Κάπως έτσι

Ο Φραντς Γιόζεφ με τον γιό του Ροδόλφο
Ο Φραντς Γιόζεφ με τον γιό του Ροδόλφο


Ο Φρανς Γιό­ζεφ μπο­ρού­σε να απα­γο­ρεύ­ει κά­θε έρευ­να για το δι­πλό φο­νι­κό, μα δεν μπο­ρού­σε να απα­γο­ρέ­ψει τις μα­τιές των υπη­κό­ων. Το εί­δε στα μά­τια τους, πολ­λοί τον υπο­ψιά­στη­καν πως αυ­τός έβα­λε να σκο­τώ­σουν τον Ρο­δόλ­φο.
Κα­κή ιδέα δεν θα ‘ταν, θα τέ­λειω­νε με τις ντρο­πές και τις ανώ­νυ­μες επι­θέ­σεις του ανά­ξιου γιού, αλ­λά επει­δή εκεί­νον θα σκε­φτό­ντου­σαν πρώ­το, το εί­χε αφή­σει. Του­λά­χι­στον προς το πα­ρόν. Άλ­λω­στε πε­θα­μέ­νος ήταν με χί­λιους τρό­πους, τον έβλε­πε κα­μιά φο­ρά να κυ­κλο­φο­ρεί στις όπε­ρες και στα θέ­α­τρα, ένας γε­λω­το­ποιός ήταν, που έρι­χνε καυ­τές, πα­θιά­ρι­κες μα­τιές πα­ντού, ο γε­λω­το­ποιός του βα­σι­λιά, κι ήταν εκεί­νος ο βα­σι­λιάς, και δεν του άρε­σε κα­θό­λου να πε­ρι­φέ­ρε­ται ο διά­δο­χος και να τον εξευ­τε­λί­ζει. «Ορ­νι­θο­λό­γος» του έλε­γαν. «Εξαί­ρε­τος ορ­νι­θο­λό­γος!». Σο­βα­ρο­λο­γού­με τώ­ρα; Να εκ­παι­δεύ­ει διά­δο­χο, κι αυ­τός να ασχο­λεί­ται με τις μπε­κά­τσες και με τις πέρ­δι­κες; Εί­χε μπλέ­ξει και μ’ αυ­τόν τον επι­κίν­δυ­νο επα­να­στά­τη, τον Ούγ­γρο, κι ας τον εί­χε προει­δο­ποι­ή­σει να κό­ψει τις πολ­λές επα­φές. Με­λέ­τες και έρευ­νες κά­ναν μα­ζί, τώ­ρα που πέ­θα­νε, θα βά­λουν τις με­λέ­τες και στο μου­σείο Φυ­σι­κής Ιστο­ρί­ας, έτσι του εί­παν. Να γί­νει εντε­λώς ρε­ζί­λι. Έγρα­φε και ποι­ή­μα­τα. Για την σου­μπρέ­τα του. Τι ωραία! Ποι­ή­μα­τα και μπε­κά­τσες, ο διά­δο­χος τής Αυ­στρο­ουγ­γα­ρί­ας. Και γο­νόρ­ροια, και βλεν­νόρ­ροια. Και ναρ­κω­τι­κά.

Τέ­λος πά­ντων τέ­λειω­σε κι αυ­τό, ό,τι ανα­κα­τω­σού­ρα έφε­ρε, έφε­ρε, τώ­ρα το μό­νο που μέ­νει εί­ναι να μην ανα­κι­νή­σει το θέ­μα η οι­κο­γέ­νεια Βε­τσέ­ρα. Έχουν χρή­μα­τα αυ­τοί, με­γά­λη πε­ριου­σία και πολ­λές άκρες. Βέ­βαια λεί­πει ο πα­τέ­ρας, έχει πε­θά­νει ο Άλ­βιν, κι εί­ναι τώ­ρα η μά­να και βουρ­λί­ζε­ται, αλ­λά την στη­ρί­ζουν τ’ αδέρ­φια της. Μπο­ρεί να γί­νει επι­κίν­δυ­νη η Έλε­να, γι’ αυ­τό την τρο­μά­ξα­νε, να φο­βά­ται, να νοιώ­θει ενο­χές ότι φταί­ει η κό­ρη της, να μεί­νει μου­δια­σμέ­νη. Δεν εί­ναι να τους αγνο­είς αυ­τούς, πρέ­πει να τρο­μο­κρα­τη­θούν για να σω­πά­σουν. Προ­πά­ντων το πτώ­μα της μι­κρής Μα­ρί­ας δεν έπρε­πε να πέ­σει σε χέ­ρια ια­τρο­δι­κα­στών. Η πρώ­τη εκ­δο­χή -ότι τον δη­λη­τη­ρί­α­σε και δη­λη­τη­ριά­στη­κε μα­ζί του-, δεν μπο­ρού­σε να κρα­τή­σει πα­ρά μια μέ­ρα, μέ­χρι να πά­ρουν το πτώ­μα της μι­κρής, με­τά ο πυ­ρο­βο­λι­σμός στο κρα­νίο θα φαι­νό­ταν. Πά­ντως την δου­λειά της την έκα­νε εκεί­νη η πρώ­τη ανα­κοί­νω­ση στην Έλε­να για δη­λη­τη­ρί­α­ση, τα έχα­σε, ένοιω­σε ένο­χη, την συ­γκρα­τή­σα­νε από τις πρώ­τες άγριες αντι­δρά­σεις.

Τώ­ρα η επί­ση­μη εκ­δο­χή λέ­ει αυ­τό: Ση­μά­δε­ψε μό­νη το κε­φά­λι της η Μα­ρία, κι ο Ρο­δόλ­φος, το κα­μά­ρι τους, αυ­το­πυ­ρο­βο­λή­θη­κε κι αυ­τός. Άμα το ψά­ξουν, θα βρουν ότι δεν έγι­νε έτσι, δεν ήταν αρι­στε­ρό­χει­ρας η κο­πέ­λα, αυ­τός ο εγκλη­μα­τί­ας την πυ­ρο­βό­λη­σε, κι εκεί­νη κρα­τού­σε με δύ­να­μη ένα μα­ντι­λά­κι στο χέ­ρι, τό­σο σφι­χτά μα τό­σο σφι­χτά, για να κα­τα­νι­κή­σει τον φό­βο της, για­τί έβλε­πε τι θα της κά­νει, τό­σο σφι­χτά, που αν δεν κα­τά­φερ­ναν οι αυ­λι­κοί να της το τρα­βή­ξουν, θα ήταν ανα­γκα­σμέ­νοι να της κό­ψουν την πα­λά­μη, για να το πά­ρουν. Ήταν μάρ­τυ­ρας εκεί­νο το μα­ντη­λά­κι. Μάρ­τυ­ρας του εγκλή­μα­τος, μάρ­τυ­ρας του φό­βου της, πε­ρί­με­νε το καη­μέ­νο το κα­κό κι αρ­πά­χτη­κε από το με­τα­ξω­τό της μα­ντη­λά­κι.

Αυ­τά σκε­φτό­ταν ο αυ­το­κρά­το­ρας, ανά­με­σα στις πολ­λές δου­λειές του, εί­χε να συ­νε­νώ­σει κρά­τη, να ορ­γα­νώ­σει στρα­τούς και βέ­βαια ―ό μη γέ­νοι­το― να βρει διά­δο­χο, που αχρεί­α­στος να ταν. Ποιος θα ΄παιρ­νε τη θέ­ση του διά­δο­χου, τώ­ρα που ο γνή­σιος διά­δο­χος εί­χε πά­ει στα θυ­μα­ρά­κια; Ο νό­μος έχρι­ζε διά­δο­χο τον αδελ­φό τού Φρανς Γιό­ζεφ αλ­λά εκεί­νος εί­χε την ευ­φυία να πα­ραι­τη­θεί. Θα έμπλε­κε, το ήξε­ρε. Έτσι έπε­σε ο κλή­ρος στον γιό του αδερ­φού, τον Φερ­δι­νάν­δο. Ο Φερ­δι­νάν­δος το πή­ρε πο­λύ σο­βα­ρά και με­τα­ξύ άλ­λων, αφού κα­τά­φε­ρε να πα­ντρευ­τεί την κα­λή του με μορ­γα­να­τι­κό γά­μο ―μιας που ο αυ­το­κρά­το­ρας δεν ενέ­κρι­νε στην αρ­χή την κοι­νω­νι­κά ανάρ­μο­στη ένω­ση, μέ­χρι που κα­τά­λα­βε ότι έπρε­πε να κά­νει πί­σω― άρ­χι­σε να επι­θε­ω­ρεί τα στρα­τεύ­μα­τα σ’ όλη την επι­κρά­τεια. Εί­χε ανα­τρε­πτι­κές ιδέ­ες για την επο­χή του, μί­λα­γε για το ενιαίο κρά­τος, ενο­χλή­θη­καν οι Σέρ­βοι και σε μια επί­σκε­ψη στα στρα­τεύ­μα­τα στο Βε­λι­γρά­δι, η ορ­γά­νω­ση «Μαύ­ρο χέ­ρι» τον πυ­ρο­βό­λη­σε, μα­ζί με τη γυ­ναί­κα του, και τον άφη­σε στον τό­πο.

Στις 14 Ιού­νη του 1914, με­ρι­κές μέ­ρες με­τά, η Αυ­στρία, υπο­τί­θε­ται για αντί­ποι­να, κή­ρυ­ξε πό­λε­μο στη Σερ­βία, βρή­κε μια θαυ­μά­σια αφορ­μή, αφού της σκό­τω­σαν τον διά­δο­χο του θρό­νου και κά­πως έτσι πί­σω από τις αφορ­μές κη­ρύ­χτη­κε ο Πρώ­τος Πα­γκό­σμιος πό­λε­μος.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: