Υγρό Πυρ

Υγρό Πυρ




Παλούκια-Πέραμα. Σεπτέμβριος. 7:15, επτά και τέταρτο, ένα τέταρτο διαδρομή. Μπλε φόρμες εργασίας. Πίσω λευκά τυπωμένα γράμματα ΝΑΥΠΗΓΕΙΟ ΟΡΟΓΛΟΥ. 1.78 ύψος. Κοντοκουρεμένος. Διπλώνει το ροζ εισιτήριο των 1,20 ευρώ και το κόβει σε τρία κομμάτια. Κάθε ένα και από ένα καραβάκι, όπως του είχε μάθει η γιαγιά Σούλα όταν ήταν μικρός. Οριγκάμι τα λένε σε χώρες που ανατέλλουν οι ήλιοι, εδώ αρκούνται απλώς σε ένα υποκοριστικό. Αφήνει το χάρτινο καραβάκι στο σαλόνι του πλοίου. Θα το βρει ο επόμενος και δεν θα ξέρει καν να τσακίζει μια σελίδα. Κοντεύει να δημιουργηθεί στόλος τα τελευταία δύο χρόνια: χάρτινα υποβρύχια, τορπιλάκατοι, φρεγάτες απέναντι από τα μεταλλικά δίδυμά τους στον δίαυλο του Ναυστάθμου Σαλαμίνας.
Κάθε μέρα, γύρω στα 30 άτομα της βάρδιας με ίδιες μπλε φόρμες, αλλάζει μόνο το επώνυμο του ναυπηγού. Παπάκια και μηχανές έτοιμες να σκοτώσουν το τέταρτο σε χρόνο της διαδρομής και να συμπληρώσουν μια ακόμα βάρδια σε καταπέλτες και σκελετούς πλοίων. Αργά το μεσημέρι πάλι πίσω.
Γρήγορα μαθηματικά, παραπάνω από την κατεύθυνση που είχε πάρει στο ΕΠΑΛ για μηχανικός. Το εισιτήριο αφήνει ακριβώς τρία καραβάκια. Δύο εισιτήρια την ημέρα κάνουν έξι καραβάκια. Έξι μέρες την εβδομάδα κάνουν έξι επί έξι, κάτι παραπάνω από σχολική ομάδα ποδοσφαίρου. Εκείνες στα τσιμεντένια γήπεδο στο 2ο Γυμνάσιο πίσω από τη Νέα Σαλαμίνα ― γελοία νέα με νεόκτιστες πολυκατοικίες και πάρκινγκ με αυτόματες πόρτες για αμάξια ενήλικα άνω των 25 χρονών.

Έξι μέρες επί έξι καραβάκια κάνουν τριάντα έξι την εβδομάδα. Σε ποιο λιμάνι και στρατιωτική βάση χωράνε τριάντα έξι πλοία την εβδομάδα, τον μήνα φτάνουν τα τριάντα έξι επί τέσσερα, απαριθμούν τα εκατόν σαράντα τέσσερα;. Εκατό και σαράντα τέσσερα με ονόματα γυναικεία για κοσμοπολίτικη χρήση ή ονόματα αρχαιολογικών θέσεων: Λατώ, Αριάδνη, Σούπερ Κάτι, Σούπερ Άλλο, Φαιστός, Κνωσός ή για όσα αγόρια έπαιζαν μικρά ναυμαχία: ΒΕΛΟΣ. Ιστορικά μικρά νησιά του 19ου αιώνα βαφτίζουν τα πλεούμενα σίδερα ως ΨΑΡΑ, ΥΔΡΑ, ΣΠΕΤΣΕΣ, ή βυζαντινοί βασιλείς, προτομές και οπλαρχηγοί: ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΦΩΚΑΣ, ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ.

Κάθε μέρα με καύσωνα και με χιόνι, πριν και μετά το ναυπηγείο, η ναυπηγική τέχνη μοιραζόταν και στο χαρτί.
Την Τετάρτη, 6 Δεκεμβρίου, ημέρα του Αγίου Νικολάου, το φέρι μποτ των εφτά και τέταρτο δεν αναχώρησε. Ούτε και των εφτά, ούτε και των επτά και μισή.
Ο διαύλος είχε γεμίσει με αδιάβροχα χάρτινα καράβια στο μέγεθος των πραγματικών και έπλεαν ολοταχώς προς τη στρατιωτική βάση.
Στα Παλούκια γινόταν το αδιαχώρητο. Η θάλασσα μύριζε ιώδιο και τυπογραφείο. Οι καλοσιδερωμένοι δόκιμοι πέρασαν τη πύλη, άφησαν πίσω τα ναυτικά τους καπέλα, έπεσαν στα νερά και κολύμπησαν γρήγορα προς τη γέφυρα των πλοίων. Πήραν γρήγορα τον έλεγχο των αποστατών. Από την άλλη πλευρά ξεκίνησαν τα πραγματικά ναρκοθηρευτικά, οι φρεγάτες, σήκωσαν τις βαριές τους άγκυρες και έσπειραν το σύνθημα του μεγάλου κράτους της θαλάσσης.

Τα χάρτινα καράβια δεν υπάκουαν εύκολα στα κελεύσματα των δόκιμων. Μάταια κούναγαν τα ισπανικά τους ξίφη και το ναυτικό φυλλάδιο. Μετά από πέντε τέταρτα που τα φέρι μποτ δεν μπορούσαν να προχωρήσουν στη γνωστή διαδρομή, εμφανίστηκε ο διοικητής με μια υδροφόρο. Όλες μοιράζονταν ονόματα των νερών: ΚΕΡΚΙΝΗ, ΠΡΕΣΠΕΣ, ΚΑΛΛΙΡΡΟΗ και ΤΡΙΧΩΝΙΣ. Άρχισε να περιλούζει με νερό τον εχθρό, όμως, λες και είχαν αδιαβροχοποιηθεί, δεν έτρεμαν το ύδωρ. Αμέσως μετά έδωσε πρόσταγμα να πλεύσει η δεύτερη υδροφόρα. Η μακριά σωλήνα ξεδιπλώθηκε σαν γραμμή μυρμηγκιών και ξαφνικά ένα κατακόκκινο υγρό εκτοξεύτηκε προς τον χάρτινο στόλο. Υγρό και φλόγες μαζί ξεκίνησαν να κατακαίουν ένα ένα με το μυστικό βυζαντινό σκεύασμα. Οι κανονιοφόροι ΡΟΠΗ και ΔΥΝΑΜΙΣ εφοδιάστηκαν με τη φλογερή άμυνα και ξεκίνησε η δεύτερη επικότερη ναυμαχία της Αττικής. Από το όρος Αιγάλεω, οι μηχανικοί της ναυπηγικής ζώνης έβλεπαν τους συναδέλφους τους να κόβουν το χαρτί σαν μέταλλο, να το κολλάνε με τον αφρό και τα κοχύλια, τα ναυτάκια να πλέουν σταβέντο κοιτώντας το δρομόμετρο και πετώντας για εξαγνισμό στα κύματα οκτάντες, αστρολάβους και τα παράσημά τους.
Στην υγρή αυτή σφαγή εκείνος έριξε στη θάλασσα μόνο τη μικρή πλαστική εικόνα του Αγίου Νικολάου που είχε στο πορτοφόλι του, έβγαλε από το σακίδιο του τη δεύτερη φόρμα εργασίας που είχε πάντα μαζί του, την έστρωσε στο νερό και πέρασε απέναντι. Χάθηκε στους γερανούς και στις τροχαλίες και έβλεπε να βυθίζονται όσα τύλιξε στα χέρια του, σκοτωμένα αλλά ηρωικά για αυτήν τους την αποστασία. Έκοψε τα χέρια του στη σιδεροκόλληση ενός κρουαζιερόπλοιου και δεν έπιασε ποτέ ξανά χαρτί και κρικοπάλαγκες.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: