Η Ισπανίδα ποιήτρια Ροσάνα Ακουαρόνι (Μαδρίτη 1964) έχει δημοσιεύσει τις ακόλουθες συλλογές: Del mar bajo los puentes (1988), βραβείο Adonais, El jardín navegable (1990, επανέκδοση 2017), Cartografía sin mundo (1995) ποιητικό βραβείο Cáceres Patrimonio de la Humanidad, Lámparas de arena
(2000), Discordia de los dóciles (2011), La casa grande (2018) βραβείο Καλύτερου Βιβλίου της χρονιάς 2019 και 18 ciervas (2023: 18 ελάφια, συλλογή από την οποία μεταφράζονται τα ποιήματα που ακολουθούν).
18 ελάφια
1.
Είδα το ελάφι που το δάσος
μού διάλεξε ως αναμμένη
ηρεμία μετά το φύλλωμα.
Δεν τόλμησα να μετακινηθώ.
Η καρδιά μου έραβε κομμάτια
του δέρματός της μεταξύ των φύλλων.
Μόνο ένα προφίλ φανέρωσε.
Ήταν ένα μάτι που κοιτάζει
σαν οστό μουσμουλιάς
πλέοντας στο νερόλακο.
Μίλησε ενώ το χιόνι
το κάλυπταν πουλιά.
―Πρέπει να τα ζήσουμε όλα ―.
Και στη μουσούδα των βρύων
έτρεμε μία σφηκοφωλιά.
Μετά,
μετέωρος ήδη ο χρόνος
παγιδευμένη στο ήλεκτρο της στιγμής
ύψωσε το κεφάλι
― το σημαδεμένο της κορμό,
τις τέσσερίς της ακρότητες-.
Από τότε
μου λέω την αλήθεια.
Κάθε πρωί γυρίζω
στην κενή ατραπό
να δω εάν με περιμένει.
Τις άγρυπνες ώρες
νιώθω τη γλώσσα του να με καίει
σαν ένα φύκι στο πρόσωπο.
Φυσικά με πτοεί η κούραση.
Αλλά εάν επιστρέφει,
εάν το ελάφι ερχόταν ξανά στα αυτιά μου
εγώ θα έβαζα τέλος
σε αυτές τις λέξεις.
Ακόμη διατηρώ εκείνη τη φωτογραφία
Την έβγαλες τη μπλε ώρα
―κυανοτικό τοπίο,
σύννεφο
που έχασκε
προς τη δύση―.
Βγήκες από τη σκηνή κι ο χρόνος
σταμάτησε.
Ίσως είχες ανάγκη
να καταγράψεις μια συνάντηση
που πια δεν θα γινόταν
να επαναληφθεί.
Καθιστοί στο τραπέζι
εκείνος κι εγώ
―μια γυναίκα πανταχού παρούσα
να εντοπίζεται στο περιθώριο―.
Φαντάσματα του μέλλοντος,
φαίνεται πως κατοικούσαμε
μέσα σε μια ψαρόγυαλα.
Ένα αόρατο σκοινί μας κρατάει.
Οι φίλοι μας γελούν
πίνουν
συνομιλούν
(πέφτει γλείψιμο στις πληγές
εκτίθενται οι ουλές τους).
Πίσω από τη τζαμαρία
σαν μια υδατογραφία σε καμβά
το πρόσωπό μου διαλύεται με το δικό σου.
Και τότε
με ρωτάς:
σε ποιον ακριβώς τόπο της λήθης
το `διωξες από πάνω σου
σε ποιο άκρο του σώματός σου
σε ποιο διάκενο
σμίλεψες απ` το τίποτα
μια νέα αγάπη.
Να πέφτουμε σ΄αυτό που είμαστε
να εγκαταλείπουμε τα φτερά.
(Θα πεις ότι δεν γίνεται
αφού πιάσεις πάτο).
Ο Ίκαρος ήταν γυναίκα
στο προαίσθημα
ότι από όλα όσα έζησε
δεν υπάρχει τίποτε για να τον σώσει.
Δεν μας σώζει από τον ίλιγγο
τούτο το κέρινο νήμα
που μαλακώνει σε επαφή
με το φως.
Αγοράζουν θάνατο οι μέρες
που όταν υποχωρούσαμε
ήταν και για να ζούμε.
Ο Ίκαρος ήταν γυναίκα
και, ταυτόχρονα, ο γιος
που κληρονόμησε τον τρόμο
και, ωστόσο, έμαθε
να ακούει την πτώση πριν την ώρα της.
―Ήταν άλλα τα φτερά―.
Μας μεγάλωναν από μέσα
νευρώσεις
σωληνοειδείς καλαμιές,
κρυστάλλινες μεμβράνες που δεν αναγνωρίσαμε.
―Να καθαρίζεις εσένα είναι το μόνο
που σώζει―.
(Αιθέρια καμπυλότητα,
το φτερό χωρίς ραφή
που φλογίζεται στον τράχηλο του ανέμου).