Μούχασος, ο καμηλιέρης

Μούχασος, ο καμηλιέρης

Ο ΓΙΟΥΣΕΦ ΙΜΠΝ ΑΛ ΜΑΣΟΥΡ ανακαλύπτει, ψάχνοντας το οικογενειακό του δέντρο, πως είναι απόγονος του ελληνομαθούς Ιωάννη ιμπν Μασούρ, που γεννήθηκε μέσα στα πλούτη από επιφανή ορθόδοξη οικογένεια της Δαμασκού γύρω στο 675: εκείνου που έμεινε γνωστός ως Ιωάννης Δαμασκηνός[1] και είχε πει το περίφημο: «Πώς να μιλήσει κανείς για την ουσία του Θεού; Κάτι τέτοιο είναι αδύνατον!»
Μιλάμε για την εποχή όπου το χαλιφάτο των Ομμεϋαδών εξαπέλυε πολέμους ενάντια στο Βυζάντιο. Παράλληλα, επί Λέοντα του Τρίτου των Ισαύρων, η αυτοκρατορία σπαρασσόταν από την Εικονομαχία. Τότε ο Ιωάννης χρίστηκε ―λόγω μόρφωσης― πολιτικός υπεύθυνος της χριστιανορθόδοξης κοινότητας της Δαμασκού: σύντομα, όμως, απογοητευμένος από τα εγκόσμια, αποσύρθηκε ως ασκητής στον Άγιο Σάββα, ένα ορεινό, απομονωμένο καστρομονάστηρο της ερήμου, κάπου μεταξύ Ιορδάνη και Ιεροσολύμων. Αφοσιώθηκε στον Θεό και συνέθεσε εκκλησιαστική μουσική (μαζί με τον Κοσμά τον Μελωδό, που ήταν ετεροθαλής αδελφός του) τόσο υπέροχη, που του χάρισε για πάντα την προσωνυμία «Χρυσορρόας». Πέθανε όταν είχαν πια επικρατήσει οι Αββασίδες και η Συρία μοιράστηκε σε ηγεμονίσκους των νέων αστικών κέντρων, όπως το Χαλέπι και η Ράκα. Και, όταν πέθανε, θάφτηκε στο Αλ Σεΐκ Μασκίν.

—— ≈ ——

ΟΙ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ, σήμερα, ταυτίζουν τον αρχαιολογικό χώρο Αλ Σεΐκ Μασκίν με την τοποθεσία της αρχαίας ρωμαϊκής Νεάπολης, που είχε σχηματιστεί ως πόλη ήδη από τον 4ο αιώνα και είχε αποκτήσει κύρος επί βυζαντινής κυριαρχίας, το 517.[2] Eκεί ο Γιουσέφ Ιμπν αλ Μασούρ συναντά το όνομα του προγόνου του, ανάμεσα σε ατελείωτες νεκρικές επιγραφές με ρωμαϊκά ονόματα, πατρώνυμα και επαγγέλματα: Σεβήρος Ουαβιέλου, fossor,[3] Μάξιμος Βεεναίου, χαρτουλάριος,[4] Χάσετος Γερμανός, ημιρωμαϊκής καταγωγής απελεύθερος, Φίλιπος Χαυχάβου[5]...Ακολουθούν τα ελληνοποιημένα αραβικά ονόματα, και μαζί αυτό του προγόνου του: Ιωάννης ιμπν Μασούρ, αοιδός χρυσορρόας.
Λίγα βήματα πιο κάτω βλέπει χαραγμένα στο μάρμαρο ονόματα και πατρώνυμα ελληνίδων γυναικών: Ουλπία Γερμανού, Θοκειμή Μαλειχάθου, Μαλεχάθη Δίγνου, Αλεξάνδρα Σαλμέου, Αθηνοδώρα Γωζάλλα, Δόμνη Θεοφίλου, Αυδή Ναγάου, Σεβήρα Ανιανού, Αυρηλία Θαμαρή Ανάμου, κουβουκλαρία, Ομέα Οδενάθου...Πιο κάτω, με αναθηματικές τεφροδόχους ολόγυρα, συναντά ονόματα παιδιών, που πέθαναν την ώρα της γέννησής τους, ή στα δύο ή στα τρία τους χρόνια: Ταυρίνος Αλέου, θεοστεφής ημιγενής, Ανιανός Ραγαίλου και Θεόδοτος Έκτορος, αδελφοί νήπιοι, Μοσχίων Κλήμεντος, υιός ιερέως μεταστάς προ των έξ ετών, Σαουάδος Σαλίου, Δαγγέος Σαέρου και Μάναος Βάσσου, νεωκόροι, αποθανόντες εν λοιμώ, Αμβίβιλας Ασιατικού και Νόννος Ασιατικού, αδελφοί δύο, ετών πέντε, Ρούφος Μάγνου και Τιγράνης Αντιόχου, ετών μηδέν...Αυτά είναι τα αγοράκια. Παραδίπλα, υπάρχουν και κοριτσίστικα ονόματα: Όλπιον Ταυρίσκου, Αμέραθον Γονέμεννου...
Τελευταίον διαβάζει τον ατελείωτο κατάλογο των νεκρών ανδρών, με τα επαγγέλματά τους να αναγράφονται δίπλα: Μαλχίων και Βαιάνης, υιοί Φιλίπου, λουτροτρίπται,[6] Οσαίδελος υιός Φαχέλου, βαλανεύς ομοίως,[7] Μόκειμος υιός Θαίμου, σαγματοποιός,[8] Αβεδαδάδος Μοκίμου, αρτοποιός, Ασκληπιάδης υιός του Ίννου, σκυτοτόμος, Μούχασος υιός Ολπιανού, καμηλεύς, Ζηνόδωρος υιός Κλυμένου, πρωτεύων αλιεύς,[9] Φιλωναίος Κυνάγου, τσαγγάριος, Άνουνος Νιγρίνου, μυρεψός,[10] Σαλαμανής υιός του Αίμα, αδριαντοποιός, Αυξέντιος υιός του Συμβολίου, αρτοκόπος, Αρέθας του Σορέχου, ετράριος,[11] Γαύτος Ούρδου, βαρβαρικάριος,[12] Κατείνας Μολείμου, Αύθος Πρείσκου, Γάφαλος Μοεαίρου, τέκτων μαστωρ,[13] Αύσος Υρώδης, κογχυλεύς,[14] Ηλίας Ευτροπίου, Aυσάλλαθος Μαρίωνος και Σάδος Ζαιδάλου, εξάδελφοι αλιείς, μεταστάντες εν λιμώ σωτηρίω έτει...

—— ≈ ——

ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ, αργά, από το αρχαίο νεκροταφείο, ο Ιμπν αλ Μασούρ έχει χαραγμένο στο μυαλό του ένα όνομα που του έχει κάνει τεράστια εντύπωση: Μούχασος. Και το επάγγελμα εκείνου του μακρινού Μούχασου: «καμηλεύς», δηλαδή καμηλιέρης. Κάτι μέσα του του λέει πως δεν μπορεί: κάποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στους καμηλιέρηδες Βεδουίνους[15] και στον πρόγονό του, τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Μόνο που δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει επακριβώς τη σχέση, όπως κι εκείνος δεν μπορούσε να προσδιορίσει τη σχέση του ανθρώπινου νου με τον Θεό, γιατί δεν είχε καθαρή εικόνα Εκείνου.
Σκέφτεται πως, ίσως, κάποια σχέση υπάρχει με το άστρο της Βηθλεέμ. Με τις δοξασίες για τον προσανατολισμό των Μάγων προς την ουσία της ζωής. Διερωτάται μήπως αυτή είναι μια απολύτως εικονόδουλη στάση, κληρονομημένη από τον πρόγονό του.
Όμως, ο Ιμπν αλ Μασούρ είναι πάνω απ’ όλα ποιητής. Και, για έναν ποιητή, η απάντηση μπορεί να βρεθεί μόνο στους στίχους ενός ποιήματος.

—— ≈ ——

ΤΟΝ ΜΑΪΟ ΤΟΥ 2011 ο στρατός του Άσαντ προωθήθηκε στη Μουαντχαμίγια, στα δυτικά προάστεια της Δαμασκού κι εκατοντάδες άνθρωποι συνελήφθησαν επί τόπου. Όσοι, δε, στρατιώτες αρνήθηκαν να εκτελέσουν αντάρτες, αυτομάτως εκτελέστηκαν οι ίδιοι από τα αποσπάσματα του στρατού της περιοχής τους. Η εξαδέλφη του Γιουσέφ Ιμπν αλ Μασούρ, η Κριστίνα Σαμάρ αλ Τζαμπίρι, έμεινε να περιμένει μάταια για ώρες ολόκληρες στο γραφείο ανευρέσεως χαμένων συγγενών, ξέροντας πως δυο ξαδέλφια της είχαν σκοτωθεί από τους κυβερνητικούς. Η Κριστίνα πάντα ονειρευόταν μια όαση με δροσερό νερό. Ήξερε πως οι νεκροί βρίσκονταν κάπου εκεί δίπλα. Ήξερε πως οι νεκροί έμοιαζαν με τους εραστές, κι αυτό γιατί τα σώματά τους αιωρούνταν, σαν να μην υπήρχε βαρύτητα.
Η μουσουλμανική αδελφότητα των σουνιτών είχε κηρύξει πόλεμο κατά των σιιτών του Άσαντ, οι φοιτητές είχαν μαζευτεί στις πλατείες με ούτι και φλογέρες και ο Ιμπν αλ Μασούρ βγήκε κι αυτός στους δρόμους. Οι αστυνομικοί διέλυσαν τους διαδηλωτές και ο Άσαντ βρήκε πάτημα για να δικαιολογήσει τη δικτατορία του. Τον Νοέμβριο του 2014 το ISIS αποκεφάλισε τον Πίτερ Κάσιγκ και άφησε το ανατριχιαστικό βίντεο να προβληθεί από όλα τα τηλεοπτικά κανάλια του πλανήτη. Οι τζιχαντιστές βασάνισαν κι αποκεφάλισαν τον διεκεκριμένο εκείνον αρχαιολόγο που αρνήθηκε να δώσει πληροφορίες για την αρχαία Παλμύρα,[16] την ώρα που ο στρατός ανακαταλάμβανε το νεκροταφείο Αλ Σεΐκ Μασκίν και οι νεκροί σηκώνονταν από τους τάφους τους.


—— ≈ ——

ΣΗΜΕΡΑ, παραμονές Πρωτοχρονιάς του 2025, η Δαμασκός έχει περάσει στα χέρια των ανταρτών, και η κυβέρνηση Άσαντ έχει γκρεμιστεί σαν τραπουλόχαρτο. Ο δικτάτορας έχει δραπετεύσει στη Ρωσία, παίρνοντας μαζί του περίπου δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Οι ΗΠΑ διατηρούν, παρόλα αυτά, την περιοχή με τα πετρέλαια και η Ρωσία προς το παρόν δεν αφήνει τις βάσεις της στη Λαοδίκεια και την Ταρτούς. Ένας Θεός ξέρει τι περιμένει τη Συρία. Αυτή τη στιγμή, εξήντα χιλιάδες πρόσφυγες περπατούν καταμεσίς στη δημοσιά, κουβαλώντας μπατανίες,[17] δέματα, σάκους, σέρνοντας καρότσια με σκεύη και μωρά. Πότε πότε περνά σαν σίφουνας κάποιο αμάξι, κορνάροντάς τους για να κάνουν στην άκρη. Από τη ζέστη, κανείς τους δεν αντιδρά, κανείς δεν κάνει στην άκρη. Τα αμάξια φρενάρουν, οι οδηγοί βρίζουν. Όμως αυτοί εκεί, τον χαβά τους. Βαδίζουν αργά τυλιγμένοι στις κελεμπίες τους και κουβαλώντας τα υπάρχοντά τους, σαν να μην υπάρχει αύριο.
Στις συμπλοκές έχουν σκοτωθεί εξακόσιοι άνθρωποι, που τώρα έρχονται αργά από πίσω τους, σκιές που βγήκαν από την έρημο, και ψέλνουν σε αραμαϊκή διάλεκτο ένα αλλόκοτο θρηνητικό άσμα: Άλι Ντάρουις,[18] Σουλεϊμάν Χαμπίμπ, Πήτερ Χάνενμπερκ με τη σύζυγό του και τα τρία του παιδιά, Κουάζιμ αλ Χάλιντ, Αζίμ Χακίμ Μπαγκνταντί... Πίσω τους βαδίζουν, αθέατοι κι αυτοί, ο Ρουμανός Μάσσικα, ο Βέρσης Μαρκέλλου, ο Δανιήλ Σαγίου, ο Ζήνων Ζοβέδου, ο Ασκλάς Θαδδαίου, ο Μαρίνος Αρχελάου, ο Ούρος Μολέμου, ο Μόνιμος Μαζαβάνου, ο Ώτερος Ανώβου, ο Οβέσανθος Ροέου, ο Ζοβεδάνης ο γιος του Ζαμάργηδος, ντυμένοι τους ρωμαϊκούς χιτώνες τους και κρατώντας τις σποδούς των παιδιών τους σε όμορφες τεφροδόχους, διαφανείς, που γράφουν πάνω τα ονόματα των βρεφών: Αμβίβιλας Ασιατικού και Νόννος Ασιατικού, αδελφοί δύο, ετών πέντε, Ρούφος Μάγνου και Τιγράνης Αντιόχου, ετών μηδέν.
Ο ποιητής Γιουσέφ Ιμπν αλ Μασούρ ακολουθεί πεζός τους πρόσφυγες, σηκώνοντας το δεξί χέρι για να προφυλάξει τα μάτια από τον αντικατοπτρισμό που κάνει ο ήλιος στην άσφαλτο και σιγοτραγουδώντας το ίδιο ελεγειακό τραγούδι και συνθέτοντας ένα ποίημα. Κι αυτός, όπως κι η εξαδέλφη του η Κριστίνα, χρόνια τώρα ονειρεύεται μια όαση με δροσερό νερό. Είναι αναπόφευκτο: ex imaginatione fit opinio.[19]

Κάποια στιγμή, κοντοστέκεται. Στρέφει και κοιτάζει πίσω του.

Από το βάθος, μισοσβησμένος από τη γυαλάδα και τη θολούρα του ήλιου, καθισμένος μπροστά από την καμπούρα της δρομάδας καμήλας του, με τη μέση του να στρέφεται νωχελικά στο τριπόδισμα του ζώου, έρχεται ο Μούχασος, ο καμηλιέρης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: