Πριν από πολλά χρόνια, στις αρχές αυτού του αιώνα, ανάμεσα σε ποικίλες αναδρομικές δημοσιεύσεις μου, ήταν και τρία κείμενα που αναφερόταν στον Καβάφη.1
Το πρώτο ήταν παρουσιάσεις βιβλίων του Δάλλα περί Καβάφη, το δεύτερο αναφερόταν σε μία επιστολή του Ρεμπό που προφητεύει ότι το μέλλον της ποίησης θα είναι ελληνικό, ενώ το τρίτο παράθετε ακαριαίες σκέψεις μου διαβάζοντας και τα 154 ποιήματα του κανόνα. Όχι τα άλλα. Με μεγάλη αμηχανία τόλμησα τώρα να τα ξανακοιτάξω, πολύ πεταχτά ―για να επανέλθω ούτε λόγος― αλλά και να διαπιστώσω, κολακευμένος είναι η αλήθεια, κάτι που μου είχε διαφύγει στο παρελθόν: κάτι ανάλογο είχε κάνει και ο Ιωάννου ―αλλά για μερικά από τα ποιήματα ωστόσο― και ότι συμφωνώ σχεδόν με όλα όσα έλεγε, όπως ας πούμε ότι το «Θερμοπύλες» είναι ποίημα για σχολικά εγχειρίδια. Βέβαια τώρα που οι καβαφικές σπουδές έχουν πάρει ασύλληπτες διαστάσεις ―το ασύλληπτες, όπως γνωρίζουν οι πάντες, δεν είναι υπερβολή― το ποίημα αυτό αντιμετωπίζεται εντελώς διαφορετικά.2
Δεν θα ήθελα να ισχυριστώ, φυσικά, ότι είμαι… κάτοχος των σπουδών αυτών. Ούτε κατά διάνοια. Προσπαθώ να ενημερώνομαι αλλά εις μάτην. Τείνουν να αποτελέσουν πια φιλολογική ειδικότητα.
Η εποχή που γράφτηκε το τρίτο ήταν κάτω από απρόσμενες συνθήκες, τότε που περνούσα πολλές υπηρεσιακές ώρες σε κάτι κτίσματα, πρώην παράγκες που τις συμμάζεψα, στη βόρεια μεριά της αυλής του Γενί Τζαμί της Θεσσαλονίκης, μιας αυλής γεμάτης με σαρκοφάγους και βωμούς και με μια αχλαδιά δεξιά από την είσοδο του τζαμιού που άνθιζε πάντα στην εποχή της. Ανελλιπώς. Από την νότια μεριά της αυλής υπήρχαν ανάλογα κτίσματα γεμάτα με ευρήματα από ανασκαφές δύο, χαμένων τώρα, αρχαιολόγων ξένων σχολών (Bernard Hänsel, Kenn Wardle).3
Παλιά, για δεκαετίες, ήταν γραφεία αρχαιολόγων (Μακαρόνας, Ανδρόνικος κ.ά.).
Το τζαμί αυτό, όπως είναι γνωστό, κτίστηκε από τον Iταλό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι το 1902 για τους εξισλαμισμένους εβραίους της πόλης (ντονμέδες). Το κτήριο, σε συνδυασμό με τα λίθινα ―από μάρμαρο φαιό χονδρόκοκκο, μάλλον Κουφαλίων, τα περισσότερα― της αυλής και τα παλιά κτίσματα, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι αποπνέει μία ατμόσφαιρα καβαφική, ίσως και Αλεξάνδρειας. Μία ατμόσφαιρα επιτυμβίων, δηλαδή ανθρωπίνων σχέσεων και αποχωρισμών, που με οδήγησε σε ένα ανάλογο προσωπικό ποιητικό χώρο. Την ατμόσφαιρα των μεγάρων εκτός του τοίχου της αυλής σε μία περιοχή που στο παρελθόν είχε μονώροφα και διώροφα με λουλούδια και οπωροφόρα, δεν θα ήθελα να την χαρακτηρίσω. Μόνο παρήγορο γεγονός οι φωνές των παιδιών στα διαλείμματα του απέναντι δημοτικού, νομίζω Πρότυπου της Παιδαγωγικής Ακαδημίας.
Τώρα που θυμάμαι ξανά εκείνα τα τρία κείμενα και ειδικότερα το δεύτερο και υπό την επήρεια μερικών από τα κείμενα της άνευ ορίων καβαφικής φιλολογίας, σκέφτομαι τα εξής:
Όπως λέει ο πρόσφατα χαμένος Μιχάλης Γκανάς «Αν πέθαινε πριν τα σαράντα του κανένας δεν θα μιλούσε σήμερα γι΄ αυτόν».4 Θα ήταν, θα συμπλήρωνα, ένας καλός παρνασσιακός ποιητής. Του αποδόθηκαν κατόπιν διάφοροι ―ισμοι5 όμως εντέλει καθιερώθηκε, ύστερα από την παρέμβαση του Σεφέρη και τον παραλληλισμό του με τον Έλιοτ, ως ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του μοντερνισμού. Σε αυτό συνέβαλαν αποφασιστικά οι έγκαιρες μεταφράσεις στα αγγλικά και η φιλία του με τον Forster.
Ο Jeffreys θεώρησε το έργο του έργο παρακμής. Αντίθετα η Βασιλειάδου.6 Εγώ θα σας παραπέμψω σ΄εκείνη την επιστολή του Ρεμπό (βλ. το δεύτερο από τα κείμενά μου που ανάφερα). Τον Καβάφη θα εννοούσε σίγουρα ο Ρεμπό.
Όμως σε τι συνίσταται η, θα την έλεγα έτσι, ποιητικότητα του έργου του Καβάφη; Θα πρότεινα: 1) Στην εικονοποιία ( βλ. και Jeffrys, εδώ υποσ. 6), δηλαδή στην αναφορά σε υπαρκτά έργα τέχνης, σε αναμνήσεις εικόνων από πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν κάποτε ή είναι φανταστικά, στις εικόνες που γεννά η φαντασία του αναγνώστη. 2) Στον συνδυασμό μέτρου, συμφώνων, φωνηέντων και λέξεων του οποίου το επόμενο βήμα πλέον είναι η μουσική. Ιδιαίτερα στην ομάδα των «ηδονικών», όπως τα χαρακτήρισε ο εξαίρετος, ας μου επιτραπεί, Καψωμένος (βλ. εδώ υποσ. 5). Ο συνδυασμός αυτός είναι αβίαστος. Όπως μία αναπνοή. Π.χ.: «Ωραία λουλούδια και άσπρα ως ταίριαζαν πολύ». Τροχαϊκό το μέτρο στο πρώτο μισό, ιαμβικό στο δεύτερο αλλά ίσως και αναπαιστικό. Τα άλφα. Η χρήση του άσπρα αντί λευκά ―που θα περίμενε κανείς― και για λόγους ξαφνιάσματος του αναγνώστη και για να αυξηθούν τα άλφα.
[ Καλοκαίρι/Φθινόπωρο 2024 ]
1. Τάκης Γραμμένος, Αναδρομή, University Studio Press, 2000. Τα τρία κείμενα:
― Νέα βιβλία του Δάλλα για τον Καβάφη https://drive.google.com/file/d/1ZPBa2yildA6mfUgj5gUxJJPpK5EoRflJ/view?usp=sharing
― Για τον Κ. Π. Καβάφη https://drive.google.com/file/d/1N_7ouUfITMLqD3QmmdeAuP6iXHD2DKuV/view?usp=sharing
― Σχόλια στα ποιήματα του Καβάφη https://drive.google.com/file/d/1WawDQIvgk4F2W8i4oZI--GRQUUq8h5oU/view?usp=sharing
2. Γιώργος Ιωάννου, Ο της φύσεως έρως, Κέδρος 1985, 65-68.
3. Το κενό που αναφέρω στην αρχή, ότι δηλαδή τα καβαφικά ποιήματα χρειάζονται περισσότερα και πλουσιότερα σχόλια, φαίνεται ότι τώρα έχει καλυφθεί: D. Mentelsohn, C.P. Cavafy, Complete Poems, Harper Press, 2013 και Δ. Δημηρούλης (επιμ.), Κ.Π. Καβάφης, Τα Ποιήματα, Δημοσιευμένα και αδημοσίευτα, Gutenberg, 2015. Ευχαριστώ τον Δημήτρη Τζιόβα, τον Γιώργο Κοροσίδη και την Λίνα Καραμπίνη-Ιατρού.
4. Ποιητική,
τχ. 33, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2024, 6
5. Ε. Καψωμένος, Η ποίηση και η ποιητική του Κ.Π. Καβάφη, Εταιρεία Κρητικών Σπουδών, Ίδρυμα Καψωμένου, 14 Μάιος 2013 (βλ. διαδίκτυο).
6. P. Jeffrys, Reframing Decadance: C.P. Cavafy’s Imaginary Portraits, Cornell University Press, 2015.
(P. Jeffrys, Στο κάδρο της παρακμής. Φανταστικά πορτρέτα του Κ.Π. Καβάφη, μτφρ. Λαμπρινή Κουζέλη, Παν. Εκδ. Κρήτης, 2024).
Μάρθα Βασιλειάδη, Ο Κ.Π. Καβάφης και η λογοτεχνία της παρακμής, μτφρ. από τα γαλλικά Τιτίκα Καραβία, Gutenberg, 2018 (επικαιροποιημένη δ.δ.).