Παρεξήγηση

Παρεξήγηση

Γύρισε και κοίταξε την πόρτα του δωματίου της να σιγουρευτεί ότι ήταν κλειστή, αλλά δεν ήταν. Το γλωσσίδι δεν έμπαινε ποτέ στη θέση του με τη μία. Για να κλείσει έπρεπε να τη χτυπήσει δυνατά. Προσπάθησε να τη σπρώξει λίγο με τον ώμο της. Ένα ελαφρό κλικ ακούστηκε.
Στο γραφείο μπροστά της ήταν ανοιχτό το βιβλίο της Γεωγραφίας στο μάθημα της μέρας. Το έσπρωξε μακριά, πήρε ένα τετράδιο και το γύρισε στις τελευταίες σελίδες.
Ένας γδούπος ακούστηκε από την κουζίνα. Η μάνα της ούρλιαξε.

― Όχι! Μη

Έσκυψε το κεφάλι στο τετράδιό της και πίεσε τη μύτη του Bic τόσο πολύ που το μελάνι πιτσίλισε το χαρτί με μπλε σταγονίτσες. Πίεσε το δάχτυλό της σε μία απ’ αυτές, όπως είχε δει να κάνουν στην τηλεόραση. Το έφερε στο στόμα της και το έγλειψε.
Μία καρέκλα έσπασε και το τραπέζι της κουζίνας σύρθηκε στο πάτωμα. Ένα χαστούκι, δύο, τρία. Ένας λυγμός και ένα ξεψυχισμένο «μη» ίσα που ακούστηκαν.
Δάγκωσε τη γλώσσα της και πάτησε πάλι με δύναμη το στυλό στο χαρτί. Πάνω κάτω, πάνω κάτω, μέχρι που το τρύπησε. Δίπλα στο σκίσιμο ζωγράφισε μία αμοιβάδα. Τις είχε δει σε ένα ντοκιμαντέρ και της άρεσε ο τρόπος που έπλεαν αργά στο σκοτάδι. Η αμοιβάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Το σώμα της, όταν έρχεται η ώρα, μοιράζεται σε δύο μικρότερες. «Δυναμική αθανασία» το είπε η δασκάλα τους στη Βιολογία. Θα γεμίσει όλη τη σελίδα αμοιβάδες
Τώρα αυτός κλότσαγε τα ντουλάπια της κουζίνας ουρλιάζοντας. Κράτησε την αναπνοή της και έμεινε ακίνητη. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… Θα συνέχιζε να μετράει. Αν έσκαγε θα γινόταν μικρά-μικρά κομματάκια με κουρελάκια απ’ το φόρεμά της. Πολύχρωμα, γιορτινά. Κονφετί και σερπαντίνες. Η Λίνα έπαθε δυναμική αθανασία, θα έλεγαν στο σχολείο.
Η φασαρία σταμάτησε. Αργά βήματα πλησίαζαν τώρα στο δωμάτιό της. Η πόρτα της μισάνοιξε. Η Λίνα δεν γύρισε να κοιτάξει. Άκουσε τη μάνα της να ψιθυρίζει:

― Παρεξήγηση, αγάπη μου. Ο μπαμπάς δεν κατάλαβε καλά. Διάβασε εσύ!

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: