Τρεις γυναίκες ― Τρεις εποχές

Τρεις γυναίκες ― Τρεις εποχές



Τα Ανεμοδαρμένα ύψη της Έμιλι Μπροντέ (από τα καλύτερα μυθιστορήματα για τον ανεκπλήρωτο έρωτα) οφείλουν τη διαχρονική γοητεία τους στο ότι δεν αποτελούν τοπίο του γνωστού κόσμου αλλά του ασυνειδήτου. Είναι υγρό, σκοτεινό, με φασματικά όντα και δυνάμεις που ουδείς μπορεί να ελέγξει. Στοιχειωμένο τοπίο, γεμάτο συγκρούσεις εσωτερικές και εξωτερικές, όπου τα θετικά στοιχεία δεν έχουν καμία θέση. Ο Χίθκλιφ είναι τσιγγάνος, οπότε ο γάμος του με την Κάθλιν είναι ανέφικτος. Ολόκληρο το έργο αποτελεί ένα καυστικό σχόλιο για τις ταξικές διακρίσεις που χαρακτήριζαν τη βρετανική κοινωνία. Κανείς όμως δεν έμεινε σε αυτές. Όλοι επικεντρώθηκαν στον καταραμένο έρωτα που διαπερνά σαν χαρακιά τη σάρκα του κειμένου, εκεί όπου το μίσος και η αγάπη γίνονται ένα οδηγώντας την Κάθριν και τον Χίθκλιφ στον αφανισμό.
Το μυστικό της Μπροντέ ήταν το ανεξήγητο δέσιμό της μ’ αυτό το λασπωμένο κομμάτι γης, που καθόρισε τη ζωή της ίδιας και της οικογένειάς της. Ο ουρανός, μόνιμα γκρίζος, μολυβής, της πλάκωνε την ψυχή. Οι μέρες ήταν γεμάτες σκιές και οι νύχτες γεμάτες φαντάσματα. Όσο ζεστά κι αν ντυνόταν, όσα σκεπάσματα κι αν έριχνε πάνω της, το κρύο την διαπερνούσε, της πάγωνε τα κόκαλα.
«Η Έμιλι αγαπούσε τους βάλτους», είπε γι’ αυτήν η αδερφή της Σάρλοτ. «Λουλούδια πιο αστραφτερά απ’ τα τριαντάφυλλα άνθιζαν στον σκοτεινό χερσότοπο γι’ αυτήν. Μπορούσε να φτιάξει στο μυαλό της μια Εδέμ από ένα μελαγχολικό κοίλωμα σε μια μολυβόχρωμη λοφοπλαγιά. Έβρισκε στην ανεμόδαρτη μοναξιά πολλές και αγαπημένες απολαύσεις. Η μεγαλύτερη απ’ όλες ήταν η ελευθερία. Η ελευθερία ήταν η πνοή στα ρουθούνια της».
Η Έμιλι Μπροντέ με τα θλιμμένα μάτια και το ζεστό χαμόγελο, που βρίσκονταν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Άλλοτε υπερίσχυαν τα θλιμμένα μάτια, με συνέπεια η μορφή της να σκληραίνει, να γίνεται πετρώδης, κι άλλοτε το ζεστό χαμόγελο χάριζε στη μορφή της μια όψη αθώα, σχεδόν αγγελική. Όταν αρρώστησε, αρνήθηκε οποιαδήποτε θεραπεία και προτίμησε να πεθάνει ακολουθώντας τον Χάρο που ξεκλήρισε σχεδόν ολόκληρη τη φαμίλια της. Ήταν μόλις τριάντα ετών και τα Ανεμοδαρμένα ύψη ήταν το μόνο της μυθιστόρημα.
«Κοίταξε έξω τον κόσμο, έναν κόσμο διχασμένο, γιγαντιαίας αναταραχής, κι ένιωσε μέσα της τη δύναμη να τον κλείσει ολόκληρο σ’ ένα βιβλίο», σχολίασε η Βιρτζίνια Γουλφ.

Κομψή, φινετσάτη, με αριστοκρατικό αέρα, η Σιμόν ντε Μποβουάρ (τι όνομα!) έδινε την εντύπωση ότι μόλις έφυγε από μια επίδειξη γνωστού οίκου μόδας για να ασχοληθεί με τα καθ’ ημάς. Πίσω από την εύθραυστη εμφάνισή της κρυβόταν μια γυναίκα με γρανιτένια θέληση. Συνδυάζοντας το μεσογειακό ταπεραμέντο με τη γαλλική φινέτσα, η Μποβουάρ (γεμίζει το στόμα σου) εξέδωσε το 1949 το φιλοσοφικό δοκίμιο Το δεύτερο φύλο, που ―όχι άδικα― θεωρείται η Βίβλος του Φεμινισμού.
«Ήρθε η ώρα να καταργηθεί ο μύθος του αιώνιου θηλυκού», είπε σε αυτό. «Να αναπροσαρμοστεί η σχέση άνδρα και γυναίκας με βάση την ισότητα. Ο γάμος δεν έχει τίποτα φυσιολογικό, γιατί υποδουλώνει τη γυναίκα στον άνδρα. Δεν γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι».
Οι πρώτοι που αντέδρασαν ήταν οι ιερωμένοι, που είδαν να κλονίζεται ο θεσμός της οικογένειας. Το δεύτερο φύλο βρισκόταν για πολλά χρόνια στη λίστα του Βατικανού με τα απαγορευμένα βιβλία (Index Librorum Prohibitorum).
Η σημαντική καμπή στη ζωή της συγγραφέως ήταν όταν γνώρισε στη Σορβόνη τον υπαρξιστή φιλόσοφο Ζαν Πολ Σαρτρ. Η σκέψη του την επηρέασε βαθιά, αλλά το ίδιο επηρεάστηκε κι εκείνος. Η ερωτική τους σχέση άφησε εποχή με την ελευθερία που τη διέκρινε. Έμεναν σε διαφορετικά σπίτια στο Παρίσι και μπορούσαν να έχουν σεξουαλικές σχέσεις με άλλους παρτενέρ χωρίς να διαταράσσεται η μεταξύ τους σχέση. Κάποια στιγμή ο Σαρτρ ζήτησε από τη σύντροφό του να τον παντρευτεί, για να εισπράξει ηχηρή άρνηση.
«Ξέρεις τις απόψεις μου», του είπε αυστηρά. «Ο γάμος είναι περιορισμός, Είναι αστικοποίηση. Είναι θεσμοθετημένη παρέμβαση του κράτους την ιδιωτική μας ζωή. Δεν έχει θέση ανάμεσά μας».
Παρά την άρνησή της, η Μποβουάρ παρέμεινε στο πλάι του αγαπημένου της μέχρι το τέλος της ζωής της.

Η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, γεννήθηκε στη δυτική Ουκρανία από πατέρα Λευκορώσο, λοχαγό του Κόκκινου Στρατού και μητέρα Ουκρανή. Το 1948, ο ντόπιος πληθυσμός δεν είχε σε καμία υπόληψη τους Ρώσους, και δη τους αξιωματικούς του σοβιετικού στρατεύματος. Όπου πήγαιναν, τους γύριζαν την πλάτη. Βλέποντας ότι το παιδί του λιμοκτονούσε, ο λοχαγός πήδησε μια μέρα τη μάντρα ενός γυναικείου μοναστηριού και μετέφερε την απόγνωσή του στην ηγουμένη:
«Ξέρω πως με θεωρείτε εχθρό σας. Αλλά… είστε άνθρωποι του Θεού. Το παιδί μου πεθαίνει από την πείνα. Κάντε κάτι!»
Η ηγουμένη τον κοίταξε για λίγο σιωπηλή. Έπειτα του είπε:
«Φύγε και να μη σε ξαναδώ μπροστά μου. Να στέλνεις τη γυναίκα σου. Θα της δίνουμε κάθε μέρα μισό λίτρο πρόβειο γάλα».
Αυτό το μισόλιτρο κράτησε την Αλεξίεβιτς στη ζωή. Από τότε έμαθε να εμπιστεύεται τους απλούς ανθρώπους και να ακούει τις ιστορίες που είχαν να της πουν.
«Στις ανθρώπινες μαρτυρίες εκφράζεται απογυμνωμένη η τραγικότητα της ζωής. Το χάος και το πάθος της. Η μοναδικότητα και το ακατανόητό της», είπε σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Books Journal τον Μάρτιο του 2017. «Από την μια πλευρά, ήθελα πάντα οι φωνές στα βιβλία μου να ηχούν σαν χορωδίες. Από την άλλη, ήθελα πάντα να αναδεικνύονται τα ίχνη της μοναχικής ανθρώπινης ζωής».
Το 2015, η Αλεξίεβιτς τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για το πολυφωνικό και δημιουργικό της έργο», όπως ανέφερε στο σκεπτικό της η Σουηδική Ακαδημία. Η βράβευσή της ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κατηγόρησαν την Ακαδημία για πολιτικό καιροσκοπισμό, ενώ παράλληλα τόνισαν ότι η ιστορική καταγραφή και τεκμηρίωση ανήκουν στο χώρο της έρευνας, όχι της λογοτεχνίας.
Η Αλεξίεβιτς αποκρίθηκε στις κατηγορίες αυτές με χαμόγελο.
«Η λογοτεχνία πρέπει να ακολουθεί τον χρόνο», επισήμανε. «Στη λογοτεχνία μας υπάρχει η προφορική παράδοση των αφηγήσεων. Έτσι προσπάθησα κι εγώ να εντάξω την προφορική παράδοση στις δικές μου ιστορίες. Άρχισα με τις γυναικείες αφηγήσεις για τον πόλεμο που τις ενέταξα στο βιβλίο μου Ο πόλεμος δεν έχει γυναικείο πρόσωπο. Κι αυτό γιατί ο πόλεμος και η μνήμη του πολέμου είναι το βασικό περιεχόμενο της ζωής μας».
Ο πόλεμος δεν έχει γυναικείο πρόσωπο ήταν το πρώτο της ουσιαστικά βιβλίο, το 1983. (Είχε γράψει ένα ακόμα με τίτλο Έφυγα από το χωριό, με μαρτυρίες κατοίκων της Λευκορωσίας, το οποίο κόπηκε από το Τμήμα Προπαγάνδας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης με το αιτιολογικό ότι «δεν κατανοούσε την αγροτική πολιτική του κόμματος»). Στο βιβλίο της Αλεξίεβιτς αποκτούν φωνή χιλιάδες νεαρές γυναίκες, που υπηρέτησαν ως εθελόντριες στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, όχι ως νοσοκόμες ή τραυματιοφορείς όπως θα περίμενε κανείς, αλλά ως ελεύθεροι σκοπευτές, οδηγοί αρμάτων, χειρίστριες βαρέων πυροβόλων και αντάρτισσες στα μετόπισθεν του εχθρού. Γυναίκες που πάλεψαν σώμα με σώμα με τον εχθρό και τον νίκησαν κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Έφτασα ως το Βερολίνο», λέει κάποια από αυτές. «Άφησα το αυτόγραφό μου στο Ράιχσταγκ: Εγώ, η Σοφία Κουντσέβιτς, ήρθα εδώ για να σκοτώσω τον πόλεμο».
Ο πόλεμος δεν έχει γυναικείο πρόσωπο αντιμετώπισε τη μήνη της λογοκρισίας και απαγορεύτηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η συγγραφέας θυμάται τον Ρώσο λογοκριτή της εξαγριωμένο με το κάτωθι περιστατικό: 


«Μπροστά πήγαινε ένα τάγμα γυναικών πολεμιστών. Ακολουθούσαν οι άντρες, οι οποίοι προσπαθούσαν να μην κοιτάζουν την άμμο κάτω από τα πόδια τους, γιατί υπήρχαν ίχνη αίματος. Οι γυναίκες έχουν κάποιες ιδιαίτερες ημέρες, χρειάζονται βαμβάκι ή κάτι άλλο σχετικό, μα στον σοβιετικό στρατό δεν τους έδιναν τίποτα. Οι γυναίκες ντρέπονταν. Όταν έφτασαν στο πέρασμα των ποταμών, άρχισαν να τους βομβαρδίζουν. Οι άντρες καλύφθηκαν, αλλά οι γυναίκες μπήκαν στο νερό για να πλυθούν και έγιναν ο τέλειος στόχος! Τις περισσότερες τις σκότωσαν από αέρος. «Τι θέλατε κι ανακατέψατε τη βιολογία; Έπρεπε να περιοριστείτε στις ηρωικές πράξεις», ούρλιαζε ο λογοκριτής. Προσπάθησα να του εξηγήσω πως ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, αποτελείται μεταξύ άλλων από βιολογικά στοιχεία. Το σώμα με ενδιαφέρει ως σύνδεσμος ανάμεσα στη φύση και την ιστορία. Τα ιδανικά δεν μπορούν να είναι γύψινα σαν αγάλματα. Παρ’ όλα αυτά, λογόκριναν αυτήν τη σελίδα στην πρώτη έκδοση του βιβλίου. Μπόρεσα να τη δημοσιεύσω ατόφια μετά από δέκα χρόνια, στα χρόνια της περεστρόικα».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: