Πάνω στη δρεζίνα του χρόνου

Πάνω στη δρεζίνα του χρόνου




Λάρισα. Φθινόπωρο 2024. Πλατεία Σιδηροδρομικού Σταθμού. Ξενοδοχείον Διεθνές. Κτίσμα Μεσοπολεμικό, του 1925 Διώροφο. Ανακαινισμένο. Κεραμοσκεπή καθαρή. Λευκοί γύψινοι κίονες στων θυρών τα περιγράμματα. Περίτεχνοι. Φρεσκοβαμμένες μπαλκονόπορτες. Πράσινο θερμό. Κάθομαι αντίκρυ. Τσιπουράδιο Δρεζίνα. Μαγαζί πεντακάθαρο. Τσιπουράκι δίχως γλυκάνισο. Μεζέδες εκλεκτοί. Χωριάτικο λουκάνικο με γίγαντες πλακί. Τουρσί μελιτζάνα. Παρατηρώ το ξενοδοχείο. Γωνιακό δωμάτιο πρώτου ορόφου. Φθινόπωρο 1950. Σε βλέπω πατέρα. Όμορφος. Μαύρο μουστάκι παχύ. Ψαλιδισμένο μ’ επιμέλεια. Εικοσιπεντάχρονος. Φοράς ακόμα τη στρατιωτική σου στολή. Στην τσέπη του χιτωνίου διπλωμένο το απολυτήριο. Έφτασες λίγο πριν το σούρουπο από τους Φιλιάτες. Η ψυχή σου πονεμένη και μαύρη. Κι ανακουφισμένη. Διπλά ηττημένος. Μακελεμένος στη μάχη της Πάρνηθας τον Μάρτη του 1948. Η τίμια κεφαλή του καπετάνιου σου Κρόνου, κομμένη εκτίθεται σε δημόσια θέα στη Θήβα. Όσους επιζήσατε σας μάζεψε ο εθνικός στρατός στο Λουτράκι. Σε στείλαν στη Μουργκάνα. Να πολεμάς τους συντρόφους σου. Σε κράτησαν σιτιστή στους Φιλιάτες. Δεν σκότωσες. Ευτυχώς! Σε νιώθω πατέρα. Θα κοιμηθείς αντίκρυ μου απόψε. Το πρωί θα πάρεις το τρένο Θεσσαλονίκης – Αθηνών. Θα αποβιβαστείς στη Λιβαδειά. Στο σπίτι του θείου της Παναγιώτη Διαμαντή σε περιμένει η μάνα μου. Ήρθε εψές απ’ την ανταρτομάνα Δεσφίνα. Σε προσμένει. Νύφη μιλημένη. Ερωτευμένοι χρόνια. Μοιραστήκατε τον τρόμο της άγριας εποχής σας. Θα στεφανωθείτε στο χωριό. Τον Δεκέμβρη της άλλης χρονιάς θα μ’ αποχτήσετε. Τώρα θα στέκω αντίκρυ στο κατάλυμά σου και θα σας ιστορώ. Εσείς παρά δήμον ονείρων χρόνια τώρα. Εγώ σε χρόνους εφτά θα γίνω συνομήλικός σου. Από ήττα σε ήττα κι η δική μου γενιά πατέρα. Των εγγονών σου ακόμη χειρότερα. Πηδώ στη δρεζίνα του χρόνου. Τροχιοδρομώ στις ράγες του αναπότρεπτου τέρματος. Η μνήμη τυραννική στριγγλίζει σαν τρένο που έρχεται μετωπικά κατεπάνω μου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: