Για τo Μεταξένιο

Για τo Μεταξένιο



Απλω­νό­ταν μα­ζεύ­ο­νταν, φο­βό­ταν, χαι­ρό­ταν, χρώ­μα άλ­λα­ζε, τρό­μα­ζε, ησύ­χα­ζε, έχα­νε το μέ­τρο, θλι­βό­ταν, ξε­χνού­σε να χα­μο­γε­λά­σει, λυ­πό­ταν τη λύ­πη του, εί­χε έγνοια για το με­τά­ξι του. Κά­ποιες φο­ρές ένοιω­θε χα­ρά που μπο­ρού­σε να νιώ­σει λύ­πη, ένοιω­θε ασφα­λής που άγ­γι­ζε τις τρύ­πες μέ­σα του. Ίσως και να ένιω­θε ανα­κού­φι­ση που οι άν­θρω­ποι δεν τον κα­λω­σό­ρι­ζαν. Για­τί έτσι άρ­χι­σε σι­γά σι­γά να απο­μα­κρύ­νε­ται από τα θέλ­γη­τρα των ψευ­δαι­σθή­σε­ων.
Εί­ναι όμως έτσι;
Το Με­τα­ξέ­νιο. Το πιο ευά­λω­το των ευά­λω­των πλα­σμά­των. Με ένα φουου­υου το παίρ­νει ο άνε­μος. Με ένα άγ­γιγ­μα από μα­κριά εξαϋ­λώ­νε­ται, με μια κα­κό­βου­λη και φθο­νε­ρή μα­τιά, κα­τα­λύ­ε­ται. Εί­ναι όμως έτσι; Eνα αλ­λιώς πα­ρα­μο­νεύ­ει κι ανα­στα­τώ­νει την τά­ξη των πραγ­μά­των. Το Με­τα­ξέ­νιο φέ­ρει στο όνο­μα του το «Με­τά», ένα με­τά που ανοί­γε­ται στα σκο­τά­δια ενός άγνω­στου κό­σμου, ενός κό­σμου όπου τί­πο­τα δεν εί­ναι τό­σο τρο­μα­χτι­κό, τό­σο αδια­νό­η­το, ή τό­σο ανέλ­πι­στο ώστε να μην μπο­ρεί να συμ­βεί. Το Με­τα­ξέ­νιο ήλ­θε να δώ­σει ένα άλ­λο νό­η­μα στο «Με­τά».
Επα­να­νοη­μα­το­δό­τη­ση του κό­σμου. Το Με­τα­ξέ­νιος γεν­νή­θη­κε για να εξαν­θρω­πί­σει τον «με­τα-άν­θρω­πο» της νέ­ας επο­χής. Προ­κα­λεί ρί­γος η νέα επο­χή. Το Με­τα­ξέ­νιο ανα­λαμ­βά­νει να κα­τευ­νά­σει το ρί­γος. Να το κά­νει τρυ­φε­ρό άγ­γιγ­μα, να απα­λύ­νει τη σκέ­ψη από την αγριευ­τι­κό­τη­τα της. Το Απα­λέ­νιο δεν αρ­νή­θη­κε να εκτε­θεί στην αγριό­τη­τα των αν­θρώ­πων. Κά­τι μέ­σα του το έσπρω­χνε να μην προ­στα­τευ­θεί, να βιώ­σει το αβί­ω­το. Να αφε­θεί στα πά­θη του μαρ­τυ­ρί­ου, να τον ξε­σκί­σουν, να τον βιά­σουν, να τον φθο­νή­σουν έως εσχά­των, να τον συ­ντρί­ψουν, να τον μι­σή­σουν. Να δια­μοι­ρά­σουν τα ιμά­τια του…Γυ­μνός.
Οι άλ­λοι αμέ­σως το μυ­ρί­στη­καν: «Δεν εί­σαι σαν κι εμάς»
«Θέ­λου­με να πα­ρα­μεί­νου­με στο ίδιο μας».
Ήρ­θες στη γιορ­τή μας κι ανα­στά­τω­σες τη ζωή μας… Αυ­τό που εί­μα­στε μας τρα­βά­ει σαν θά­να­τος στον θά­να­το. Σε μι­σού­με που δεν εί­σαι σαν κι εμάς. Μας μι­σού­με που δεν εί­μα­στε σαν κι εσέ­να. Αν έπαυ­ες να υπάρ­χεις; Αν έπαυ­ες να μας θυ­μί­ζεις με την πα­ρου­σία σου ότι όλα θα μπο­ρού­σαν να εί­ναι αλ­λιώς; Αν εσύ δεν υπήρ­χες;
Κι έτσι κά­πως γεν­νιέ­ται η βία και ο εξο­στρα­κι­σμός.
To Mε­τα­ξέ­νιο όμως δεν γεν­νή­θη­κε για να ανα­λυ­θεί. Δεν γεν­νή­θη­κε για να ψυ­χραν­θεί από τις ανα­λύ­σεις «ει­δι­κών». Το Με­τα­ξέ­νιο γεν­νή­θη­κε για να αγα­πη­θεί.
Το Με­τα­ξέ­νιο βρί­σκε­ται ανά­με­σα στους αν­θρώ­πους. Γιορ­τά­ζουν. Αν εί­χε κά­τι πιο σκλη­ρό; Λί­γο πιο αν­θε­κτι­κό, έστω λί­γο πιο αδια­φα­νές; Mια στά­λα λι­γό­τε­ρο απα­λό. Αν οι κλω­στές του γί­νο­νταν βε­λό­νες;
Το Mε­τα­ξέ­νιο δεν γεν­νή­θη­κε για να πλη­γώ­νει. Το Με­τα­ξέ­νιο γεν­νή­θη­κε για να πλη­γώ­νε­ται. ΚΙ αν δεν εί­ναι έτσι; Kι αν υπάρ­χει ένας άλ­λος τρό­πος να εί­σαι, πέ­ρα από πλη­γές, αι­μορ­ρα­γί­ες και οι­μω­γές; Το Mε­τα­ξέ­νιο γεν­νή­θη­κε για να ανα­ζη­τή­σει αυ­τόν τον άλ­λο τρό­πο. Ο ρα­φτά­κος ήταν εκεί και τον πε­ρί­με­νε. Πε­ρί­με­νε τον Με­τα­ξέ­νιο, με όλη τη δύ­να­μη της ψυ­χής του, με όλη την έντα­ση του μυα­λού του, να τον ανα­ζη­τή­σει. Και η δύ­να­μη της επι­θυ­μί­ας γέν­νη­σε τον ρα­φτά­κο. Ανα­δύ­θη­κε μέ­σα από το σώ­μα του Με­τα­ξέ­νιου.
Στην άλ­λη όχθη της αβύσ­σου, ένας ρα­φτά­κος πε­ρι­μέ­νει. Να σε ρά­ψει. Να κα­τευ­νά­σει τη λύ­πη σου. Να σε πε­ρι­βάλ­λει με ένα άλ­λο υλι­κό πιο αν­θε­κτι­κό, πιο στέ­ρεο και ασφα­λές. Μια άλ­λη μη­τρι­κή απα­λο­σύ­νη. Βαμ­βά­κι!

Εγώ εί­μαι εδώ για σέ­να μω­ρό μου, Κα­νείς και τί­πο­τα δεν μπο­ρεί να σε βλά­ψει

Κι ένα σκαν­τζό­χοι­ροι ένα μό­νο, το πιο μι­κρό, το πιο ξε­χα­σμέ­νο, το πιο από χέ­ρι χα­μέ­νο σκα­ντο­ζο­χοι­ρά­κι, με βε­λό­νες στο κορ­μά­κι που τρυ­πά­νε και μα­τώ­νουν, συ­νά­ντη­σε μια μέ­ρα το Με­τα­ξέ­νιο. Και το Με­τα­ξέ­νιο του μί­λη­σε για ένα αγό­ρι που έγρα­φε ιστο­ρί­ες Ένα αγό­ρι που το όνο­μα του ήταν Κυ­ριά­κος. Με τις ιστο­ρί­ες του με­τα­μόρ­φω­νε τις βε­λό­νες σε με­τα­ξω­τές κλω­στές.
Συγ­γρα­φέ­ας εί­ναι κά­ποιος που γρα­φεί μια ιστο­ρία που δεν τε­λειώ­νει πο­τέ, μια ίδια ιστο­ρία, και κά­ποιες φο­ρές μια φο­ρά στα χί­λια χρό­νια η ιστο­ρία του γί­νε­ται αλη­θι­νή. Φέ­τος ήταν η χρο­νιά του Με­τα­ξέ­νιου.



__________
Κυ­ριά­κος Χα­ρί­τος, Το Με­τα­ξέ­νιο, εκδ. Με­ταίχ­μιο

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: