο Βιβλίο του Urizen: «A self- contemplating shadow / In enormous labours occupied», ή το υπόλοιπο κάποιου σύννεφου, που ακουμπάει στην αρχή ανάλαφρα στην επιφάνεια της σκουροπράσινης θάλασσας, στα μέσα περίπου της απόστασης, που μας χωρίζει από τις ακτές του Τάιπα, κι ύστερα πάλι ανυψώνεται μαλακά προς τα αριστερά του τοπίου. Μοιάζει, θα υποστήριζε αμέσως ένας ιμπρεσιονιστής, με εκείνη την πρώτη γαλέρα που έφτασε στην χερσόνησο του Μακάο, ίσως τυχαία, ίσως μετά από συστηματικούς υπολογισμούς και πιθανές διασταυρώσεις πληροφοριών από άλλους ναυτικούς, ή εμπόρους, που εμπιστεύτηκαν νωρίτερα αυτά τα νερά και επέστρεψαν στη συνέχεια σώοι στα ορμητήριά τους.
Είναι η ψευδαίσθηση μιας απροσδιόριστης συνοχής εξωλογικών και αντικειμενικών στοιχείων, που θέλουν να αξιοποιηθούν αδιακρίτως, τώρα αμέσως. Με διεκδικούν, με τραβούν, το νοιώθω, προς το μέρος τους. Με θέλουν αδιάψευστο μάρτυρα της ύπαρξης του άλλου κόσμου. Ίσως πάλι να πρόκειται για την περίφημη αρραγή ενότητα χώρου και υπεραίσθησης, που με διαπερνά ολόκληρο αυτή τη στιγμή. Εννοώ την σύζευξη των δύο εξ ορισμού αντιθετικών αυτών ενοτήτων, για την οποία δούλεψαν εντατικά τόσοι και τόσοι μυστικοί και ένθεοι σε διάφορα σημεία του πλανήτη.
Τα χρώματα δεν μας εγκαταλείπουν. Θα αντέξουν λίγο ακόμη. Συνεχίζουν, επιμένουν να γράφουν αυτή την ώρα, εδώ, στον τροπικό του Μακάο, μια ιστορία ελπίδων και διαψεύσεων. Διατηρώντας την ικανότητα να διεγείρουν ολοκληρωτικά την προσοχή μας, τον ανυπόκριτο θαυμασμό μας, εξομολογούνται, βιάζονται, μιλούν γρήγορα για τις τεράστιες αποστάσεις που διάνυσαν. Προτού να αναμειχθεί τελείως ο γκριζογάλανος ουρανός με τη θάλασσα, τα χρώματα είναι πολύφωνα, χειρόγραφα ξεθωριασμένα, αλλά ευανάγνωστα του Λουίς Βας ντε Καμόες.
Το ταξί αυξάνει ταχύτητα. Πλησιάζουμε. Μέσα σε συνειρμούς, σε χρονικά γενεών κυλά το κάθε λεπτό. Ο ρυθμός, ο παλμός των μύχιων σκέψεων γίνεται όλο και πιο έντονος, λες και συναγωνίζεται την κίνηση των οχημάτων δίπλα μας. Η Γέφυρα έμπειρη, με φέρνει ακάθεκτη μπροστά, στο 1557.
Τάιπα και Κολοάνε. Ξεχωρίζουν ήδη αμυδρά, σαν τα πρώτα μηνύματα ενός σχεδόν αναμενόμενου τυφώνα. Το μελί της παραλίας που λίγο πριν αφήσαμε πίσω μας, το θολό κύμα που παίζει με την ιστορία και δεν χάνει ποτέ, οι ρυτίδες της θαλάσσιας επιφάνειας, οι επιχωματώσεις που κλέβουν βυθό για να χτίσουν νέα καζίνα, οι σταγόνες μιας βροχούλας, που όλο αναβάλλει την έλευσή της, οι φλύαροι αφροί: απαριθμώ όσα προλαβαίνω από τα σημεία ενός τοπίου ανοικτού στους έρωτες του βλέμματος.
Ημίφως. Ο μανδύας απλώνεται πρώτα πάνω στους απέναντι λόφους, κατεβαίνει στα πλοία, που περνούν στο βάθος αριστερά, στο Δέλτα του Ποταμού με τα μαργαριτάρια, μετά θα σκεπάσει τις σιδεριές, τα καλώδια, τις αψίδες της Γέφυρας, τα αυτοκίνητα, τα οποία την διασχίζουν, τα πρόσωπα, τις λέξεις. Σα να θέλει να προστατέψει τα πλευρά ενός πλοίου που εξόκειλε στα ρηχά νερά του Μακάο. Ναι, επιβάλλεται ανεπαίσθητα, ευεργετικά θα έλεγες μια άλλη τάξη: είναι η τάξη των οργανωμένων απολαύσεων, που ευδοκιμούν σ΄ αυτά τα μέρη. Άλλωστε ξέρουν να περιμένουν με υπομονή όλη τη νύχτα.