Δημητράκης Νταμπάκος

Jean Francois Millet(;): «Ο βοσκός», χαρακτικό (1873)
Jean Francois Millet(;): «Ο βοσκός», χαρακτικό (1873)

Είχε νυχτώσει πριν καμιά ώρα, με δαρτή, αλύπητη βροχή που ξεκίνησε τα χαράματα και συνέχιζε αδιάκοπα. Πότε πότε λίγο κόπαζε και μετά, με άγριες κατεβασιές, ξανάρχιζε. Το κρύο έχει σφίξει για τα καλά —τέλη Νοέμβρη, και οι άνθρωποι συμμαζεύονταν νωρίς. Ήμουν, θυμάμαι, στη τρίτη δημοτικού και, καθισμένος κάτω από τη λάμπα, διάβαζα απορροφημένος για τον Οδυσσέα και τον Πολύφημο, το μάθημα της Μυθολογίας που είχαμε την επομένη.
Ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα, κοιταχτήκαμε όλοι, κι ο πατέρας μού ’κανε νεύμα να πάω να ανοίξω. Λίγο φοβισμένος, άνοιξα και είδα στην μπασιά της πόρτας να στέκεται ο Δημητράκης Νταμπάκος. Ψηλός, ξερακιανός, πατημένα τα πενήντα, φορούσε την κάπα με την κατσιούλα και παραπίσω στέκονταν τα δυο του τσομπανόσκυλα, που με κοίταζαν κουνώντας την ουρά τους. Έτσι στα σκοτεινά, μόλις τον είδα, κάπως ξυπάστηκα –είχα στο νου μου και τον κύκλωπα, αλλά αμέσως τον αναγνώρισα και τον κάλεσα να μπει μέσα.
Καλησπέρισε και κάθισε οκλαδόν μπροστά στη σόμπα να στεγνώσει, ρίχνοντας την κατσιούλα πίσω και αποκαλύπτοντας το σχετικά μικρό για τον σωματότυπό του κεφάλι, κουρεμένο γουλί, με την πυκνή άγρια γενειάδα του. Άπλωσε τις παλάμες να πυρωθούν και: «Φούσκωσαν όλα τα ξερολάκκια, Γληγόρη, δεν περνιούνται», είπε καρφώνοντας κάπως αφηρημένα το βλέμμα του στις φλόγες, που τρεμόπαιζαν στο πορτάκι της σόμπας.
Μεσολάβησε κάποια σιωπή – αυτός συνέχιζε να κοιτάζει αφηρημένα τη φωτιά, ώσπου ο πατέρας μου: «Και πού γυρνούσες όλη μέρα με τέτοιον καιρό, Δημητράκη;» ρώτησε. «Σήμερα δεν τα έβγαλα ντιπ απ’ το μαντρί», είπε εκείνος χαμηλόφωνα, χωρίς να στρέψει το βλέμμα του, «τους έριξα κότσαλα στο παχνί και γιαρμά στις ταΐστρες». Γύρισα προς τον πατέρα μου. Φαινόταν αμήχανος και λυπημένος. Όλοι ξέραμε πως ο Δημητράκης Νταμπάκος δεν είχε πια δικό του ούτε ένα ζωντανό, εκτός από τα δυο τσομπανόσκυλα, που τον ακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινε.
Είχε κληρονομήσει ένα κοπαδάκι, καμιά πενηνταριά πρόβατα, από τον μακαρίτη τον πατέρα του, που γι’ αυτόν ήταν ο κόσμος όλος. Ήταν απέραντη η φροντίδα και η αγάπη που έτρεφε για τα ζωντανά του. Να τα ταΐσει καλά, να τα ποτίσει, να τα σταλίσει και να τα αρμέξει στην ώρα τους, να τους μιλάει συνεχώς και όλα να τα έχει βαφτισμένα: Η Μαρίτσα, το Λενάκι, η Κατινιώ, ο Μπέμπης… Με αυτό το κοπαδάκι πορεύτηκε και τα έφερνε βόλτα όλα τα χρόνια. Εξάλλου, μόνος ζούσε, του αρκούσαν όσα κέρδιζε πουλώντας το γάλα και το μαλλί τους. Μοναδικό του περίσσιο έξοδο το τσιγάρο. Κάπνιζε αρειμανίως στριφτά με λαθραίο καπνό που προμηθευόταν από καπνοπαραγωγούς της γύρω περιοχής. Αγαπημένo του χαρμάνι η ποικιλία «Σαμψούς» αναμειγμένη με «Μπασή-Μπαγλή».

Το καλοκαίρι πριν τρία χρόνια, καθώς τα άρμεγε, είδε μια προβατίνα κάπως κουτσοκεφαλιασμένη, ανόρεχτη και από τη μύτη της να τρέχουν μύξες. Την άλλη μέρα, τα μαστάρια της ήταν κόκκινα και πρησμένα, γεμάτα σπυριά. Άλλα δυο ζώα φαίνονταν κι εκείνα άρρωστα. Κάλεσε τον κτηνίατρο. Αυτός, μόλις τα είδε, πανικοβλήθηκε: «Έχουν ευλογιά» είπε, «κλείσ’ τα γρήγορα στο μαντρί και αύριο θα καλέσω την Κτηνιατρική Υπηρεσία της Νομαρχίας να ’ρθει να τα εξετάσει και θα δούμε τι θα αποφασίσει». Τι να αποφασίσει δηλαδή, το ήξερε καλά κι ο Δημητράκης πως αν κάποιο πρόβατο αρρωστήσει από ευλογιά, θανατώνεται όλο το κοπάδι για να μην κολλήσουν και τα άλλα ζώα που μοιράζονται τα ίδια βοσκοτόπια.
Έχασε τον κόσμο του. Όλη τη νύχτα την πέρασε ξάγρυπνος έξω από το μαντρί καπνίζοντας. Δεν μπορούσε να το χωνέψει πως ξαφνικά, απροσδόκητα, μέσα σε τρεις μέρες θα έχανε τα αγαπημένα του ζωντανά και θα απόμενε μόνο με τα σκυλιά του. Ήθελε να μπει μέσα στο μαντρί να τους μιλήσει, να τα αγκαλιάσει, να τα χαϊδέψει και να τα αποχαιρετήσει ένα προς ένα, όμως δεν το άντεχε. Πόσες φορές μέχρι το πρωί πήγε ως την πόρτα, την άνοιγε, έκανε να μπει μέσα αλλά τον έπαιρναν τα κλάματα και την ξανάκλεινε.
Την επομένη, προς το μεσημέρι, ήρθε ο κτηνίατρος με άλλους τρεις της Νομαρχίας. Εξέτασαν τα ζώα, συμφώνησαν κι αυτοί ότι είναι ευλογιά, αλλά διαπίστωσαν πως είχαν κολλήσει κι άλλα πέντε έξι. Έκαναν καταμέτρηση, συμπλήρωσαν διάφορα έντυπα και του είπαν πως θα συνεννοηθούν με τον Κοινοτάρχη για το μέρος που θα τα μεταφέρουν την επαύριο για να θαφτούν, αφού πρώτα τα θανατώσουν.
Νύχτωσε και τα ζώα, ανήσυχα από την κλεισούρα και τη ζέστη, άρχισαν να βελάζουν. Κι όσο περνούσε η ώρα και γροικούσαν πως το αφεντικό τους είναι εκεί γύρω, τα βελάσματά τους δυνάμωναν, σφυροκοπούσαν τα μηλίγγια του Δημητράκη που πηγαινοερχόταν έξω από το μαντρί κλείνοντας με τις παλάμες τα αυτιά να μην ακούει. Έκλαιγε και ανάσαινε γρήγορα, ώσπου όλο το σώμα του άρχισε να μυρμηγκιάζει και τα βελάσματα έγιναν ένα άγριο μελίσσι, που σφήνωσε μέσα στο κεφάλι του και τον τρέλαινε. Δεν άντεχε άλλο, άρχισε να τρέχει παραπατώντας μέσα στη νύχτα και να ξεμακραίνει, ώσπου δεν ακούγονταν πια τα βελάσματα. Τότε χώθηκε μέσα σε μια νεροφαγιά και, αποκαμωμένος, ξάπλωσε κάτω από μία αριά. Άυπνος και νηστικός όπως ήταν, τον πήρε αμέσως ο ύπνος.

Ξύπνησε με το πρώτο φως και καθόταν εκεί απελπισμένος, μέχρι που ο ήλιος ψήλωσε. Ύστερα σηκώθηκε και, βαρύθυμος, βγήκε στο δρόμο, μακριά από το μαντρί, περιμένοντας τον κτηνίατρο. Εκείνος, μόλις έφτασε, του ανήγγειλε πως αποφασίστηκε να μεταφέρουν τα ζώα με το τρακτέρ του Ζηριώτη και να τα πάνε στην Γκόλιανη, στο εγκαταλειμμένο αμμορυχείο και εκεί, μέσα σε ένα όρυγμα, να τα θάψουν. Περίμεναν, μέχρι που ήρθε το τρακτέρ, κι όλοι μαζί πήγαν στο μαντρί. Έφτιαξαν με μαδέρια μια πρόχειρη ράμπα κι άρχισαν να ανεβάζουν τα ζώα, να τα σπρώχνουν και να τα στριμώχνουν στην καρότσα. Σχεδόν όλα φαίνονταν άρρωστα. Προχωρούσαν υπάκουα, με σκυμμένο κεφάλι, και κανένα δεν γύρισε να κοιτάξει τον Δημητράκη, που με σπαραγμό ψυχής προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του. Άρχισαν να τον τυραννούν ανελέητα οι ενοχές και οι τύψεις, μήπως κάτι δεν έκανε σωστά, κάτι του ξέφυγε που θα μπορούσε να είχε προσέξει εγκαίρως και δεν θα έφταναν τα πράγματα σ’ αυτό το τραγικό και οδυνηρό τέλος. Κι όσο περνούσε η ώρα, πίστευε πως απέφευγαν να τον κοιτάξουν γιατί τα πρόδωσε και γι’ αυτό τώρα εκείνα τον περιφρονούσαν.
Τα πήγαν στην Γκόλιανη και τα κατέβασαν μέσα στο αμμορυχείο, στην άκρη ενός σκάμματος που το βάθος του έφτανε τα 3-4 μέτρα. Το τρακτέρ έφυγε, δεύτερη στράτα, να φέρει και τα υπόλοιπα. Όταν γύρισε, τα ξεφόρτωσαν και περίμεναν την Υπηρεσία της Νομαρχίας, ενώ στο μεταξύ κατέφθασε και ο Χειμωνιός με τον φορτωτή του. Τα ζώα, εξαντλημένα από την αρρώστια, τη ζέστη και τον πυρετό, είχαν καθίσει όλα κάτω, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χαλίκια. Ήταν σαν να ήξεραν τι πρόκειται να συμβεί και μέσα στο λιοπύρι, στωικά, περίμεναν το πεπρωμένο τους. Ο Δημητράκης περίλυπος, σπαραγμένος, με κόκκινα μάτια κι έναν λυγμό που τον έπνιγε και έκανε το καρύδι του να ανεβοκατεβαίνει συνέχεια, είχε πάει πίσω από μια τούμπα αμμοχάλικου για να μην βλέπει, κάπνιζε και άκουγε τους άλλους που χωράτευαν ή γκρίνιαζαν γιατί η Υπηρεσία αργούσε.

Κάποτε, προχωρημένο μεσημέρι, κατέφθασε ένα τζιπ με τους ανθρώπους της Νομαρχίας και έναν ακόμη υπάλληλο που κουβαλούσε μια μικρή οβίδα που, συνδεμένη με έναν σωλήνα, κατέληγε σε ένα εργαλείο σαν μεγάλο πιστόλι. Ήταν η συσκευή με την οποία θα θανάτωναν τα ζώα πριν τα θάψουν. Βιαστικά, μέτρησαν ξανά τα πρόβατα, έβαλαν τον Δημητράκη να υπογράψει και αμέσως έπιασε δουλειά ο υπάλληλος με το πιστόλι. Έφερνε την κάννη στο κούτελο των ζώων, πατούσε την σκανδάλη κι εκείνα, με ένα σπασμωδικό τίναγμα των ποδιών τους, πέθαιναν ακαριαία. Είχε χτυπήσει καμμιά δεκαριά όταν, σκυμμένος πάνω από ένα πρόβατο, πατούσε και ξαναπατούσε τη σκανδάλη αλλά δεν γινόταν τίποτα· το εργαλείο είχε πάθει εμπλοκή. Γύρισε αμήχανος προς τους άλλους, τους κοίταξε και εκείνοι, πηγαίνοντας πιο πέρα, κάτι κουβέντιασαν χαμηλόφωνα και κάλεσαν κοντά τους τον Χειμωνιό. Μίλησαν λίγο μαζί του αλλά εκείνος, από τις χειρονομίες του, έδειχνε να μην συμφωνεί. Φαίνεται πως στο τέλος τον έπεισαν και, με σκυμμένο κεφάλι, κατευθύνθηκε απρόθυμα προς τον φορτωτή, ρίχνοντας πλάγιες ματιές στον Δημητράκη, που στεκόταν παράμερα και κοίταζε μακριά κατά το δάσωμα.
Ο Χειμωνιός, με αργές κινήσεις, ανέβηκε στον φορτωτή, έβαλε μπρος, και αφού κατέβασε τον κουβά πάνω στο έδαφος, άρχισε να σπρώχνει τα πρόβατα, ζωντανά και πεθαμένα, μέσα στο σκάμμα. Έγινε χαλασμός. Καθώς τα ζώα έπεφταν στον πάτο, σηκώθηκε σύννεφο σκόνης κι ένας αχός, μια αναμπουμπούλα, ανακατεμένη με υπόκωφους γδούπους, απελπισμένα βελάσματα και το μούγκρισμα της μηχανής του φορτωτή, που πηγαινοερχόταν πίσω-μπρος, σπρώχνοντας ολοένα περισσότερα ζώα μέσα στο λάκκο. Κάποια πρόλαβαν και σηκώθηκαν, άρχισαν να τρέχουν αλλά οι άλλοι τα πρόγκιξαν, γύρισαν πίσω και είχαν την ίδια τύχη με τα υπόλοιπα. Όταν γκρεμίστηκαν και τα τελευταία, ο Χειμωνιός άρχισε να γεμίζει τον κουβά με αμμοχάλικο από την διπλανή τούμπα και να το ρίχνει μέσα στο γούπατο, πάνω στο σωρό των ζώων.
Ο Δημητράκης, μόλις είδε τον Χειμωνιό να σπρώχνει τα πρόβατα ζωντανά μέσα στο όρυγμα, κλαίγοντας και ουρλιάζοντας, έτρεξε και στάθηκε με απλωμένα χέρια μπροστά στον φορτωτή, θέλοντας να τον εμποδίσει. Χύμηξαν δυο υπάλληλοι, τον βούτηξαν από τις μασχάλες, τον έσυραν με τη βία παράμερα και τον κρατούσαν, ενώ αυτός, σε έξαλλη κατάσταση, άφριζε, χτυπιόταν και προσπαθούσε να τους ξεφύγει. Στο τέλος, όταν ο Χειμωνιός άρχισε να ρίχνει το αμμοχάλικο, χαλάρωσαν, τον άφησαν, κι αυτός έτρεξε λίγο πιο πέρα που το βάθος του σκάμματος μετριαζόταν, πήδηξε μέσα και, αποσβολωμένος, στάθηκε μπροστά στον μισοσκεπασμένο σωρό των νεκρών και σακατεμένων ζώων.
Ο φορτωτής, ανενόχλητος πλέον, συνέχισε για ώρα να ρίχνει κουβαδιές αμμοχάλικου, ενώ ο Δημητράκης, έχοντας χάσει κάθε ίχνος ζωντάνιας, είχε καθίσει παράμερα και με απεγνωσμένο βλέμμα κοίταζε τα πέρα-δώθε του φορτωτή μέχρι που το σκάμμα σχεδόν ισοπεδώθηκε, θάβοντας τα ζώα σε βάθος τριών μέτρων. Όταν όλα τελείωσαν οι υπάλληλοι της Νομαρχίας έφυγαν βιαστικά και ο Ζηριώτης με τον Χειμωνιό κάλεσαν τον Δημητράκη να τον πάρουν μαζί τους. Εκείνος, δίχως να μιλήσει, τους έκανε νόημα με το χέρι να φύγουν και έμεινε εκεί μέχρι το βράδυ, στην ίδια θέση, καπνίζοντας.

Από κείνη τη μέρα και μετά ο Δημητράκης Νταμπάκος λάλησε. Τον πρώτο καιρό πήγαινε καθημερινά στο αμμορυχείο, στο μέρος που ήταν θαμμένα τα ζώα, και καθόταν εκεί με τις ώρες. Πότε πότε γονάτιζε, ακουμπούσε το αυτί στα χαλίκια κι αφουγκραζόταν. Σιγά σιγά οι επισκέψεις στο αμμορυχείο αραίωσαν μέχρι που σταμάτησαν εντελώς αλλά από κει και μετά τριγυρνούσε στα τσαΐρια και στα χορτολίβαδα, όπως έκανε τον καιρό που βοσκούσε εκεί τα ζωντανά του. Δίπλα του, πάντα τα δυο τσομπανόσκυλα, που τον ακολουθούσαν πιστά μέρα νύχτα. Χούγιαζε, σφύριζε, έτρεχε προς μια μεριά κουνώντας τα χέρια του για να μαζέψει κάποιο πρόβατο που τάχα είχε ξεστρατίσει, γενικά ήταν σαν να βοσκούσε ένα αόρατο κοπάδι που τό ’βλεπε μόνο αυτός. Έφευγε το πρωί από το μαντρί, το μεσημέρι περνούσε από τις κοπάνες και μετά πήγαινε στο στάλο, στη Μαυρόπετρα, ενώ το σούρουπο γύριζε πάλι στο μαντρί, στην ώρα του. Σφάλιζε τις πόρτες και μετά, κάθε βράδυ, εξάπαντος περνούσε από το καφενείο, όπου κάποια γυναίκα, συνήθως, του είχε αφήσει ένα πιάτο φαΐ. Οι θαμώνες, συχνά, τον ρωτούσαν: «Πώς πήγε σήμερα, Δημητράκη, πού τα βόσκησες;» Κι εκείνος, με λεπτομέρειες, αράδιαζε τοπωνύμια, αν γέννησε καμιά προβατίνα ή για κανένα ζουλάπι που πήγε να του φάει ένα αρνί αλλά τα σκυλιά το μυρίστηκαν και το πήραν καταπόδι…

*

Κοίταζε ακόμη αφηρημένα τις φλόγες ενώ η κάπα του είχε αρχίσει να αχνίζει. Δεν μιλούσε κανείς, ώσπου η μάνα μου: «Να σου βάλω να φας, Δημητράκη;» ρώτησε, αλλά εκείνος: «Δεν πεινάω», είπε και γυρίζοντας λίγο προς τον πατέρα μου: «Μόνο λίγο καπνό θέλω να μου δώσεις Γληγόρη, σαν εκείνο που μου έδωσες τις προάλλες. Βάλε μέσα και από το τελευταίο χέρι, το ούτσι, για να γένει το χαρμάνι βαρύ». Σηκώθηκε ο πατέρας μου, πήγε στην αποθήκη και έφερε μια αρμαθιά καπνό καθώς και τον τάκο, πάνω στον οποίο το ψιλόκοβε. Μετά πήρε το ψωμομάχαιρο και άρχισε να το τροχίζει με το πριάκονο. Δοκίμασε τη λεπίδα στο χοντρό δάχτυλο, παστάλιασε τα φύλλα πάνω στον τάκο και έκοψε τα κοτσάνια. «Άσε εμένα να το ψιλοκόψω», είπε ο Δημητράκης, και έβαλε τον τάκο μπροστά του, στο πάτωμα. Με αργές κινήσεις άρχισε να κόβει το καπνό σε όσο γινόταν λεπτότερες φέτες. Μετά, έπιασε με τα ακροδάχτυλα το χαρμάνι, το ανακάτεψε και, παίρνοντας μια μικρή τούφα, την έφερε στα ρουθούνια και τη μύρισε. Έκανε μια ανεπαίσθητη κίνηση με το κεφάλι που έδειχνε ότι είναι ικανοποιημένος. Μετά έβγαλε από την μεταλλική ταμπακιέρα ένα ροζ τσιγαρόχαρτο και έστριψε αριστοτεχνικά ένα χοντρό τσιγάρο. Το άναψε με το τσακμάκι του, τράβηξε μια πολύ βαθιά ρουφηξιά κι άρχισε να βγάζει από το στόμα καπνό για τόση πολλή ώρα, που με παραξένεψε. Σαν να κατάλαβε, γύρισε λίγο προς εμένα και με κοίταξε. Ξαναέφερε το τσιγάρο στα χείλη και τράβηξε μια δεύτερη, το ίδιο βαθιά ρουφηξιά. Μετά έκλεισε τα μάτια, σήκωσε λίγο το κεφάλι, κι άρχισε να ξεφυσάει μικρές λευκές τουλούπες, που η μία πίσω από την άλλη, σαν να ήταν τα αγαπημένα του πρόβατα που τα έβγαζε για βοσκή, ανέβαιναν σιγά σιγά προς το ταβάνι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: