Η Θεία Λειτουργία στις 10:30 το πρωί, 16 Ιουνίου 1985
Όταν ο ιερέας έκανε την είσοδό του στην Αγία Τράπεζα καθώς το ρολόι της εκκλησίας
σήμαινε πως ήταν 10.30 π.μ.
Είχε τον αέρα ενός σταρ του σινεμά σε κάποιο διεθνές αεροδρόμιο
Ο οποίος καταφθάνει από την άλλη μεριά της γης,
Άνετος λες κι η άλλη μεριά της γης ήταν η απέναντι μεριά του δρόμου·
Μόνο που αντί να κρέμεται από τον ώμο του ένα σακιδιάκι της μιας νύχτας,
Αυτός κρατούσε ένα δισκοπότηρο μέσα στο τριγωνικό πράσινο κάλυμμά του—
Με τον ίδιο τρόπο που ένας σβέλτος κωμικός καλύπτει ένα περιστέρι μ’ ένα μεταξένιο
μαντίλι.
Αφού πρώτα ασπάστηκε την Αγία Τράπεζα, στράφηκε αεράτα προς το μικρόφωνο:
Θα ήθελα να σας πω πόσο χαρούμενος είμαι που βρίσκομαι εδώ μαζί σας τούτο το πρωί.
Παραδόξως, μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ξεκάθαρα πως ήταν στ’ αλήθεια
χαρούμενος—
Λες και πραγματικά ανυπομονούσε να έρθει η ώρα αυτής της κυριακάτικης θείας
λειτουργίας,
Όσο πολύ ανυπομονούσα κι εγώ απ’ τη μεριά μου·
Λες και πραγματικά αυτή εδώ ήταν η μεγάλη στιγμή όλης της ημέρας του ή όλης της
εβδομάδας του
Κι όχι απλώς άλλη μια ιεροτελεστία που έπρεπε να την υποδυθεί με τυπική ευλάβεια.
Ήταν ένας μικρόσωμος, γεροδεμένος, ανδροπρεπής σαραντάρης
Με πυκνά ατημέλητα γκρίζα μαλλιά σε μπούκλες
Και μαύρα κοκάλινα ξεθωριασμένα γυαλιά.
Είμαι σίγουρος ότι πάνω από τις μισές γυναίκες μέσα στην εκκλησία
Τον ερωτεύτηκαν στη στιγμή—
Για να μη μιλήσω για τους άντρες.
Όσο για μένα, μου ήρθε όρεξη για μια γερή αγκαλιά.
Το εδάφιο από τον προφήτη Ιεζεκιήλ (17: 22-24)
Ήταν ένα μάτσο από ξεπερασμένες κουταμάρες για τους κέδρους του Ισραήλ
(Το κυριακάτικο γεύμα της δουβλινέζικης πανσιόν,
Ένας δίσκος με πίτα από φιλέτο και νεφρά,
Έμοιαζε να ανήκει σε άλλο πλανήτη
Μπρος σε αυτούς τους απίθανους κέδρους του Ισραήλ).
Το απόσπασμα από τον Απόστολο ήταν ακόμη χειρότερο—
Ο Απόστολος Παύλος χαμένος στον κόσμο του, όλος έπαρση, σχεδόν όπως πάντα,
μωρολογούσε φλυαρώντας για «το δικαστήριο του Χριστού»
(Με επικεφαλής των Δημοσίων Κατηγόρων τον κ. Ιησού Χριστό, τον Μεσσία)!
Πάντως, με το Ευαγγέλιο τα πράγματα καλυτέρεψαν κάπως—
Ήταν η παραβολή με τον σπόρο του σινάπεως ο οποίος συμβολίζει τη βασιλεία
των ουρανών·
Και τώρα το Κήρυγμα, κάτι ανώδυνα βαρετό, στην καλύτερη περίπτωση.
Σήμερα είναι η Ημέρα του Πατέρα —άρχισε να λέει αυτός ο μικρόσωμος, γεροδεμένος,
σοβαρός, σέξι ιερέας—
Και θέλω να σας μιλήσω για τον δικό μου πατέρα
Γιατί κανείς από σας δεν τον γνώρισε.
Αν υπήρχε κάτι που του άρεζε πολύ, αυτό ήταν ένα μεγάλο ποτήρι μπίρα Γκίνες·
Αν υπήρχε κάτι που του άρεζε πιο πολύ από ένα μεγάλο ποτήρι μπίρα Γκίνες
Αυτό ήταν δυο μεγάλα ποτήρια Γκίνες.
Όμως στα πενήντα πέντε του έκοψε το πιοτό.
Δεν είχα μάθει το γιατί, αλλά όλο και κάτι υποψιαζόμουν.
Όταν πέρασε καιρός από τότε που πέθανε, η μητέρα μου μού είπε το γιατί:
Είχε νιώσει τόσο πολύ περήφανος όταν πέρασα στην ιερατική σχολή
Ώστε έκοψε το πιοτό για να ευχαριστήσει, με τον τρόπο του, τον Θεό.
Όμως ο ίδιος δεν μου είπε ποτέ ούτε μια κουβέντα σχετικά με αυτά—
Κράτησε το μυστικό του μέχρι το τέλος. Πέθανε από καρκίνο
Λίγες εβδομάδες προτού να χειροτονηθώ παπάς.
Θα ήθελα να εξομολογηθώ — μου είπε·
Οκέι —θα πάω να σου φέρω έναν παπά— του απάντησα·
Όχι, μην το κάνεις αυτό, προτιμώ να μιλήσω σε εσένα·
Πεθαίνοντας, μου εξομολογήθηκε την ιστορία της ζωής του.
Πόσοι από εσάς που ήρθατε σήμερα στη θεία λειτουργία είστε πατεράδες;
Θέλω όσοι από εσάς είστε πατεράδες να σηκωθείτε όρθιοι.
Κανένας αρσενικός, στο εγκάρσιο ή στο κεντρικό κλίτος ή στον διάδρομο, δεν σηκώθηκε
όρθιος—
Σα να τσάκωσαν όλους τους πατεράδες της εκκλησίας
Να κάνουν κάτι ανόσιο μες στην ιερότητα της ιδιότητάς τους
Γυμνούς όλους μαζί μες στην πατρότητά τους
Τσακωτούς πάνω στη σαρκική πράξη που τους έκανε πατεράδες:
Κατόπιν, ένας-ένας, δυο-δυο, τρεις-τρεις, περίπου πενήντα ή εξήντα
καταφέραμε να σταθούμε στα πόδια μας
Κοκκινίζοντας από συστολή μέχρι τις ρίζες της ύπαρξής μας.
Και τώρα —διακήρυξε ο παπάς— εμείς οι υπόλοιποι
Ας υμνήσουμε αυτούς τους άντρες, κι όλοι μαζί τους πατεράδες μας.
Άρχισε να χτυπάει παλαμάκια.
Σιγά-σιγά όλο το εκκλησίασμα άρχισε να χτυπάει παλαμάκια,
Ώσπου ολόκληρη η εκκλησία χτυπούσε ξαναμμένη παλαμάκια—
Συμβίες που συναγωνίζονταν τις κόρες τους, γιοι που συναγωνίζονταν μεταξύ τους,
Κλαπ, κλαπ, κλαπ, κλαπ, κλαπ,
Ενώ εγώ στεκόμουν εκστασιασμένος με δάκρυα να τρέχουν άφθονα στα μάγουλά μου:
Χριστέ μου!
Θέλω κι εγώ να σας μιλήσω για τον δικό μου πατέρα
Γιατί κανείς από σας δεν τον γνώρισε.
_________________
Ο Paul Durcan (1944) είναι Ιρλανδός ποιητής. Μέχρι σήμερα, έχει εκδώσει γύρω στις είκοσι ποιητικές συλλογές. Η αναφορά στον πατέρα του, στο ποίημα, ίσως φωτίζεται από το ότι όταν ο ποιητής σπούδαζε Αρχαιολογία και Μεσαιωνική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Cork, υπέστη βίαιο εγκλεισμό από τους γονείς του σε ψυχιατρικό νοσοκομείο στο Δουβλίνο, όπου υποβλήθηκε σε ηλεκτροσόκ και χορήγηση βαρβιτουρικών. Στον δίσκο Enlightenment (1990) του Van Morrison μπορεί κανείς να τον ακούσει να συμμετέχει φωνητικά, μαζί με τον τελευταίο, στο τραγούδι "In The Days Before Rock'n'Roll", του οποίου τους στίχους συνέγραψαν.