Τhe banshees of inershin (Martin McDonagh, 2022)
«Σε μια σχέση ο ένας φοβάται να χάσει τον άλλο και ο άλλος φοβάται να χάσει τον εαυτό του.» εξηγεί η Βελγο-αμερικανή ψυχοθεραπεύτρια Έστερ Πέρελ γνωστή για την ακούραστη μελέτη της στις ανθρώπινες σχέσεις. Aν και η φράση της αυτή αναφέρεται στα ερωτικά ζευγάρια, μοιάζει να ταιριάζει γάντι στη φιλική σχέση του Πάντρικ και του Κολμ. Με τα
Πνεύματα του Ινισέριν, o Μάρτιν ΜακΝτόνα παραδίδει μια ταινία δραματική και κωμική μαζί έτσι όπως οι δύο τούτες φύσεις της τέχνης μπορούν να συναντηθούν απρόσμενα και να αποτελέσουν όψεις ενός νομίσματος. Με ιδιαίτερη θεατρικότητα την οποία κουβαλά μαζί του πλέον ο ΜακΝτόνα από την πολύχρονη εμπειρία του στο θέατρο, στήνει μια ιστορία λιτή που εσωκλείει ωστόσο μια σειρά υπαρξιακών ζητημάτων κομμένη ραμμένη στα μέτρα του δοκιμασμένου δίδυμου των Κόλιν Φάρελ και Μπρένταν Γκλίσον από το δικό του In Bruges. Ο Κολμ και Πάντρικ φαίνεται να υπήρξαν φίλοι από πάντα. Ο Κολμ μια μέρα αποφασίζει να διακόψει τη φιλία τους, ο Πάντρικ δεν καταλαβαίνει, ο Κολ τον απειλεί ότι θα κόψει τα δάκτυλά του, ο Πάντρικ υποφέρει γιατί δεν καταλαβαίνει, ο Κολμ υποφέρει γιατί καταλαβαίνει.
Στα «Πνεύματα του Ινισέριν», ξεχωρίζουμε δύο ειδών ανθρώπους, δύο ειδών απώλειες και δύο ειδών κληρονομιές. Ο Πάντρικ είναι ο απλός καθημερινός άνθρωπος που γίνεται ένα με το φόντο της ζωής του, είναι ευτυχισμένος για όσα τον βρήκαν, κάνει ότι καλύτερο μπορεί και είναι ίσως ευλογημένος που είναι ευχαριστημένος με τα λίγα, όσο όμως αυτά τα λίγα παραμένουν σταθερά. Ο μεγάλος εχθρός του Πάντρικ είναι η αλλαγή, το ανικανοποίητο, η διερώτηση και η διερεύνηση, τοπία απάτητα για τον Πάτρικ μέχρι τη στιγμή που πρέπει να αντιμετωπίσει την απότομη απώλεια της φιλίας του με τον Κολμ. Ποιος είμαι τελικά όταν όλες οι σταθερές της ζωής μου αλλάζουν όχι επειδή το θέλω εγώ, αλλά επειδή οι άλλοι το αποφασίζουν; Τι μένει από μένα στη νέα τάξη πραγμάτων; Ο Κολμ είναι από αυτούς τους ανθρώπους που δέρνονται από την κατάρα της δημιουργίας, άνθρωποι υπερευαίσθητοι στις πραγματικότητες της ύπαρξης, τραγικές φιγούρες που καταλαβαίνουν πολλά, διαισθάνονται βαθιά, μα παραμένουν εξίσου αβοήθητοι μπροστά στα μεγάλα μυστήρια της ζωής. Εκεί έγκειται και η τραγικότητα τους στην επίγνωση μα όχι στην επίλυση των υπαρξιακών τους μυστηρίων. Ο δημιουργικός άνθρωπος έχει την δυνατότητα να μεγαλουργήσει στην μοναξιά του μα η κατοίκηση αυτής της μοναξιάς είναι επίπονη. Για να καταλάβει τον κόσμο πρέπει να αναλώνεται μέσα σε αυτόν, για να δημιουργήσει, πρέπει να νηστέψει τα απλά καθημερινά πράγματα, πρέπει να τα στερήσει και να τα στερηθεί για να παραδώσει ένα κομμάτι του εαυτού του, αυτό που πιστεύει ότι αξίζει, ότι θα μείνει, την δική του κληρονομιά. Ο Κολμ νιώθει να στενεύουν τα χρονικά του περιθώρια, και η ρουτίνα των φιλικών συναντήσεων δεν τον καλύπτει πλέον. Η απώλεια του είναι ο χρόνος και η αντιμετώπιση της απώλειας του χρόνου είναι γι’αυτόν η μουσική του, η ανθρώπινη δηλαδή δημιουργία. Πως θα με θυμούνται, τι θα μείνει μετά από μένα; Η αγωνία του δημιουργικού ανθρώπου ξεκινά από μια εγωκεντρική διάθεση δεν είναι ωστόσο εγωιστική, ίσως η αλήθεια της να είναι μια ψευδαίσθηση, αλλά πάλι κανένα έργο τέχνης δεν θα γεννιόταν αν οι άνθρωποι δεν πίστευαν σε τούτη την ψευδαίσθηση της αξίας του καλλιτεχνικού τους έργου. Ο ίδιος ο ΜακΝτόνα είχε πει εξάλλου σε συνέντευξή του ότι καθώς μεγαλώνει προτιμά να συνεχίσει να κάνει κινηματογράφο, παρά θέατρο, συνειδητοποιώντας πως κάποιες από τις καλύτερες θεατρικές ερμηνείες σε θεατρικά του, δεν μπορούμε να τις ανακαλέσουμε, δεν έχει μείνει τίποτα από αυτές για να συνεχίσουν να υπάρχουν στις επόμενες γενιές.
Υπάρχουν πράγματι δύο ειδών απώλειες του άλλου και του εαυτού μας και αυτή μοιάζει να είναι μια αγωνία που όντως καραδοκεί σε κάθε σχέση, υπάρχουν όμως και δύο ειδών κληρονομίες, και ενώ η μία σχετίζεται με την κληρονομιά έργου που αφήνουμε πίσω μας και είναι μάλλον αυτή στην οποία αναφέρεται ο ΜακΝτόνα, υπάρχει και μια κληρονομιά που απευθύνεται στην μνήμη μας, στο βίωμα μας μαζί με εκείνους τους λίγους ανθρώπους που μας αγάπησαν και που αν υπήρξαμε τυχεροί και στην πορεία ικανοί αγαπήσαμε πίσω. Και σε τούτη την κληρονομιά χωράνε όλες οι ώρες που περάσαμε πίνοντας μπύρες με τους φίλους μας, φίλους με τους οποίους εκλογικευμένα δεν θα είχαμε ταιριάξει ποτέ, μα να που είναι τόσο καίριες τούτες οι άσκοπες και αταίριαστες ώρες για την ύπαρξή μας. Τελικά, το μόνο δώρο που μπορούμε να προσφέρουμε στον άλλο είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας, ακόμα και αν αυτό θα σηματοδοτήσει το τέλος της σχέσης μας μαζί του, ακόμα κι αν θα του έχουμε δώσει το θάρρος να εξερευνήσει κι άλλες πλευρές του εαυτού του, να γίνει κακός εκεί που είχε ταυτοποιήσει τον εαυτό του ως καλοσυνάτο, να τον προκαλέσουμε να καταλάβει, να μας καταλάβει ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα μας αφήσει. Το τέλος της ταινίας, εξαίρετη και αρκετά αινιγματική σκηνή, δεν μας δίνει απάντηση, δεν είμαστε σίγουροι αν αυτή η φιλία έχει τελειώσει, και ενώ ο Κολμ κρατούσε τα ηνία για την πορεία της, δεν είμαστε σίγουροι ποιος θα φέρει αντίρρηση ή ποιος θα αναζητήσει την επόμενη συνάντηση. Όσα κατεδάφισε η αλλαγή και όσα σάπισαν μέσα στη στατικότητα δεν είναι σίγουρο ότι άφησαν ανέγγιχτους τους δύο χαρακτήρες. Ο Πάντρικ δεν μοιάζει τόσο αθώος πλέον, ο Κολμ δεν μοιάζει τόσο απόμακρος… Ίσως δεν έχει και τόση σημασία, ο ΜακΝτόνα παρέδωσε σπάνιο λυρισμό μέσα από μια επιδέξια θεατρικότητα που διαπερνάει τον θεατή με σαφήνεια για τα πιο ασαφή ερωτήματα της ύπαρξής του, ύστατος στόχος κάθε καλλιτεχνικού έργου. Η Kerry Condon ισορρόπησε τα άκρα και ο Barry Keoghan απλά ασύλληπτος στο ρόλο του τρελού να μας ραγίζει την καρδιά. Σίγουρα μας άφησε κληρονομιά, ο ΜακΝτόνα, γι αυτό δεν χρειάζεται να ανησυχεί, όσο για την άλλη κληρονομιά αυτήν της μνήμης και του βιώματος, μας κλείνει το μάτι, εκεί ο καθένας ας κάνει τους λογαριασμούς του.