Η ιεροτελεστία




Δεν ξέ­ρω πως μπό­ρε­σε να το κά­νει. Να πλύ­νει ένα ένα τα κό­κα­λα της μά­νας της με τα δι­κά της χέ­ρια. Με­τά να τα τυ­λί­ξει προ­σε­κτι­κά μέ­σα σ’ ένα λευ­κό σε­ντό­νι. Με την έγνοια μη σπά­σουν. Μην εξα­φα­νι­στούν. Πως άρα­γε να ένιω­θε σαν έβλε­πε το λευ­κό σε­ντό­νι να λε­κιά­ζει από το μαύ­ρο κρα­σί; Εκεί­νο που της έδω­κε μια μέ­ρα στο χέ­ρι η μά­να της και της εί­πε πως ήταν από τα στα­φύ­λια δι­κής τους σο­δειάς. «Με τα δι­κά μου δά­χτυ­λα έστυ­ψα τις ρό­γες. Και στο πα­λιό στά­βλο που φυ­λά­γα­με με το πα­τέ­ρα σου το κρα­σί, μο­νά­χη στοί­βα­ξα το μπου­κά­λι». Σαν σου το κρα­σί, μο­νά­χη στοί­βα­ξα το μπου­κά­λι». Σαν τα ‘πλε­νε θυ­μό­νταν, και τα δά­κρυα της έτρε­χαν σα πο­τά­μι. Θαρ­ρείς και θέ­λα­νε να αραιώ­σουν κεί­νο το σκού­ρο χρώ­μα του κρα­σιού πά­νω στα κό­κα­λα.

Κά­πως έτσι αι­σθα­νό­μουν κι εγώ την ώρα που άνοι­γα το μαύ­ρο δερ­μά­τι­νο τσα­ντά­κι του πα­τέ­ρα. Ένιω­θα την καρ­διά μου να σπαρ­τα­ρά­ει ανά­με­σα στα στή­θια μου και τα χέ­ρια μου να τρέ­μουν. Εί­χα αρα­διά­σει πά­νω στο με­γά­λο κρε­βά­τι ένα ένα τα χαρ­τιά που φύ­λα­γε εκεί μέ­σα. Το απο­λυ­τή­ριο του στρα­τού, το δί­πλω­μα οδή­γη­σης, την ταυ­τό­τη­τα πο­λυ­τέ­κνων. Τα έπαιρ­να ένα ένα και τα χάι­δευα λες και χάι­δευα εκεί­νον. Έπει­τα τα άνοι­γα προ­σε­κτι­κά με το φό­βο μη μου θρυμ­μα­τι­στούν ανά­με­σα στα δά­χτυ­λα. Σε κά­θε χαρ­τί ανα­κά­λυ­πτα και από μια πα­λιά δι­κή του φω­το­γρα­φία. Σε νε­α­ρή ηλι­κία, άντρας πια, με­σή­λι­κας με­τά. Θύ­μω­να με τα μι­κρά σι­δε­ρέ­νια σύρ­μα­τα που εί­χαν απλώ­σει τη σκου­ριά τους πά­νω στο πρό­σω­πο του και με εμπό­δι­ζαν να τον δω κα­λύ­τε­ρα. Να πα­ρα­τη­ρή­σω κά­θε γραμ­μή του, κά­θε του έκ­φρα­ση. Κοι­τού­σα τις φω­το­γρα­φί­ες για ώρα. Κά­θε μια ξε­χω­ρι­στά, τη μια δί­πλα στην άλ­λη. Προ­σπα­θού­σα να ανα­κα­λύ­ψω πτυ­χές της ζω­ής του που δε γνώ­ρι­σα. Να νιώ­σω πως ένιω­θε, τι σκέ­φτο­νταν, αν ήταν ευ­τυ­χι­σμέ­νος. Το βλέμ­μα του άλ­λο­τε έμοια­ζε σκε­φτι­κό και φο­βι­σμέ­νο, άλ­λο­τε έμοια­ζε γα­λή­νιο, άλ­λο­τε πλη­γω­μέ­νο. Σε μια από αυ­τές, πρέ­πει να ήταν γύ­ρω στα πε­νή­ντα πέ­ντε, το πρό­σω­πο του έμοια­ζε θαρ­ρείς και εί­χε αγριέ­ψει από το φό­βο. Βυ­θι­ζό­μουν μα­ζί του στο πα­ρελ­θόν του. Τον ζού­σα ξα­νά, έστω και έτσι, προ­σπα­θώ­ντας να μοι­ρα­στώ μα­ζί του συ­ναι­σθή­μα­τα που δεν μοι­ρά­στη­κε πο­τέ. Ακό­μη και τα ρού­χα του, εκεί­νο το ψη­λό μέ­χρι το λαι­μό ζι­βά­γκο και το μάλ­λι­νο σα­κά­κι του, μου έλε­γαν δε­κά­δες πράγ­μα­τα για κεί­νον. Ιστο­ρί­ες που δεν ήξε­ρα. Ιστο­ρί­ες που θα ‘θε­λα να εί­χα ζή­σει μα­ζί του.

Τώ­ρα, ανα­ρω­τιό­μουν πώς εκεί­νη άντε­ξε να κρα­τή­σει τα κό­κα­λα της μά­νας της με τα χέ­ρια της. Πώς ήταν όταν την ένιω­θε ξα­νά με τα ακρο­δά­χτυ­λα της. Πό­σες άρα­γε θύ­μι­σες πε­ρά­σαν μπρο­στά από τα μά­τια της σα βου­βή ται­νία και πό­σο δυ­να­τά χτυ­πού­σαν οι παλ­μοί της σε κά­θε ση­μείο του κορ­μιού της. Ανα­ρω­τιέ­μαι πώς ένιω­θε που κά­πο­τε η μά­να της υπήρ­ξε και τώ­ρα, με­τά από αυ­τή την επα­φή, έπρε­πε να την απο­χω­ρι­στεί για δεύ­τε­ρη φο­ρά. Έπρε­πε να σβή­σει για άλ­λη μια φο­ρά από τη θύ­μη­σή της το άγ­γιγ­μα της. Έπρε­πε να τυ­λί­ξει τα κόκ­κα­λα της μέ­σα στο λευ­κό σε­ντό­νι και να τα σκε­πά­σει κα­λά με το κρύο χώ­μα.

Ήταν για μέ­να σα να εί­χε υπο­βάλ­λει τον εαυ­τό της σε μια ιε­ρο­τε­λε­στία. Αυ­τό έκα­νε όταν κα­θά­ρι­σε κα­λά τα μου­χλια­σμέ­να κό­κα­λα με ένα μα­λα­κό πα­νί βου­τηγ­μέ­νο σε απο­λυ­μα­ντι­κό υγρό και έπει­τα τα άπλω­σε πά­νω στο λευ­κό μάρ­μα­ρο για να στε­γνώ­σουν. Αυ­τό έκα­νε όταν τα μά­ζε­ψε ένα ένα και τα έλου­σε με το μαύ­ρο κρα­σί που της εί­χε αφή­σει η μά­να της για αυ­τό το σκο­πό. Μια ιε­ρο­τε­λε­στία που τη μυού­σε βα­θιά στις μέ­ρες που έζη­σε μα­ζί της. Που τη βύ­θι­ζε στο πα­ρελ­θόν που έζη­σαν μα­ζί, θαρ­ρείς και ολά­κε­ρη η ψυ­χή της εκεί­νη τις ώρες κο­λυ­μπού­σε εκεί μέ­σα.

Το ίδιο ένιω­σα κι εγώ. Ακου­μπώ­ντας τα φθαρ­μέ­να αντι­κεί­με­να του, τα λί­γα κέρ­μα­τα που εί­χε αφή­σει μέ­σα σε κεί­νο το τσα­ντά­κι, κο­λυ­μπού­σα ολό­κλη­ρη μα­ζί του στο πα­ρελ­θόν. Σπαρ­τα­ρού­σα σαν ψά­ρι έξω από το νε­ρό, θυ­μό­μουν, φα­ντα­ζό­μουν, νο­σταλ­γού­σα και τον αγα­πού­σα. Αγα­πού­σα μια αέ­ναη ζωή που κά­πο­τε μου χά­ρι­σε τη ζωή.

Ένιω­σα πα­ρά­ξε­να με την αφή­γη­σή της. Πα­ρά­ξε­να και λυ­πη­μέ­να. Για­τί κα­τά­λα­βα πως έτσι εκεί­νη έζη­σε δυο φο­ρές τον απο­χω­ρι­σμό της μά­νας. Ένιω­σα το σπα­ραγ­μό της. Κι ας ήξε­ρα πως με αυ­τό τον τρό­πο κα­τά­φε­ρε να τη νιώ­σει ξα­νά. Να την ακου­μπή­σει. Έπει­τα σκέ­φτη­κα πως και εγώ μπο­ρού­σα να νιώ­σω τον πα­τέ­ρα. Όμως με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο. Κρύ­βο­ντας το δερ­μά­τι­νο τσα­ντά­κι του μες στο συρ­τά­ρι. Χαϊ­δεύ­ο­ντας με τα ακρο­δά­χτυ­λα μου τις ασπρό­μαυ­ρες φω­το­γρα­φί­ες του. Ξα­νά και ξα­νά. Σπα­ρά­ζο­ντας κι εγώ. Δεν ήξε­ρα τι ήταν κα­λύ­τε­ρο. Ήξε­ρα όμως πως το τσα­ντά­κι του πα­τέ­ρα, με τα λί­γα πο­λύ­τι­μα υπάρ­χο­ντα του, δεν θα το απο­χω­ρι­ζό­μουν πο­τέ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: