Περπατούσε ήδη δύο ώρες, αλλά ακόμη βρισκόταν στη μέση του πουθενά. Κι αν θυμόταν καλά τον χάρτη, θα συνέχιζε να περπατάει στη μέση του πουθενά για πολλή ώρα ακόμη μέχρι να φτάσει στο καταφύγιο.
Ίσως η ιδέα της να κόψει δρόμο μέσα από το μονοπάτι να μην ήταν και τόσο καλή όσο της φάνηκε αρχικά. Ίσως θα έπρεπε να κάνει την τετριμμένη επιλογή και να ακολουθήσει τον επαρχιακό δρόμο μέχρι το επόμενο χωριό. Πού ξέρεις, μπορεί έτσι να διασταυρωνόταν και με κανέναν άλλο νυχτερινό ταξιδιώτη. Κι αν ήταν λίγο τυχερή, αυτός θα ήταν πιο οργανωμένος, θα είχε αλυσίδες και θα της γλίτωνε τη νυχτερινή γυμναστική. Αντ’ αυτού επέλεξε να είναι περιπετειώδης, για δεύτερη φορά σήμερα, και βρέθηκε να περπατάει μόνη μες στο δάσος.
Δεν είχε ακριβώς αυτό στο μυαλό της όταν αποφάσισε να ξεκινήσει για την πρώτη της ξέγνοιαστη απόδραση. Μια φορά είπε να είναι κι αυτή αυθόρμητη, να μην προγραμματίσει τα πάντα μέχρι τελευταίας εξονυχιστικής λεπτομέρειας, και ήρθε το σύμπαν να τη χλευάσει.
Το άπειρο και αχρησιμοποίητο έως τώρα ένστικτό της την είχε οδηγήσει σε απανωτά ολισθήματα. Η οργάνωση του σακιδίου χωρίς την απαραίτητη λίστα που επιμελώς ετοίμαζε ακόμη και για την τσάντα της όταν έβγαινε για καφέ με τις φίλες της είχε αποβεί καταστροφική. Είχε ξεχάσει και τον φορτιστή της και το powerbank, ενώ τα ρούχα έμοιαζαν με καλάθι απολεσθέντων: λίγα ανοιξιάτικα, λίγα χειμωνιάτικα, σκούφος και κασκόλ αλλά όχι γάντια, αθλητικά σουτιέν και μαγιό.
Κάπως έτσι, βρέθηκε με το αμάξι κολλημένο στο χιόνι να εξετάζει τις επιλογές της. Δεν είχε νυχτώσει ακόμη και αποφάσισε να απολαύσει το χιονισμένο τοπίο. Άλλη μια αυθόρμητη και συγκλονιστικά βλακώδης απόφαση για σήμερα. Γρήγορα-γρήγορα, φόρεσε 3 κοντομάνικα και 2 φούτερ κάτω από το πουπουλένιο μπουφάν της, το οποίο ευτυχώς είχε ξεμείνει στο αυτοκίνητο μετά το καθαριστήριο, και με οδηγό το Google Maps ξεκίνησε ενθουσιασμένη για το καταφύγιο. Ο ενθουσιασμός δεν κράτησε πολύ βέβαια, γιατί, όπως ανακάλυψε με οδυνηρό τρόπο, η νύχτα στο βουνό πέφτει γρήγορα και απότομα, ενώ λίγο αργότερα την πρόδωσε και η μπαταρία του κινητού της. Ε, πόση ώρα να αντέξει ένα μισοφορτισμένο κινητό με ανοιχτό το GPS και τον φακό ταυτόχρονα; Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω, αλλά η λογική και η σύνεση απεργούσαν από το πρωί.
Την τελευταία ώρα περπατούσε μόνη, χωρίς κινητό και χάρτη. Δεν την ενοχλούσε όμως. Έβρισκε το τοπίο γύρω της μαγευτικό. Η πανσέληνος τής έδινε όσο φως χρειαζόταν για να βλέπει πού πατάει, ενώ παράλληλα έδινε στο χιόνι μια παράξενη λάμψη. Αισθανόταν λες και κάποιος την πασπάλιζε με νεραϊδόσκονη. Ναι, έτσι θα το περιέγραφε στις φίλες της όταν επέστρεφε.
Συνέχισε να προχωράει μέσα στην απόλυτη ησυχία του αφράτου χιονιού. Όσο περισσότερο το έστρωνε τόσο περισσότερη ησυχία επικρατούσε. Όχι, δεν ήταν η φαντασία της, υπήρχε επιστημονική εξήγηση. Το είχε δει σε ένα ντοκιμαντέρ. Αφενός ο ήχος ταξιδεύει πιο αργά μέσα από τον πυκνότερο κρύο αέρα, και αφετέρου το κενό που δημιουργείται ανάμεσα στις νιφάδες που συσσωρεύονται λειτουργεί ουσιαστικά σαν ηχομόνωση και απορροφάει τα ηχητικά κύματα.
Και αυτή τη στιγμή, δεν άκουγε παρά μόνο τις σκέψεις της. Απόλαυση! Ή μήπως όχι. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, η απόλυτη ησυχία της προκαλούσε πάντοτε μια αμφιθυμία. Αρχικά απολάμβανε τη γαλήνη, αισθανόταν ότι μπορεί να συγκεντρωθεί καλύτερα, να σκεφτεί πιο καθαρά. Έκλεινε τα μάτια και ταξίδευε σε ζεστές αμμουδιές και δροσερούς καταρράκτες. Δεν ήθελε κανείς να της χαλάσει την αίσθηση ηρεμίας και να την αποσπάσει από τους εσωτερικούς διαλόγους της.
Σύντομα όμως, και όσο περνούσαν τα χρόνια όλο και πιο σύντομα, η απόλυτη ησυχία τής φαινόταν τρομακτική. Η σκέψη της λοξοδρομούσε σε περίεργα μονοπάτια, μοναχικά, μπορεί και λίγο παράλογα. Φοβόταν ότι ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στη γη ή ακόμη χειρότερα ότι παίρνει μια πρώτη γεύση από τον θάνατο. Δεν άντεχε ούτε τη μοναξιά ούτε το σκοτάδι. Προσευχόταν να έρθει κάποιος να της ταράξει την ησυχία πριν προλάβει η κρίση πανικού να την κυριεύσει.
Και τώρα, να περπατάει νύχτα στο βουνό, μόνη και με το χιόνι να της φτάνει ήδη ως το γόνατο, σίγουρα δεν ήταν κατάλληλη στιγμή για κρίση πανικού. Και μόνο στη σκέψη άρχισε η ταχυπαλμία και το σφίξιμο στο στήθος, το στόμα της στέγνωσε και τα μάτια της θόλωσαν. Δεν ήταν όμως η πρώτη της κρίση πανικού, έτσι ξεκίνησε αμέσως τις διαφραγματικές αναπνοές: Αργή εισπνοή από τη μύτη φουσκώνοντας την κοιλιά και αργή εκπνοή από το στόμα ξεφουσκώνοντας την κοιλιά. Αμέσως, αισθάνθηκε καλύτερα. Ευτυχώς δεν ήταν μεγάλη κρίση. Για φαντάσου, τώρα, να την έπιανε καμία από αυτές τις κρίσεις με την τάση για λιποθυμία και το μούδιασμα σε όλο το σώμα. Πώς θα κατάφερνε να φτάσει στο καταφύγιο μόνη και αβοήθητη; Κι αν συναντούσε και κάνα άγριο ζώο, τι θα έκανε; Μόλις που τόλμησε να λοξοδρομήσει η σκέψη της, αμέσως ανέβηκε ένας κόμπος στον λαιμό της και άρχισε να ιδρώνει. Έπρεπε να λάβει πιο δραστικά μέτρα. Το τραγούδι πάντα της αποσπούσε την προσοχή! Άρχισε να σιγομουρμουρίζει διάφορους σκοπούς στην προσπάθειά της να χαλαρώσει. Είπε το Happy Birthday, σε αγγλικά και ελληνικά, τραγούδησε τον Μπάρμπα-Μπρίλιο, και εκεί που άρχισε να ανακτά τον έλεγχο, και είπε να περάσει σε πιο ενήλικο ρεπερτόριο, το μυαλό της την πρόδωσε με τον χειρότερο τρόπο. Μα είναι δυνατόν οι μόνοι στίχοι που της έρχονταν στο μυαλό να είναι «Και δεν πιστεύεις πως οι άνθρωποι λιώνουν όπως τα χιόνια» και «Άσε τη ζωή να λιώνει μέσα στα χέρια της σαν χιόνι»; Επέστρεψαν όλα τα προηγούμενα συμπτώματα μαζί, ενώ είχαμε και νέα είσοδο: ζαλάδα και ναυτία.
Δεν είχε άλλη επιλογή, έπρεπε να εφαρμόσει την τεχνική της προοδευτικής μυικής χαλάρωσης. Χωρίς να το καλοσκεφτεί, έκατσε οκλαδόν στο σημείο που βρισκόταν. Διαφραγματικές αναπνοές ξανά, και μετά άρχισε να σφίγγει και να χαλαρώνει διαδοχικά τις μυικές ομάδες μία μία: γροθιές, δικέφαλοι, τετρακέφαλοι, ώμοι, πρόσωπο, στομάχι. Και πάλι από την αρχή. Το κρύο τη διαπερνούσε, και το χιόνι είχε ήδη ποτίσει το βαμβακερό κολάν της, αλλά συνέχιζε τις ασκήσεις της επίμονα και μονότονα. Οι ασκήσεις τη βοηθούσαν. Να και μια σωστή απόφαση που πήρε σήμερα. Ήδη, αισθανόταν καλύτερα. Πολύ καλύτερα μάλιστα. Ξαφνικά η απόλυτη ησυχία δεν της φαινόταν απόκοσμη. Άρχισε να απολαμβάνει την ηρεμία και τη γαλήνη. Το μυαλό της ταξίδεψε ξανά στις ζεστές αμμουδιές και τους δροσερούς καταρράκτες. Χάζευε τις χιονονιφάδες που χόρευαν τριγύρω της και ένιωθε να την τυλίγει ένα πέπλο ευφορίας και θαλπωρής. Πόσο όμορφα ήταν όλα! Η ανάσα της είχε γίνει αργή και ρηχή, το ρίγος είχε σταματήσει πλήρως. Δεν αισθανόταν καν την ανάγκη να φοράει πια το μπουφάν της. Το μαύρο του ήταν παράταιρο και την ενοχλούσε. Το πέταξε μακριά κι αμέσως ένιωσε ένα με το ολόλευκο τοπίο γύρω της. Χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια της για να ζήσει αυτή τη μοναδική στιγμή σε όλο της το μεγαλείο. Μια γλυκιά κούραση είχε αρχίσει να την καταβάλει, αλλά ένιωθε πλήρης. Αλήθεια, πόσα έχανε τόσα χρόνια που φοβόταν την ησυχία; Δεν χρειαζόταν να προχωρήσει άλλο. Θα έμενε λίγο να ξεκουραστεί. Ξάπλωσε και σκεπάστηκε με το λευκό πάπλωμα της νεραϊδόσκονης.
Το χιόνι, αφράτο και πυκνό, είχε σκεπάσει τα πάντα. Δεν ακουγόταν τίποτα πια. Δεν φαινόταν τίποτα πια.