«Εισιτήριο με την άμαξα», είπα. Ο υπάλληλος του ταξιδιωτικού γραφείου φυλλομέτρησε το πρόγραμμα οριστικών αναχωρήσεων, έσυρε το δάχτυλό του καθέτως ανά σελίδα ημερησίων δρομολογίων και επανέλαβε την φράση που ίσχυε για την περίπτωσή μου: «Δεν αναφέρεται αναχώρησή σας εντός των προσεχών ημερών». «Μπορείτε όμως να σημειώσετε το όνομά μου στον κατάλογο των αιτούντων την έκδοση εισιτηρίου με άμαξα, όταν έρθει η ώρα τους», ανέφερα. «Ενδέχεται να υπάρξει καθυστέρηση στο δρομολόγιο λόγω περιορισμένης ζήτησης, οι αναχωρήσεις εξαρτώνται από τα φορτία που προκύπτουν, οι άμαξες αναχωρούν πλήρεις», εξήγησε ο υπάλληλος. «Δεν βιάζομαι», συμπλήρωσα, «να ξέρω τουλάχιστον πως είμαι στη σειρά προς επιβίβαση». «Έχετε κάποια προτίμηση;» ενδιαφέρθηκε ο υπάλληλος. «Προτιμώ τη σούστα. Με τον Κουκουνάρα αμαξά, αν γίνεται».
Δεν είμαι σε θέση να προσδιορίσω τους λόγους που με οδήγησαν τώρα στο αίτημα της εξασφάλισης εισιτηρίου οριστικής αναχώρησης. Διευκολύνομαι εν τούτοις να απαριθμήσω τις αιτίες της επιλογής αναχώρησης με άμαξα. Η μετάβαση από την πόλη στο χωριό του παππού για να περάσουμε το καλοκαίρι στην εξοχή, γινόταν με σούστα που στάθμευε πρωί με τη δροσιά στην εξώθυρα του σπιτιού του παππού και ανέμενε να φορτωθούν τα πράγματά μας. Οι γείτονες έσπευδαν να μας αποχαιρετήσουν και η γιαγιά, πίσω από την εξώθυρα για να μη δει ο κόσμος πως φορούσε τις παντούφλες της και όχι τα παπούτσια της, έδινε οδηγίες στον Κουκουνάρα να κρατάει τη φοράδα στις στροφές για να μην πέσουν οι αποσκευές και μας απειλούσε χαμηλοφώνως πως αν σηκωνόμαστε από τις θέσεις μας, εμείς τα τέσσερα εγγόνια της, με κίνδυνο να γκρεμιστούμε στο δρόμο και να σκοτωθούμε, θα το μάθαινε αμέσως και θα μας γύριζε χωρίς συζήτηση στην πόλη να μας φάει η ζέστη. Από το χωριό του παππού, πηγαίναμε στη θάλασσα για μπάνιο με κάρο, δεν πείραζε που ανεβαίναμε στην καρότσα βρεγμένοι με τα πόδια μας γεμάτα άμμο, με το κορμί μας αλατισμένο. Στην σούστα, ήμαστε ντυμένοι, ποδεμένοι, να μας βλέπει ο κόσμος, με ψάθινο καπέλο για προφύλαξη από τον καλοκαιρινό ήλιο.
Είτε με τη σούστα, είτε με το κάρο, πηγαίναμε ταξίδι. Η αναχώρηση με τη σούστα ήταν πριν σηκωθεί ο ήλιος ψηλά και μας πιάσει η μεγάλη ζέστη της μέρας. Όσο για τη διάρκεια του ταξιδιού, οκτώ χιλιόμετρα απόσταση, δεν υπήρχε βιασύνη να φτάσουμε στο χωριό, ας μας έπιανε το σούρουπο, ο Κουκουνάρας είχε το ελεύθερο να σταματήσει για να ποτίσει τη φοράδα, να ξεκουραστεί στο καφενείο του Πάστρα, να πιεί ένα ποτηράκι κρασί στο μεσόστρατο, να περάσει μπροστά από το μαγαζί του Καρμανιόλου και να σταθεί όσο χρειαζόταν, προκειμένου να μάθει αν ο Καρμανιόλος είχε σφάξει, αν ο αδερφός του θα έφερνε ψάρια, αν οι τιμές ήταν τσιμπημένες ή ίδιες με τις προηγούμενες. Και, όπως ξέρουμε, όπως έχουμε ακούσει, όπως έχουμε διαβάσει, οι μυρουδιές άλλαζαν κάθε λίγο: γλιτώναμε από τα σαπουνόνερα που έτρεχαν στη μέση του κατήφορου στην έξοδο από την πόλη, ο χωματόδρομος προς το χωριό είχε τις μυρουδιές της καβαλίνας από τα υποζύγια και της κακαράτζας από τα γιδοπρόβατα, τις μυρουδιές των ξερών χόρτων στις παρυφές, των μποστανιών του κάμπου όπου έτριζαν τα καρπούζια και κιτρίνιζαν τα πεπόνια, των αμπελιών όπου ανέμιζαν τα σκιάχτρα, των ιδρωμένων περαστικών που ύψωναν τη φωνή τους για να μας χαιρετήσουν.
Η πρώτη αιτία λοιπόν ήταν η επιθυμία μου να αναχωρήσω οριστικώς όπως τότε για την εξοχή και για τη θάλασσα. Όχι εξαιτίας νοσταλγίας, αλλά προς αναγνώριση εκείνων των ετών που είχαν μείνει πίσω ασυνόδευτα, ενώ είχαν ορίσει τις διαδρομές μου εντός του μέλλοντός τους. Και, όπως είθισται να λέμε, για να κλείσει ο κύκλος και να λήξει η τελετή. Πρόσθετη αιτία ήταν η γνώση μου πως με άμαξα διέτρεχε τον κόσμο ο κόμης Μοντεχρίστος, επί αμάξης είχε ανέλθει ο Μέγας Ναπολέων στο πεδίο του αγώνα για να επιστρέψει στο Παρίσι και να μιλήσει στα πλήθη μπροστά από την καμάρα της Αψίδας του Θριάμβου, άμαξα είχε παραλάβει από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Βιέννης τον σύντροφο Στάλιν εν έτει 1913 μετά την επίδειξη του κάλπικου διαβατηρίου του στον σύντροφο αμαξά, το οποίο βεβαίωνε ότι το όνομα του φέροντος ήταν «Παπαδόπουλος».
Ακόμα και αν παρέλειπα αυτά τα γεγονότα, ο σπουδαιότερη αιτία της εμφάνισής μου για την εξασφάλιση θέσης προς οριστική αναχώρηση με άμαξα ήταν ο όρκος μου στην Χρυσάνθη πως με άμαξα που θα έσερναν οπωσδήποτε φτερωτά άλογα θα έφτανα στην πόρτα του σπιτιού της για να την παντρευτώ όταν θα μεγάλωνα. Και δεν ξεχνώ πως και η Χρυσάνθη είχε ορκιστεί πως θα με περίμενε, αρκεί να την είχα ειδοποιήσει με κάποιον τρόπο να ήταν έτοιμη, δηλαδή να είχε προλάβει να φορέσει το νυφικό της. Σκέφτηκα πως αν δεν έβρισκα τρόπο να την ειδοποιήσω, ας έπαιρνε το νυφικό στο χέρι της, θα το φορούσε στην εκκλησία πριν αρχίσει το μυστήριο. Και η Χρυσάνθη σκέφτηκε πως αν, κακιά η ώρα, δεν παντρευόμαστε, άμαξα θα καλούσαμε να φορτώσει τα φέρετρά μας και να τα φέρει στου κοινού μας τάφου το χείλος.
Ανέφερα με πάσα λεπτομέρεια το σκεπτικό μου στον υπάλληλο του ταξιδιωτικού γραφείου και έτυχα της κατανόησής του, αφού έγραψε ολογράφως και καλλιγραφικώς το όνομά μου στον κατάλογο των προς οριστική αναχώρηση ατόμων, μου παρέδωσε το εισιτήριό μου δίχως ημερομηνία αναχώρησης, σημείωσε το τηλέφωνό μου ώστε να με ενημερώσει πότε θα αναχωρούσε η άμαξα για την οποία θα ίσχυε το εισιτήριό μου, ας μεριμνούσα για την ιδιόχειρη επ’ αυτού αναγραφή της ημερομηνίας αναχώρησης και για την φύλαξή του προς αποφυγή δυσάρεστων εκπλήξεων. Δεκαετίες έκανε αυτή τη δουλειά και ελάχιστα ήταν τα παράπονα που είχαν εκφράσει οι πελάτες δια των συγγενών τους κυρίως, οι οποίοι δεν κατανοούσαν πως οι άμαξες έχουν λιγοστέψει στα χρόνια μας και η ζήτηση δεν είναι σταθερή. Τον χειμώνα, για παράδειγμα, όπου υπάρχει κύμα γρίπης και εξαπλώνονται άλλες ασθένειες με σημαντικό αριθμό κρουσμάτων, η κίνηση των αμαξών δυσχεραίνεται εξαιτίας του κακού οδικού δικτύου, ενώ η προτίμηση για σύγχρονα μέσα μεταφοράς δικαιολογείται αφού κανείς δεν θέλει να γίνει μούσκεμα, να κρυώνει, να ταλαιπωρείται για να φτάσει εγκαίρως ο νεκρός του στο κοιμητήριο. Δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση να ξεροσταλιάζουν όσοι έχουν την καλή πρόθεση να αποχαιρετήσουν τον νεκρό, ούτε να περιμένουν επί πολύ την άφιξη άμαξας οι ιερείς, οι χορωδοί, οι νεκροπομποί, οι ανθοπώληδες, το καφενείο του νεκροταφείου, οι ίδιοι οι νεκροθάφτες εντέλει, πράγμα που στερεί όλους αυτούς τους επαγγελματίες από το υπολογισμένο με ακρίβεια χρόνου μεροκάματό τους.
Παρέλειψα να σημειώσω πως συμπληρωματική αιτία του αιτήματός μου για την εξασφάλιση εισιτηρίου οριστικής αναχώρησης δεν είναι η κόπωση του σώματος, ούτε η ελαφρά βραδύτητα του βαδίσματος υπό το πέλμα κυνικών καυμάτων, ούτε οι συχνές λεκτικές αστοχίες και η απώλεια λεξιλογίου και ονομάτων, καμία εντέλει από τις αναπηρίες του γήρατος, αλλά προ πάντων η προετοιμασία αποχαιρετισμού των νεκρών που κόσμησαν τον βίο μου και που μετά από εμένα κανείς δεν θα θυμάται να αποχαιρετήσει. Μόλις ανέβω στη σούστα, θα το πω του Κουκουνάρα να το ξέρει. Και εκείνος θα το πει κατά την αναχώρηση από το σπίτι του παππού, κατά τη στάση για να ποτίσει τη φοράδα, να ξεκουραστεί στο καφενείο του Πάστρα, να πιεί ένα ποτηράκι κρασί στο μεσόστρατο, κατά το πέρασμα μπροστά από το μαγαζί του Καρμανιόλου.