Πέντε ιταλικά σονέτα

Πέντε ιταλικά σονέτα



SONETTO AL CONTE PAOLO MERCATI

Il primo giorno che limpido il sole
Si vedrà comparir dall’oriente,
Surger farem le quete voci e sole,
Là sopra infra l’usata erba nascente.

Volerà molle ’l fischio, come suole,
Della mite amorosa aura dolente,
E scorrerà il ruscel puro, che vuole
Dolce accordarsi al zeffiro ch’ e’ sente.

Deh! sia ratto esto sole; assai si tacque;
Deh! ritorniam fra l’aura sibilante,
E fra il trepido murmure dell’acque.

Là ce n’andremo, e là, seduti insieme,
Intoneremo il carme simigliante,
All’auretta che spira e al rio che geme.



ΣΤΟΝ ΚΟΜΗΤΑ ΠΑΥΛΟ ΜΕΡΚΑΤΗ

Την πρώτη μέρα που λαμπρός θα ξεπροβάλει
ο ήλιος ἀπ’ την Ανατολή, θα ηχήσουν μόνες
κι ήσυχες οι φωνές μας, για να φτάσουν πάλι
εκεί –ξέρεις– ψηλά, μέσα στις ανεμώνες.

Το αεράκι θα φυσά απαλά, θα φτερουγίζει
μ’ έρωτα και παράπονο, πουλιού μινύρισμα,
και το νερό του ρυακιού θα κελαρύζει,
λες για να σμίξει του ζεφύρου το ψιθύρισμα.

Αχ, ο ήλιος ο λαμπρός ας βγει· κι ας μας μιλήσει.
Ας πάμε εκεί όπου μουρμουρίζει το αγέρι
και τα νερά κυλούν γοργά από αιθέρια βρύση.

Εκεί μαζί θα πάμε, στα γνωστά μας μέρη·
θα φτιάξουμε όμορφο τραγούδι να ταιριάζει
στον άνεμο που πνέει, στο ρυάκι που στενάζει.



SONETTO ALLA S.ra STELLA MACRÌ CO.a SOLOMOS IN MORTE DEL FRATELLO SUO SIGNOR DIONISIO MACRÌ

Giaceva immoto il fratel tuo diletto,
Bianco il viso dell’ultimo pallore,
E tu piangendo gli baciavi il petto,
Che per te, poco innanzi, ardea d’amore.

Tutto intanto quiete nell’aspetto,
Giva in grembo a posar del Creatore,
E seguiano lo spirto benedetto
Le Virtù, che vivendo ebbe nel core.

Corsero tosto dall’eterno lido
Ad incontrarlo i pargoli tuoi figli,
Che di gioia infantil diedero un grido;

Ei li accoglieva colle braccia espanse
Tutti, ma ravvisando nei vermigli
Volti il tuo volto, intenerissi e pianse.


ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΜΑΚΡΗ ΚΟΜΗΣΣΑ ΣΟΛΩΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΚΡΗ

Με κάτωχρη την όψη του και μες στο βύθος
ο λατρεμένος αδελφός σου είχε παγώσει
κι εσύ τον έκλαιγες, φιλώντας του το στήθος
που η τόση αγάπη του για σένα είχε φλογώσει.

Μα με το πρόσωπο γαλήνιο ξεκινούσε
να πάει στου Πλάστη του τη μακαρία αγκάλη
κι οι Αρετές που στην καρδιά του είχε, όσο ζούσε,
κατευοδώναν την ψυχή του τη μεγάλη.

Απ’ την αιώνια πηγή τρέξαν γοργά
τα μικρά τέκνα σου να τον προϋπαντήσουν
κι αυτός τ’ αγκάλιασε με την ίδια χαρά.

Μα όταν στα πρόσωπά τους είδε να ροδίσουν
τα γνώριμά του ρόδα της μορφής σου, μόνο
σε θρήνο ξέσπασε από τον βαθύ του πόνο.



[OR CHE RIDE LA TERRA E IL MARE E IL CIELO]

Or che ride la terra e il mare e il cielo
Al sol che vibra suoi raggi fiammanti,
Nè più, grazie di Dio, di tema il gelo
Fa chiusi i cuori e pallidi i sembianti.

E quai rose a rugiada in su lo stelo
S’apron di gioia gli animi tremanti,
Io posso alfin di poesia dar velo
A quei pensier che mi veranno avanti.

Oh salve, o vita! or che ciascuno gaude
Senza tema o sospetti, a te il mio verso
Caldo tributo intuonerà di laude.

Or che paura il canto non mi vieta,
Sarà il mio carme di dolcezza asperso,
E tu, o vita, sorridi al tuo Poeta.



[ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΓΗ ΓΕΛΟΥΝΕ]

Τώρα που θάλασσα, ουρανός και γη γελούνε
στον ήλιο που τις φλογερές του ακτίνες πάλλει
και, δόξα τω Θεώ, οι καρδιές θερμές σκιρτούνε
και τα πρόσωπα δίχως φόβο λάμπουν πάλι

και σαν τα ρόδα στη δροσιά πάνω στο μίσχο
ανοίγουν τρέμοντας από χαρά οι ψυχές,
μπορώ κι εγώ πια με την ποίηση να ντύσω
τις σκέψεις μου που μέσα μου είν’ δροσοπηγές.

Χαίρε, ζωή! Τώρα που δίχως υποψία
και δίχως φόβο αγάλλονται όλοι, θα σε υμνήσουν
οι στίχοι μου αντίδωρο για τη γαλήνη.

Τώρα που το τραγούδι μου η δειλία δεν σβήνει,
το άσμα μου θα ’ναι ποτισμένο από ευτυχία·
μα χαμογέλασε κι εσύ στον Ποιητή σου.



SONETTO IN MORTE DI UGO FOSCOLO

Pianse Tua patria, o splendidissim’alma,
Il dì che ’l Tuo partir da lei le spiacque;
E pianse poscia, e invidiò la palma,
Che italica, e non sua, tanto Ti piacque.

Ed or più piange, e batte palma a palma,
E nullo accento di dolor si tacque,
Gridando: Ahi che m’è tolta anche la salma,
Che già famosa in terre stranie, e giacque!

Deh! per quei, che Tu avesti, incliti fregi
D’ingegno e di virtù, che fur di tempre
Che intellette saran sol dagli egregi,

Se non vuoi che Tua patria si consigli
Col dolor del suo danno, e pianga sempre,
Fa che nasca per lei chi Ti somigli.



ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΟΥΓΟΥ ΦΟΣΚΟΛΟΥ

Σε θρήνησε η πατρίδα, υπέρλαμπρη ψυχή,
τη μέρα που είχε τόση πίκρα απ’ τη φυγή Σου·
δεν έπαψε να κλαίει, γιατί ζηλοφθονεί
που ιταλική τη δάφνη Εσύ πήρες μαζί σου.

Καί τώρα πιο πολύ σε κλαίει και, δες, χτυπά
τα χέρια της μ’ άκρατο πόνο και κραυγάζει:
Αχ, θάφτηκε το λείψανό Σου εκεί μακριά
στα μέρη όπου έζησες κι η φήμη Σε δοξάζει.

Αχ, για το πνεύμα Σου, του νου την αρετή,
τις σπάνιες χάρες σου που μόνον οι σπουδαίοι
θα είναι ικανοί ν’ αντιληφθούν, κάνω μια ευχή,

άμα η πατρίδα Σου δεν θες όλο μαράζι
να ’χει που σ’ έχασε κι ολοένα πια να κλαίει,
κάνε κάποιος να γεννηθεί που θα Σου μοιάζει.



SONETTO IN MORTE DI STELIO MARCORAN

Ieri mostrasti a me, Fortuna, e al mondo
Il giovine, e dicesti in tua favella:
Drizza alquanto lo sguardo al verecondo,
Se altra forma esser può sotto la stella.

Mira il volto pensoso, ove giocondo
Sorride il fior di gioventù novella;
Cerca l’anima sua nel suo profondo,
E, se puoi, trova dentro orma non bella.

Mira inconscio a sè intorno a trar tesoro
Di grande amore, e, allo spirar d’un Dio,
Vèr lui chinarsi e bisbigliar l’alloro.

Di tanta speme a te, Fortuna avara,
Solo, e misero molto, un ben degg’io:
Vivea lontano, e non vid’io la bara.




ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΜΑΡΚΟΡΑ

Εχθές σε µένα και στον κόσμο έδειξες, Τύχη,
τον νέο και μου είπες με μια μυστική φωνή:
Δες λίγο τον σεμνό και πες μπορεί να τύχει
κάτω απ’ τον ήλιο να φανεί μια όμοια μορφή.

Κοίτα στην όψη του τον στοχασμό να σφύζει
και να γελά της πρώτης νιότης του ο ανθός·
μέσα στα βάθη της ψυχής του αν ασχημίζει
βρες, αν μπορείς, κάποιο σημάδι· ήταν καλός.

Κοίτα πώς, δίχως να το ξέρει, συγκεντρώνει
πλούτη από αγάπη γύρω του και το φυτό
μιας δάφνης, με πνοή θεού, διαρκώς φουντώνει.

Τρέφοντας, Τύχη φειδωλή, περίσσια ελπίδα,
ένα καλό, μα μίζερο, θα σου χρωστώ:
ήμουν μακριά κι έτσι το φέρετρο δεν είδα.



ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Αυτά τα πέντε ποιήματα ας αναγνωστούν ως σχόλιο στα ζητήματα κατά πόσο και με ποιόν τρόπο αποδίδονται σήμερα στη γλώσσα μας τα ιταλικά σονέτα του Σολωμού. Αναφορικά με το κατά πόσο, τα πράγματα είναι αυτονόητα: οποιοδήποτε λογοτεχνικό κείμενο μεταφράζεται, κακώς ή καλώς – ενίοτε φτάνει σε έργο που υπερβαίνει το «πρωτότυπο», αναλόγως (του αξεδιάλυτου δεσμού μεταξύ) της γνώσης και της τέχνης του μεταφραστή. Κυρίως, λοιπόν, το με ποιόν τρόπο έχει σημασία να σχολιαστεί, από τη σκοπιά μου, ως συνοδευτικό σχόλιο στα πέντε μεταφρασμένα εδώ σονέτα· ακριβέστερα, ως εντελώς αδρομερής παρουσίαση επιλογών που αποτέλεσαν τη βάση της δημιουργικής κατασκευής τους.
Η μεταφραστική παράδοση, ως οργανικό μέρος της ποιητικής παράδοσης, σε ό,τι αφορά τις αποδόσεις ιταλικών ποιημάτων του Σολωμού, έχει ορόσημο, κι αυτό δεν είναι άλλο από τις απαράμιλλης αισθητικής αξίας και νοηματικής καθαρότητας μεταφράσεις του Γεωργίου Καλοσγούρου. Η αξία τους βασίστηκε κυρίως στη μακρά και δημιουργική μαθητεία στο ίδιο ποιητικό εργαστήρι, το γλωσσικό και το στιχουργικό, εκεί όπου σφυρηλατήθηκε σε σκληρό μέταλλο η ελληνόγλωσση ποίηση του Σολωμού· αυτό το σκληρό μέταλλο έγινε η εύπλαστη ύλη, στα χέρια του μεταφραστή Καλοσγούρου. Αλλά τις μεταφράσεις του τις διαβάζουμε και τις ξαναδιαβάζουμε, για να τις λησμονήσουμε, ως «μνήμη παλαιή, γλυκειά κι αστοχισμένη», μόλις πιάσουμε στα χέρια μας τα σύνεργα για τις δικές μας μεταφραστικές δοκιμές – και δεν νομίζω ότι χρειάζεται να εξηγήσω γιατί.
Αν ο Καλοσγούρος μάς ευεργετεί ακόμα ως μεταφραστής-ποιητής του ιταλόγλωσσου Σολωμού είναι ιδίως επειδή μας υποδεικνύει την επιλογή του δεκατρισύλλαβου στίχου. Οι μεγαλύτερες, σε σύγκριση με εκείνες του ελληνικού ενδεκασύλλαβου στίχου, λεκτική ευρυχωρία και, συνεπώς, νοηματική πυκνότητα του ιταλικού ενδεκασύλλαβου, ενισχυμένες από την ευχερή χρήση των συνιζήσεων και την ολιγοσυλλαβία των ιταλικών λέξεων, αλλά, βεβαίως, τροφοδοτημένες και από μία σονετογραφική παράδοση πολλών αιώνων που έκανε το ιταλικό σονέτο, στα χέρια του Σολωμού, εύκαμπτο και μαζί συμπυκνωμένο, επιβάλλουν την επιλογή του δεκατρισύλλαβου· αυτές οι δύο παραπάνω συλλαβές δίνουν στον ελληνικό στίχο την ανάσα που χρειάζεται, χωρίς έτσι να γίνεται σχεδόν αναπόφευκτο, όταν επιλέγεται ο ενδεκασύλλαβος, να πιεστεί η σονετική φόρμα στα όριά της, με την καταφυγή σε ακροβασίες και τεχνουργήματα που λειτουργούν, εντέλει, ως δείκτες μεταφραστικών καταναγκασμών. Όταν, πάλι, επιλέγεται ο δεκαπεντασύλλαβος υπάρχει ο κίνδυνος να ξεχειλώσει το ποίημα.

Το σονέτο, στον βαθμό που παραμένει ζωντανό, λειτουργεί στην αιχμή της ισορροπίας –εν προκειμένω, ο μεταφραστής βρίσκεται σαν σε τεντωμένο σχοινί– ανάμεσα στην παράδοση και την ανανέωση. Γι’ αυτό, το να χρωματίσουμε τη γλώσσα, ως μεταφραστές της ιταλόγλωσσης ποίησης του Σολωμού, με παλαιικά επτανησιακά στοιχεία, αντλημένα από την τότε ποίηση και γενικότερα την τότε γλώσσα, τη δική του και εκείνη πολλών συγχρόνων του, δεν είναι συνέχιση της παράδοσης· αποβαίνει αναχρονιστικός λογιοτατισμός, τέτοιου ποιού που θα έκανε τον Σολωμό –αν έχει νόημα να τον μνημονεύουμε– να ξαναπιάσει τα επιχειρήματα του Διαλόγου εναντίον συγχρόνων Διδασκάλων. Το σονέτο, μεταφρασμένο ή «πρωτότυπο», έχει ανάγκη –υπό την έννοια ότι μόνον έτσι παραμένει ζωντανό, στη διαχρονία του– να είναι γραμμένο με τη δική μας, κατά το δυνατόν περισσότερο σύγχρονη, γλώσσα και με τον δικό μας τρόπο· τον, κατά το δυνατόν πιο φυσικό και αβίαστο, τρόπο μας να το αρθρώνουμε στις κατασκευαστικές λεπτομέρειές του. Η όποια «πιστότητα», άρα, απορρέει από τη χαρά που προσφέρει η κατασκευή, ως αναγνώριση του δικού μας αχνού ή διακριτού χναριού στην άμμο του χρόνου – πόσοι αιώνες πέρασαν από τα πρώτα σονέτα;

Τέλος, σημειώνω ότι επέλεξα τέσσερα σονέτα αναφερόμενα σε τέσσερα πραγματικά πρόσωπα, ανθρώπους που ο Σολωμός γνώριζε ως ομότεχνους ή συνδεόταν μαζί τους φιλικά – τα τρία είναι γραμμένα κάτω από το βάρος της ιδιωτικής ή και δημόσιας περίστασης της αλγεινής απώλειας των προσώπων. Έκρινα ότι έτσι η επιλογή μου θα μπορούσε να είναι περισσότερο συνεκτική, κυρίως ως προς τη συγγενική συναισθηματική ατμόσφαιρα των ποιημάτων, ανεξάρτητα από τη χρονική απόσταση που χωρίζει τα τρία πρώτα από το όψιμο, εκείνο για τον θάνατο του Στυλιανού Μαρκορά. Το πέμπτο σονέτο, το «[Τώρα που θάλασσα, ουρανός και γη γελούνε]», το επέλεξα λόγω της ευφρόσυνης διάθεσής του και της έκφρασης της προσδοκίας για την ποιητική δημιουργία.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: