Χίλια μύρια κύματα ...

Χίλια μύρια κύματα ...

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος (1937-2024) υπήρξε αναμφίβολα, ως στιχουργός, ένας από τους σημαντικούς αιμοδότες της ελληνικής τραγουδοποιίας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Το κορύφωμα της στιχουργικής συνεισφοράς του ορίζεται από μια δεκαπενταετία που έχει ως σημείο εκκίνησης το πρωτοφανέρωμά του το 1963. Ίσως δεν είναι γνωστό το γεγονός ότι ο λογοτέχνης ξεχώριζε την ποίηση που είχε υπογράψει από τους στίχους του που έγιναν τραγούδια, μολονότι τα διακρίνει όλα η ίδια γλώσσα, η ίδια κοινή λογική, η ίδια ιδεολογία. Όπως έχει δηλώσει «Τα τραγούδια μου ακουμπάνε γερά, όσο μπορώ, και όσο μπορώ να έχω αυτού του είδους την ευαισθησία, πάνω στα κοινά θέματα της ποίησης, είτε αυτά είναι λαϊκά θέματα, είτε είναι λόγια θέματα: ο έρωτας, ο θάνατος, η μοναξιά, η εγρήγορση. Αυτά είναι τα θέματά μου».
Επομένως είναι λάθος να αναφερόμαστε στα μελοποιημένα ποιήματα του Κώστα Γεωργουσόπουλου, γιατί τέτοια δεν υπάρχουν, αλλά για τους μελοποιημένους του στίχους· αυτούς που τεκμηριώνονται στην ελληνική δισκογραφία. Το όνομά του πρωτοεμφανίζεται στη δισκογραφία το 1963. Εκδόθηκε τότε δίσκος 45 στροφών ο οποίος περιείχε τα τραγούδια «Απάνω στο τιμόνι» και «Γύρισε ξανά» με τη μουσική υπογραφή του Γιάννη Μαρκόπουλου και την ερμηνευτική υπογραφή της Βούλας Πάλλα, ιέρειας, τότε, των ινδοπρεπών τραγουδιών. Η αισθητική των τραγουδιών αυτών ήταν μεν λαϊκή, αλλά συνάμα ήταν συγγενική με αυτήν του Νέου Κύματος, που έμελλε να κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια. Και το Νέο Κύμα υπηρετούσαν τα τραγούδια σε στίχους του που εμφανίστηκαν δισκογραφημένα τα επόμενα χρόνια, αρχής γενομένης με τα «Μια φυσαρμόνικα» και «Στάσου λίγο», τα οποία επίσης εκδόθηκαν σε δίσκο 45 στροφών, το 1965, με μουσική του Γιάννη Σπανού και ερμηνεύτρια την Καίτη Χωματά. Ειδικά το «Μια φυσαρμόνικα» προκάλεσε αίσθηση γιατί είναι ένα πολύ όμορφο, τρυφερό τραγούδι που δύσκολα λησμονιέται. Ακολούθησαν και άλλα τραγούδια στην αισθητική εκείνης της ανεπανάληπτης εποχής, με μουσικές του Μαρκόπουλου και του Σπανού, αλλά και του Γιώργου Κοντογιώργου και του Βασίλη Κουμπή, με ερμηνευτές την Καίτη Χωματά, την Αρλέτα, τον Μιχάλη Βιολάρη, τη Μαίρη Δαλάκου, τη Σούλα Μπιρμπίλη, τον Σταμάτη Κόκοτα, τον Γιώργο Μαρίνο και τον Δημήτρη Μητροπάνο. Ναι τον Δημήτρη Μητροπάνο! Ήταν το 1968, όταν εκδόθηκε σε δίσκο 45 στροφών το τραγούδι «Όταν κλαίει ένας άντρας» με μουσική του Βασίλη Κουμπή και ερμηνευτή τον Μητροπάνο, αν όχι στην πρώτη, σίγουρα σε μια από τις πρώτες ηχογραφήσεις του. Ήταν ένα λαϊκό ζεϊμπέκικο, από αυτά που καθιέρωσαν αργότερα τον λαϊκό τραγουδιστή· τέσσερα τετράστιχα χωρίς επωδό. Ιδού ενδεικτικά το πρώτο

Όταν κλαίει ένας άντρας
άσ’ την πόρτα σφαλιστή
μην τρυπώσει ξένο μάτι
μες την κάμαρη και δει

Η καριέρα του στιχουργού Κώστα Γεωργουσόπουλου τελείωσε ουσιαστικά, στα τέλη της δεκαετίας 1960-1970. Η σκυτάλη παραδόθηκε τότε σε έναν άλλο στιχουργό με άλλη ιδεολογία και άλλες προθέσεις: τον Κ. Χ. Μύρη. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στα πρώτα χρόνια της περίλαμπρης και ζηλευτά καρποφόρας διαδρομής του συνήθιζε να χρησιμοποιεί ψευδώνυμα για να κρύψει τις άλλες, τις ήδη γνωστές ιδιότητές του, ώστε να μην επηρεάζονται οι αποδέκτες των μηνυμάτων που εξέπεμπε από τις ιδιότητές του αυτές. Έτσι όταν εμφανίστηκε ως χρονογράφος με το ψευδώνυμο Πορφύριος, έκρυβε με αυτό από τους αναγνώστες του τις άλλες ιδιότητές του. Εισέπραττε έτσι τις αντιδράσεις που προκαλούσαν τα γραφτά του, από αυτήν και μόνο την ενασχόλησή του και όχι συνδυαστικά με τις άλλες του.
Όταν λοιπόν ετοίμαζε με τον Γιάννη Μαρκόπουλο το Χρονικό, το πρώτο σπουδαίο και ολοκληρωμένο στιχουργικό έργο του, επινόησε το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης. Με αυτό έστειλε τους στίχους του στη λογοκρισία και το κράτησε έκτοτε και ως γουρλίδικο, αλλά και για το συμβολισμό που εμπεριέχει.
Το Κ. Χ. Μύρης υποδηλώνει το δισυπόστατο του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού. Αυτό που ήταν πραγματικά ο Καβαφικός Μύρης – «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.» είναι, θυμίζω, ένα από τα αναγνωρισμένα ποιήματα του Αλεξανδρινού· ποίημα που γράφτηκε το 1929. Το ψευδώνυμο Μύρης εκφράζει απολύτως την ιδεολογία του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Όπως έχει και ο ίδιος πει είναι τα δυο του πόδια. Το ένα ακουμπάει στην Ανατολή, το άλλο στη Δύση. Το ένα ακουμπάει πάνω στον τάφο του Απόλλωνα, το άλλο πάνω στον τάφο του Διόνυσου. Το Κ του ψευδωνύμου, αποτελεί ασφαλώς το αρκτικόλεξο του Κώστας, ενώ το Χ το αρκτικόλεξο του ονόματος του πατέρα του, που ήταν Χρήστος. Ήταν και αυτός εκπαιδευτικός...
Ως Κ. Χ. Μύρης εμφανίζεται στη δισκογραφία συνεργαζόμενος σε κύκλους τραγουδιών με τον Γιάννη Μαρκόπουλο [Χρονικό, Ιθαγένεια, Σειρήνες], την Ελένη Καραΐνδρου [Η μεγάλη αγρυπνία], τον Γιάννη Ν. Ζουγανέλη [Ατρείδες], και σε μεμονωμένα τραγούδια συνεργαζόμενος μεταξύ άλλων με τον Νίκο Ξυδάκη, τον Χρήστο Θηβαίο, τον Θανάση Νικόπουλο, τον Κώστα Λειβαδά, τον Βασίλη Δημητρίου και τον Μίκη Θεοδωράκη. Κάποιοι από αυτούς, όπως ο Λειβαδάς και ο Δημητρίου, μελοποίησαν μεταφράσεις του αρχαίων κειμένων. Ειρήσθω εν παρόδω, η συνεργασία του με τον Μίκη Θεοδωράκη επεκτάθηκε και στη μελοποίηση αποσπασμάτων τραγωδιών, σε απόδοση στα νεοελληνικά, που κόσμησαν παραστάσεις αρχαίου δράματος.
Κορύφωμα των συνεργασιών που προμνημονεύτηκαν αποτελεί το τρίπτυχο Χρονικό-Ιθαγένεια-Μεγάλη Αγρυπνία, το οποίο άνθισε από τον ποιητικό λόγο του Κ. Χ. Μύρη και επιβεβαιώνει ευτυχισμένες πραγματικά στιγμές όλων των εμπλεκομένων. Και σε αυτό αξίζει εκτενέστερη αναφορά. Όπως δηλώνει ο ίδιος ο πλαστουργός του λόγου, προσπάθησε με τους στίχους του εκείνης της εποχής να σκιαγραφήσει την τραυματική περιπέτεια του Ελληνισμού. Στίχοι και μουσικές των τριών αυτών έργων πλάστηκαν κατά την πενταετία 1967-1972. Μια πενταετία δύστηνη για την Ελλάδα, που ζούσε υπό την ανελευθερία που είχε επιβάλει η Χούντα των Συνταγματαρχών.

Το Χρονικό αποτέλεσε ένα νέο ξεκίνημα και για τους δυο δημιουργούς του, αλλά και για τους δυο ερμηνευτές του. Ο στιχουργός αρχίζει να χαρτογραφεί την επώδυνη πορεία του Ελληνισμού, εστιάζοντας σε αυτό στον 20ο αιώνα – φανερό από τις χρονολογίες που συνοδεύουν τους περισσότερους από τους στίχους του για αυτό. Ο συνθέτης-τραγουδοποιός εφαρμόζει σε αυτό για πρώτη φορά ολοκληρωμένα το πολυσυζητημένο μουσικό του δόγμα-όραμα «επιστροφή στις ρίζες». Οι δυο του τραγουδιστές, ο Αρχάγγελος της Κρήτης Νίκος Ξυλούρης και η εκφραστικότατη Μαρία Δημητριάδη – ως Μαίρη αναφέρεται στην πρώτη έκδοση – για πρώτη φορά αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας τέτοιο ερμηνευτικό φορτίο. Και τα κατάφεραν θαυμαστά. Ήσαν πραγματικά υπέροχοι, μοναδικοί. Σύμφωνα με το ιστορικό του έργου, η δημιουργία του άρχισε τον Μάρτη του 1967 με σκοπό να παρουσιαστεί στο Μουσικό Αύγουστο εκείνης της χρονιάς στον Λυκαβηττό. Ο αρχικός πυρήνας ήταν 8 τραγούδια. Λίγο πριν την 21η Απριλίου πρόβαρε τα τραγούδια η Μαρία Φαραντούρη. Με το πραξικόπημα ανατράπηκαν οι σχεδιασμοί. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος έφυγε στο Λονδίνο, την Ελλάδα εγκατέλειψε και η Μαρία Φαραντούρη. Ο Μαρκόπουλος είχε μαζί του μια πρόχειρη μαγνητοφώνηση - πιάνο και φωνή, τραγουδούσε ο ίδιος – από την οποία το άκουσαν πολλοί Έλληνες που είχαν καταφύγει στην Ευρώπη, όπως η Ασπασία Παπαθανασίου, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Τάκης Λαμπρίας, ο Βασίλης Βασιλικός. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα ο Μαρκόπουλος το 1970, το έργο συμπληρώθηκε με 4 τραγούδια: το «π.Χ.» (Το τραγούδι του Προμηθέα, όπως πληροφορεί ο στιχουργός, όπου τρεις σταυρώνουν τον Τιτάνα· ο δε τίτλος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο προ Χριστού και το παραδείγματος Χάριν), «Τα Λιονταρόπουλα» (ένα νανούρισμα το οποίο ο Κώστας Γεωργουσόπουλος αφιέρωσε στην κόρη του, που είχε γεννηθεί εκείνη τη χρονιά), το «Καφενείον η Ελλάς» και το «Πως να τραγουδήσω», που προοριζόταν για τελευταίο του κύκλου· ως «Τελευταίο μέρος» μνημονεύεται στη δισκογραφική έκδοση. Το ολοκληρωμένο πλέον έργο με τα 12 τραγούδια υπεβλήθη στην παντοδύναμη τότε λογοκρισία, η οποία το επέστρεψε με την ένδειξη «απαγορεύεται» σε δυο από τα τραγούδια του: Τα «Μια νύχτα στα Μεσόγεια» ―ωραίο ζεϊμπέκικο― και «1945 – Σαν τέλειωσε ο πόλεμος». Τα δυο αυτά τραγούδια συμπεριελήφθησαν στην επανέκδοση του έργου πολύ αργότερα στη μορφή του δίσκου ακτίνας, στην πρωτόλεια μορφή τους, αυτή του οδηγού – πιάνο, φωνή. Εν τω μεταξύ, ο Γιάννης Μαρκόπουλος είχε εντοπίσει τον Νίκο Ξυλούρη και τον είχε πείσει να συμμετέχει στην ηχογράφηση του έργου. Το έργο εκδόθηκε δισκογραφημένο στα τέλη του 1970. Η ανταπόκριση ήταν απροσδόκητη. Προφανώς συνέβαλαν σε αυτό και οι ερμηνείες του Χρονικού στη δημοφιλή μπουάτ «Λήδρα», στην οποία κάθε βράδυ συνέρρεαν πλήθη φοιτητών, ανήσυχων πολιτών και διανοούμενων. Μπορεί το «Καφενείον η Ελλάς» να ξεσήκωνε τους ακροατές με τον επικό και στροβιλιστικό του χαρακτήρα, αλλά όλα τα τραγούδια προκαλούσαν αυθόρμητη συγκίνηση και ενθουσιασμό με τους ρωμαλέους στίχους τους και τη γνήσια ελληνική μουσική τους: Στίχοι ενδεικτικοί από το δεύτερο τραγούδι του κύκλου «1922 (Στους χρόνους της καταστροφής)»

Στους χρόνους της καταστροφής
εικοσιδυό και πέρα
φονιάδες παραμόνευαν
το γέρο μου πατέρα.

Οι τοίχοι γέμιζαν αυτιά
οι νύχτες κρύα μάτια
οι πόρτες κρύβανε φωνές
σκιές τα σκαλοπάτια.

Είναι να απορεί, πάντως, κανείς, πως το επέτρεψε αυτό η λογοκρισία…

Μύρης και Μαρκόπουλος συνειδητοποίησαν, μετά από την αναπάντεχη επιτυχία, την υποχρέωση της συνέχειας. Και αυτή ήρθε φυσιολογικά και αβίαστα. 1972. Μέσα σε αυτή τη χρονιά πλάστηκε, ηχογραφήθηκε και δισκογραφήθηκε η Ιθαγένεια. Οι στιχουργικές αναζητήσεις του Κ. Χ. Μύρη εκτάθηκαν, εν προκειμένω, σε ένα ευρύτερο φάσμα, ιστορικό και γεωγραφικό του Ελληνισμού ―ποιος ποιητής δεν θα ζηλέψει αυτούς τους στίχους του;― ο Γιάννης Μαρκόπουλος βρισκόταν εκείνη την εποχή σε ένα διαρκή δημιουργικό πριαπισμό, η φωνή του Ψαρονίκου, που σήκωσε όλο το βάρος της ερμηνείας, εξ ουρανού πορεύτηκε. Συγκλονιστικά αποκαλυπτική ήταν πραγματικά η ερμηνεία του. Άξια συνοδοιπόρος, όπου και όταν χρειάστηκε, η Μέμη Σπυράτου. Εννέα πυρακτωμένα τραγούδια, εμφανίστηκαν σε μια εποχή προάγγελο έντονων πολιτικοκοινωνικών εκρήξεων, και έγιναν λάβαρο, έγιναν σύνθημα, έγιναν φλόγα έτοιμη να βάλει φωτιά στη θρυαλλίδα. Ένα ακόμη εμβληματικό για την ελληνική τραγουδοποιία έργο είχε γεννηθεί. Λόγος, δωρικός όσο ποτέ, που αφουγκράζεται τους αρχαίους τραγικούς, και μουσική, γήινη και ουράνια όσο ποτέ, που νοιώθει την ανάσα και του Πάνα και του Απόλλωνα, συνδυάστηκαν ιδανικά για να σμιλέψουν μικρές αδαμάντινες ψηφίδες που ανασύνθεσαν την ουσία της έννοιας "Ελληνισμός", μέσα στη χωροχρονική και πολιτισμική του διάσταση. Όποιος διαλέξει ένα από τα τραγούδια του κύκλου, ως το καλύτερο, από το αρχικό «Γεννήθηκα», μέχρι το καταληκτικό «Τη μέρα της Πεντηκοστής», πιστεύω ότι αδικεί όλα τα άλλα. Σε όλα αυτά, ας μου επιτραπεί να προσθέσω, γιατί αξίζει η αναφορά, κάποια από τα ονόματα των μουσικών που συμμετείχαν στην ηχογράφηση-ερμηνεία, καταθέτοντας όλη τη δεξιότητα και κυρίως την ευαισθησία τους: Δεσποτίδης, Διακογιώργης, Φάμπας, Τενίδης, Στεφανίδης, Γιάννης Ξυλούρης, Καρνέζης, Γκίνος, Ταχιάτης, Ροδουσάκης… Αυτοί που ξέρουν, αναγνωρίζουν φαντάζομαι μια μικρή μουσική «Εθνική Ελλάδας» της εποχής. Και τι να πει κανείς για το φιλοτεχνημένο από τον μεγάλο Δημήτρη Μυταρά εξώφυλλο!

Ίδια χρονιά ήταν, 1972, όταν η μουσική της Ελένη Καραΐνδρου, συναντήθηκε με τους στιχουργικούς παλμούς του Κ. Χ. Μύρη. Γεννήθηκε έτσι η Μεγάλη αγρυπνία. Οι ευαίσθητοι στίχοι κουβαλούσαν τη γνωστή ελληνικότητα του δημιουργού, που σε χρόνους χαλεπούς, αποκτούσε άλλη δυναμική. Λιγότερο αλληγορικοί από αυτούς που γράφτηκαν για το Χρονικό και την Ιθαγένεια, αλλά πάντα διεγερτικοί, εύγλωττα υπαινικτικοί και εμφορούμενοι από πίστη και αγωνιστικό πνεύμα. Ήταν η πρώτη ολοκληρωμένη μουσική κατάθεση της Ελένης Καραΐνδρου και η αδιαπραγμάτευτη πρώτη τεκμηρίωση των εξαιρετικών χαρισμάτων της. Οι ήχοι και οι ρυθμοί γνήσια ελληνικοί, ισορροπούν με σιγουριά ανάμεσα στο έντεχνο και το παραδοσιακό, διαθέτοντας εθνομουσικολογικά χαρακτηριστικά, ταίριαξαν ζηλευτά με τα λόγια· η εθνομουσικολογία, θυμίζω, αποτελεί ένα από τα ιδιαίτερα γνωστικά αντικείμενα της Ελένης. Τα τραγούδια απογείωσε με τις επικές, στιβαρές ερμηνείες της η Μαρία Φαραντούρη, που για πρώτη φορά «απατούσε» σε ολοκληρωμένο έργο τον Μίκη Θεοδωράκη. 10 τα τραγούδια ―αγαπημένα το «Τα Ελληνόπουλα» και το «Αντινανούρισμα» ―, 10 και οι χαρές του ακροατή που μπόρεσε να εκτιμήσει την πραγματική αξία του έργου. Μέχρι την προσφορά του, με τη μορφή του καταναλωτικού αγαθού, το έργο είχε και τη δική του μικρή περιπετειώδη ιστορία. Τη συνοψίζει με τα ποιητικά λόγια της η τραγουδοποιός: «Οι στίχοι και η μουσική της "Μεγάλης αγρυπνίας” γράφτηκαν το 1972 για να τραγουδηθούν από τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, τη φορτωμένη μνήμες σκληρές. Η ηχογράφηση της ορχήστρας έγινε στην Αθήνα κι ανταμώθηκε με τη φωνή της Μαρίας στο Studio Apple του Λονδίνου, το '73 σε μέρες οργής». Το ηχογράφημα, με εξώφυλλο ζωγραφισμένο από τον μοναδικό Γιάννη Τσαρούχη, εκδόθηκε τελικά το 1975 και μάλλον αδικήθηκε από τη δισκογραφική υπερπαραγωγή εκείνης της εποχής. Η Μεγάλη Αγρυπνία αποτέλεσε τον μοναδικό κύκλο τραγουδιών της Ελένης Καραΐνδρου αφού αυτή αφοσιώθηκε έκτοτε στη σύνθεση μουσικής για τον κινηματογράφο, το θέατρο και την τηλεόραση, τομείς στους οποίους αναμφίβολα μεγαλούργησε.

Κώστας και Ελένη, όμως, συναντήθηκαν μιαν ακόμη φορά. Τόσο διαφορετική αυτή… Ήταν το 1990. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος ετοιμάζοντας την επόμενη ταινία του, «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», ζήτησε από την Ελένη, μόνιμη συνεργάτιδά του πλέον, ένα λαϊκό τραγούδι. Ο Κώστας της έδωσε στίχους αποστασιοποιημένους από τον ελληνοκεντρισμό που χαρακτήριζε τους μέχρι τότε δικούς του, η Ελένη τους χάρισε γνήσια λαϊκή μουσική και ο Έρωτας έγινε … Πανσέληνος. Ένα πανέμορφο, συγκλονιστικό, σπαραχτικό ερωτικό τραγούδι, με τις στροφές και την επωδό του, στο ρυθμό του γοργόρυθμου τσιφτετελιού, που ευτύχησε να έχει ερμηνεύτρια τη Χαρούλα Αλεξίου. Στίχοι, απέριττοι κι αυθεντικοί, που θα τους ζήλευε ο Μάρκος Βαμβακάρης, μουσική ανεπιτήδευτα λαϊκή, που θα τη ζήλευε ο Βασίλης Τσιτσάνης.

Με σκλάβωσες, με λάβωσες και θέλω να πεθάνω
για να 'χω τη λαβωματιά
στον κάτω κόσμο συντροφιά
και να ποθώ παράφορα τον κόσμο τον απάνω.

«Πανσέληνος ο Έρωτας»

Αχ! Γιατί να μην γράφονται πια σήμερα τέτοια τραγούδια…

Αναφερόμενος στον Κώστα Γεωργουσόπουλο και την προσφορά του στο ελληνικό τραγούδι οφείλω να μνημονεύσει έναν ακόμη στιχουργό… Μια στιχουργό πιο σωστά! Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι ο Κώστας Γεωργουσόπουλος έχει εμφανιστεί ως στιχουργός και με γυναικείο ψευδώνυμο; Τους στίχους τους οποίους έγραψε για τα τραγούδια που συνέθεσε ο Γιάννης Σπανός για το περίφημο παιδικό θεατρικό έργο Ο Μορμόλης – 1973 θυμίζω, Θέατρο Πόρτα, Παιδική σκηνή Ξένιας Καλογεροπούλου – τους στίχους λοιπόν για τον Μορμόλη τους υπέγραψε με το όνομα Εύα Κυριαζή!!! Είχε γεννηθεί, πριν λίγα χρόνια, η μοναχοκόρη του Εύα, της αφιέρωσε, ως καλός πατέρας, τους στίχους, πήρε το όνομά της, πήρε και το πατρικό όνομα της μητέρας του, που ήταν Κυριαζή, και έτσι έπλασε την Εύα Κυριαζή!!! Και αυτό γιατί δεν επιθυμούσε να εμπλακεί η νέα του αυτή ιδιότητα, του στιχουργού παιδικών τραγουδιών, δηλαδή, με τις άλλες κύριες ιδιότητες με τις οποίες είχε καθιερωθεί: του ποιητή, του διανοούμενου στιχουργού, του κριτικού και του μεταφραστή. Και στην επόμενη ανάλογη περίπτωση υπέγραψε ξανά ως Εύα Κυριαζή. Πέντε χρόνια αργότερα συνέβη αυτό. Πάλι για την Παιδική σκηνή της Ξένιας Καλογεροπούλου, οι στίχοι του έγιναν τραγούδια από τον Νίκο Κυπουργό για το θεατρικό έργο Μιχάλης ο Σφυρίχτρας.

Είτε ως Κώστας Γεωργουσόπουλος, είτε ως Κ. Χ. Μύρης, είτε ως Εύα Κυριαζή, ο στιχουργός δεν επαναλαμβανόταν, δεν επαναπαυόταν, αλλά συνέχιζε ακαταπόνητος να χαρίζει απλόχερα τη σοφία του μυαλού του και την ευφορία του σαγηνευτικού, απολαυστικού, περιούσιου λόγου του. Όπως άλλωστε στην κάθε μορφή με την οποία η παρουσία του στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό ήταν αδιαλείπτως αισθητή μέχρι το τέλος. Θα λείψει σίγουρα, μια και ήταν μοναδικός.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: