Καρπός μιας επίπονης συνθετικής προσπάθειας που διήρκησε δύο συνεχόμενα χρόνια και απέδωσε έξι συνολικά σχεδιάσματα, ο «Βασιλιάς της Ασίνης» ολοκληρώθηκε τελικά μέσα σε μια νύχτα ώστε να συμπληρωθούν οι δύο κενές τυπογραφικές σελίδες που προέκυψαν από τη στοιχειοθεσία του Ημερολογίου καταστρώματος, α΄.[1]
Η εντυπωσιακή περιπέτεια της γραφής του ποιήματος ξεκινάει το καλοκαίρι του 1938, όταν ο Σεφέρης με τη Μαρώ απολαμβάνοντας τις διακοπές τους στο Τολό, μια παραθαλάσσια περιοχή κοντά στο Ναύπλιο, αποφασίζουν να επισκεφτούν τον αρχαιολογικό χώρο της Ασίνης που είχε ανασκαφεί σχετικά πρόσφατα από τους Σουηδούς αρχαιολόγους Otto Frödin και Axel W. Persson.[2] Οι ανασκαφές είχαν αρχίσει στην πραγματικότητα το 1922 και ολοκληρώθηκαν το 1930, ωστόσο μόλις το 1938 δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα της ανασκαφικής έρευνας σε έναν ογκώδη τόμο επιμελημένο από τους δύο αρχαιολόγους.[3] Και επειδή βασική ιδέα του Σεφέρη ήταν να γράψει ένα ποίημα με άξονα το αντιθετικό δίπολο πραγματικό τοπίο – φανταστικός βασιλιάς,[4]
εύκολα κατανοεί κανείς την ευγνωμοσύνη που ένιωθε απέναντι στους αρχαιολόγους της Ασίνης – και ειδικά στον Axel Persson που είχε την ευκαιρία να γνωρίσει προσωπικά[5]
– για το ότι έφεραν στο φως την αρχαία ακρόπολη. Όπως έγραφε στον μελετητή και μεταφραστή του Philip Sherrard, «ένα ορισμένο τοπίο είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για μένα στη γραφή των ποιημάτων μου. ένα ποίημα για μένα είναι η κρυστάλλωση της επαφής μου με ένα εξωτερικό αντικείμενο, που μπορεί να είναι η Ακρόπολη της Ασίνης ή μια παράξενη ρίζα εγκαταλειμμένη στην ακτή. Και αυτός είναι ο λόγος που αισθάνομαι πολύ πιο υποχρεωμένος σε ό,τι αφορά τον «Βασιλιά της Ασίνης» στον Σουηδό καθηγητή που ανέσκαψε αυτή την Ακρόπολη (και στην αδιαφορία του Ομήρου) από οποιονδήποτε σύγχρονο άνθρωπο των γραμμάτων».[6]
Η «αδιαφορία» του Ομήρου για τον βασιλιά της Ασίνης (μόνο το όνομα της πόλης του μνημονεύεται στον «κατάλογο των πλοίων» της Β΄ ραψωδίας της Ιλιάδας),[7] η απουσία άλλων πληροφοριών για τη ζωή και τη δράση του και, γενικά, η αχλύ μυστηρίου που σκέπαζε την προσωπικότητά του εξασφάλιζαν στον Σεφέρη ένα προνομιακό πεδίο για να προβάλει τα χαρακτηριστικά του στον κάθε άνθρωπο – και πρώτα απ’ όλα στον ίδιο ως ποιητή.[8] Ο «Βασιλιάς της Ασίνης» είναι πράγματι από μια άποψη (ίσως την πιο ηθελημένη) ένα ποίημα ποιητικής, αφού θεματοποιεί το βασανιστικό εκείνο αίσθημα του σκοτεινού δάσους, της «selva oscura» (Δάντης, Κόλαση, Canto Ι, 2), που σύμφωνα με τον Σεφέρη βρίσκεται στο κατώφλι κάθε ποιητικής εμπειρίας:[9]
Αφού ο ποιητής αφομοιώσει τα πράγματα που έχει μαζέψει η ιδιοσυγκρασία του από το γύρω κόσμο, φτάνει στη στιγμή που θα νιώσει το κενό μέσα του, που θα νιώσει ότι βρίσκεται στο σκοτεινό δάσος, όπως έλεγα κάποτε, στη «selva oscura», μόνος και αβοήθητος – ότι πρέπει να εμπιστευτεί αυτό το κενό, επί ποινή θανάτου. Είναι η πιο δύσκολη στιγμή του, αυτός ο αγώνας για να βρει εκείνη τη φωνή που ταυτίζεται και σοφιλιάζεται με τα πράγματα που θέλει να δημιουργήσει, ή, αν θέλουμε, που δημιουργεί τα πράγματα ονομάζοντάς τα. Το ακραίο όριο όπου τείνει ο ποιητής, είναι να μπορέσει να πει «γενηθήτω φως» και να γίνει φως.[10]
Με άξονα το φως εξελίσσεται ωστόσο και η ποιητική προβληματική του «Βασιλιά της Ασίνης» ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, το ποίημα μπορεί να θεωρηθεί ότι μεταφέρει μια εμπειρία φωτός, αποκαλυπτική για τον κόσμο και τα πράγματα. Η ιδέα που προσπαθεί να επικοινωνήσει ο Σεφέρης είναι ότι η ποιότητα του ελληνικού φωτός είναι τέτοια, που κάνει τα πάντα να μοιάζουν ανάγλυφα, από την όψη του τοπίου – της γης και της θάλασσας – ως τα πρόσωπα των ανθρώπων.[11] τόσο ανάγλυφα μάλιστα που να φαντάζουν σχεδόν πελεκημένα, σαν τις μυκηναϊκές εκείνες προσωπίδες που οι αρχαίοι τεχνίτες σκάλιζαν ολόχρυσες για να στολίσουν τους τάφους των Ελλήνων βασιλιάδων.[12] Και ενώ στην πρώτη στροφική ενότητα του ποιήματος η περιγραφή αρχίζει «από το μέρος του ίσκιου», η σταδιακή μετατόπισή της προς «το μέρος του ήλιου» στη δεύτερη στροφική ενότητα γίνεται ακριβώς για να φέρει στο προσκήνιο το φως. το φως που στην αρχή τρίβει «διαμαντικά στα μεγάλα τείχη» και στη συνέχεια αποκαλύπτει την «εντάφια χρυσή προσωπίδα» του λησμονημένου βασιλιά:
Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα.
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε… Ασίνην τε…»
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι.
κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.[13]
Εδώ συμβαίνει το εξής παράδοξο: ενώ κανείς θα περίμενε ότι οι εικόνες που θα φανέρωνε το φως του ήλιου θα ήταν εικόνες ζωής (και επομένως θα μετέστρεφαν το «σκοτεινό» κλίμα της πρώτης στροφικής ενότητας, όπου η θάλασσα χαρακτηριζόταν «στήθος σκοτωμένου παγονιού»), βλέπει να ξεδιπλώνονται μπροστά του διαδοχικές εικόνες θανάτου. Ο ομιλητής προειδοποιεί: «Κανένα πλάσμα ζωντανό» και εν συνεχεία ανακαλεί τον βασιλιά της Ασίνης μνημονεύοντας τον Όμηρο. Το «Ασίνην τε…» της Ιλιάδας και πιο συγκεκριμένα η «Ασίνη» είναι η λέξη η ριγμένη «εδώ», στον τόπο δηλαδή της αρχαίας ακρόπολης. η «εντάφια χρυσή προσωπίδα», λοιπόν, δε σκεπάζει μόνο το πρόσωπο του νεκρού βασιλιά αλλά και τη γη του, αφού το φως κάνει ανάγλυφο ό,τι υπάρχει στο χώρο, πρόσωπα και πράγματα, αποκαλύπτοντας την αληθινή φυσιογνωμία τους. Η άποψη του Σεφέρη ότι ο τόπος και οι άνθρωποί του είναι συγκοινωνούντα δοχεία που αλληλεπιδρούν είναι γνωστή,[14] στο Ι΄ του Μυθιστορήματος μάλιστα δίνεται με τρόπο που θυμίζει αρκετά τον «Βασιλιά της Ασίνης»:
Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.[15]
Ο κούφιος ήχος της προσωπίδας/στέρνας, η στέγνια και η ανυδρία δηλώνουν ξεκάθαρα την έλλειψη ζωής. Από την άλλη, ο βουβός ήχος των κουπιών μέσα στη θάλασσα («κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας») δεν είναι παρά σημάδι μιας στεκάμενης ζωής που οδηγεί αναπόδραστα σε έναν και μόνο προορισμό: στ’ ακρογιάλι (βλ. «Δ΄. Αργοναύτες»: «Τα κουπιά τους / δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι»[16]). Πρόκειται, εν ολίγοις, για αλλεπάλληλες δυσοίωνες εικόνες, που ενώ υπονομεύουν τη σκηνοθεσία του ηλιόλουστου τοπίου, δικαιολογούν απόλυτα τον χαρακτηρισμό «εντάφια» για την προσωπίδα που σκεπάζει το «πρόσωπο» της Ασίνης και του βασιλιά της. Αυτός ο βασιλιάς, που κάποτε ήταν ζωντανός, τώρα δεν είναι παρά «ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα».
Η αντίθεση ανάμεσα στο σκοτεινό βάθος του «κενού» και στην μαλαματένια επιφάνεια της «προσωπίδας» κάνει τον ομιλητή να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει μια άλλη όψη του φωτός, ότι πίσω από το χρυσό υφάδι του ήλιου κρύβεται ένα ζοφερό μαύρο, μια απροσδιόριστη για τους ανθρώπους πραγματικότητα που ρίχνει εξακολουθητικά τη σκιά της στην τρέχουσα ζωή.[17] Ο «Βασιλιάς της Ασίνης» λοιπόν μεταφέρει εν σπέρματι την ιδέα του «αγγελικού και μαύρου, φωτός», γεγονός που τον καθιστά προάγγελο της «Κίχλης».[18] Όπως θα πει ο ποιητής μιλώντας στο ραδιόφωνο του B.B.C.: «Ζώντας ως ταξιδιώτης, είχα ίσως ένα πλεονέκτημα: το πλεονέκτημα της επιστροφής, όταν ο άνθρωπος δεν τυφλώνεται απ’ τη συνήθεια και μπορεί να δει τα πράγματα όπως ήταν, για πρώτη φορά. Τέτοιες στιγμές, έχω την αίσθηση ότι υπάρχει κάτι απόλυτο γύρω απ’ αυτό το φως μες στην ταχύτητά του, κάτι που επιβάλλει μια τρομερή ένταση ανάμεσα στην παρουσία, την άκαμπτη παρουσία των πραγμάτων, όπου το αγαπημένο ή το άσχημο, και το αντίθετο αυτής της παρουσίας – ας το ονομάσω για λόγους συντομίας «άλλο κόσμο»… Έχω μερικές φορές την έντονη αίσθηση ότι υπάρχει ένα απόλυτο μαύρο πίσω από την εξαιρετικά ευλύγιστη λαμπρότητα μιας αττικής μέρας […]».[19] Σ’ αυτή την άλλη όψη των πραγμάτων στρέφει το βλέμμα του στον «Βασιλιά της Ασίνης» επιχειρώντας να δείξει τι υπάρχει πίσω από τη χρυσή προσωπίδα του βασιλιά, πίσω από το «μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας», πίσω από τη λάμψη του φωτός. Και αυτό που ανακαλύπτει είναι το απόλυτο μαύρο. και πώς να μιλήσει κανείς γι’ αυτό, αν όχι μέσα από εικόνες φθοράς και θανάτου; Ο ομιλητής επιλέγει συγκεκριμένα τρεις: το πουλί με τη σπασμένη φτερούγα, τη γυναίκα που στερήθηκε τη δροσιά της ζωής σαν ήρθε το καλοκαίρι[20] και την ψυχή που σα νυχτερίδα πήρε τον δρόμο για τον «δήμο των Ονείρων».[21] Το ενδιαφέρον είναι ότι τις στεγάζει κάτω από μια τέταρτη, που επιτείνει την τραγικότητά τους: το «μαύρο» καταφέρνει να επιβάλει την παρουσία του στη ζωή ενός τόπου που παρασύρεται ανέμελος στον χορευτικό στρόβιλο του φωτός:
Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλη τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.[22]
Ο ομιλητής-ποιητής είναι περιστοιχισμένος από ερείπια. Στέκεται και τα κοιτάζει και βλέπει τη φθορά που άφησε πάνω τους το πέρασμα του χρόνου, οι αιώνες που μεσολάβησαν («Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται / υπάρχουν άραγε / ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες / […] εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς […]», ό.π., 187). Ωστόσο αυτό το αίσθημα του «όγκου του χρόνου»[23] μέσα στη ζωή του αντισταθμιζόταν από ένα άλλο, διαμετρικά αντίθετο, αίσθημα που του έδιναν τα ίδια αυτά ερείπια: το αίσθημα του κενού. Η ακρόπολη της Ασίνης ήταν ένας χώρος που είχε αδειάσει από ζωή, που είχε χάσει την αλλοτινή του υπόσταση και φτάσει σε μια κατάσταση απογύμνωσης όμοια με αυτήν στην οποία έφτανε ο ποιητής όταν αποφάσιζε να αφήσει πίσω του την προηγούμενη ζωή του και να ξανοιχτεί στο σκοτεινό δάσος της δημιουργίας. Κι αυτό ήταν κάτι δύσκολο, γιατί στη μέση υπήρχε η μνήμη. Οι πέτρες (τόπος) όπως και ο ποιητής (άνθρωπος) εξακολουθούσαν να κουβαλούν τη μνήμη εκείνων που έφυγαν[24] («εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας», ό.π., 187). Κι αυτή η μνήμη ειδικά για τον ποιητή γινόταν κάποτε βάρος, γινόταν επίμονη νοσταλγία για ένα αγαπημένο πρόσωπο που αργά ή γρήγορα τον έκανε να λυγίσει φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με την απελπισία («εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής», ό.π., 187). Περιγράφοντας με αριστοτελικούς όρους αυτή την κατάσταση ο Σεφέρης σημείωνε:
Ο έλεος: η δύναμη που μας κάνει να μένουμε προσκολλημένοι στην ψυχική μας κατάσταση τέτοια που ήταν ως τη στιγμή της ποιητικής εμπειρίας, η στοργή για τις συνήθειές μας, η δυσκολία ν’ αφήσουμε πράγματα που τόσον καιρό ζήσανε μαζί μας, τις αλλοτινές χαρές που μας δώσανε. ο καημός για τη νέα συγκίνηση. Ο φόβος: το αντίκρισμα της έλξης που μας τραβά έξω απ’ αυτά, ο «σκοτεινός δρόμος», η «selva oscura», η γύμνια μέσα σ’ ένα πρωτοφανέρωτο κόσμο. Η κάθαρση: η ισορροπία των δύο αυτών δυνάμεων, η αποτελείωση της ποιητικής εμπειρίας. Γιατί όπως ο ζωγράφος μας δημιουργεί, καθώς λένε, ένα καινούργιο μάτι, ο μουσικός μας δημιουργεί μια καινούργια ακοή, και ο ποιητής μας δημιουργεί μια καινούργια (με την πιο γενική έννοια της λέξης) αντίληψη.[25]
Από εδώ αρχίζει η πορεία προς την κάθαρση. Ο ποιητής αισθάνεται επιτακτικά την ανάγκη για μια «έξοδο», νιώθει ότι ήρθε η στιγμή να βγει από το «σκοτεινό δάσος» της δημιουργίας (άλλωστε το ποίημα σχεδόν ολοκληρώθηκε). σα νυχτερίδα, σαν ένα πλάσμα δηλαδή ταγμένο στο σκοτάδι που ξαφνικά το βιάζουνε να δει κατάματα τον ήλιο, κάνει μια-δυο σπασμωδικές κινήσεις κι έπειτα βρίσκει τον δρόμο προς το φως:[26]
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι:
«Ασίνην τε Ασίνην τε…». Να ’ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.[27]
«Να ’ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης»; Μπορεί. όπως μπορεί να ήταν και ο ίδιος ο ποιητής ή γενικότερα ο κάθε άνθρωπος που ζητά την κάθαρση: μια λύτρωση προσωπική απ’ ό,τι τον σημάδεψε με την ελπίδα μιας νέας συγκίνησης. Για τον Σεφέρη ειδικά, ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο, ήταν η επαφή με τον κόσμο των ερειπίων, με τις «καταποντισμένες πολιτείες»[28] του ελλαδικού και εξωελλαδικού χώρου, που τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει ότι η απογύμνωση, ή, αν θέλουμε, η «κενότητα», είναι μια κατάσταση καθαρτήρια γιατί έχει προκύψει από το φυσιολογικό κλείσιμο ενός κύκλου ζωής. Αυτή η αίσθηση παγιώθηκε μέσα του το 1953 όταν επισκέφτηκε τη Σελεύκεια επί του Τίγρη, μια περιοχή κοντά στη Βαγδάτη που στο παρελθόν είχε υπάρξει μια από τις «οριακές πρωτεύουσες» του Ελληνισμού, ένα ξακουστό σταυροδρόμι πολιτισμού μεταξύ Ανατολής και Δύσης.[29] Το «απόλυτο κενό» που αντίκρισε ο Σεφέρης φτάνοντας εκεί, σε έναν τόπο όπου δεν είχαν απομείνει ούτε ερείπια, μόνο λίγο πράσινο στις όχθες του Τίγρη, έφερε στο νου του την εμπειρία της Ασίνης και φώτισε αναδρομικά το βίωμά του πάνω στην αρχαία ακρόπολη:
Ο βασιλιάς της Ασίνης με προσείλκυσε γιατί αντιπροσώπευε για εμένα το αναγκαίο κενό του ποιητή για να εισέλθει στο «σκοτεινό δάσος» της δημιουργίας. […]
Όμως το «κενό» που συνιστά το βασικό θέμα του ποιήματός μου δεν έγκειται μόνο στην ποιητική κάθαρση. Το συνέδεσα επίσης με μια ορισμένη αντίληψη του Ελληνισμού, που ήταν ακόμα μπερδεμένη τότε και ξεκαθάρισε για μένα, πολλά χρόνια αργότερα, όταν ενώ υπηρετούσα στη Βηρυτό [1953-1955], επισκέφτηκα την τοποθεσία της Σελεύκειας επί του Τίγρη, κοντά στη Βαγδάτη. Αυτή η πόλη είχε μεγάλη συμβολή στην ανάπτυξη του πολιτισμού μας, έπαιξε ρόλο διαμεσολαβητικό μεταξύ Ανατολής και Δύσης που εκεί ερχόντουσαν σε επαφή, εμπότιζαν η μια την άλλη. Από αυτή την πόλη, τώρα, που στην εποχή της είχε την πολιτιστική σημασία της Φλωρεντίας ή του Παρισιού και που ήταν, μετά τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια, η τρίτη μεγάλη πολιτεία του αρχαίου κόσμου, δεν απομένει τίποτε. ούτε καν ερείπια. Το απόλυτο κενό. Λίγο πράσινο στις όχθες του Τίγρη, ο ήχος μιας φλογέρας. Κι όμως, αυτό το κενό, αυτό το τίποτε, μου έδωσε ένα έντονο αίσθημα πληρότητας και ευρυχωρίας. Θα αισθανόμουν άραγε έτσι αν ήμουν ολότελα μόνος σε μια έρημο; Γιατί αυτό το κενό μαρτυρούσε μια προηγούμενη πληρότητα για την οποία λειτουργούσε σαν κάθαρση. Και συλλογίστηκα ότι έχουμε πολλά να μάθουμε από ένα τέτοιο κενό, εμείς που, στην Ελλάδα, παραπονιόμαστε ότι είμαστε «στη στενοχώρια». Αυτή η «στενοχώρια», εκείνη δηλαδή των μεγάλων σύγχρονων πόλεων, είναι η «στενοχώρια» ενός ακάθαρτου κόσμου, που δεν έφτασε στην απογύμνωση της Σελεύκειας ή αυτής που προσπάθησα να μεταφέρω στον «Βασιλιά της Ασίνης». Υπάρχει ένα «τίποτα», ένα «κενό» αναζωογονητικό που αξίζει περισσότερο από την πρόδηλη πολυτέλεια.[30]
Δυστυχώς ο «ακάθαρτος» αυτός κόσμος κατάφερε να αλλοιώσει ακόμα και το ιστορικό πρόσωπο της Ασίνης θέτοντας σε λειτουργία την τυφλή μηχανή του: τη μηχανή του πολέμου. Στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής η Ασίνη μετατράπηκε σε ένα πλήρως εξοπλισμένο οχυρό με παρατηρητήρια, πολυβολεία, αποθήκες υλικού, τάφρους, καταφύγια και βοηθητικά κτίσματα. «Η κατασκευή τους θα καταστρέψει σε μεγάλο βαθμό τα αρχαία κατάλοιπα, τα οποία επιπλέον προσέφεραν έτοιμο οικοδομικό υλικό. Μετά τη λήξη του πολέμου, θα διαπιστωθεί το μέγεθος της καταστροφής που, σύμφωνα με το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης, ήταν «τελεία, ριζική και ολοκληρωτική»»,[31] αναφέρει σύγχρονη αρχαιολόγος. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί ο Σεφέρης λογάριαζε την Ασίνη ανάμεσα στα δικά του «θύματα του πολέμου»[32] και γιατί θλιβόταν στη σκέψη ότι τα πράγματα που έπαιξαν έναν ρόλο στη ζωή του και συνέβαλαν στην προσωπική του διαμόρφωση έχαναν χρόνο με τον χρόνο τη γνωστή φυσιογνωμία τους και έπαιρναν μια όψη διάφορη από εκείνη που ήξερε και αγάπησε.[33]