«Πρὸς δ᾽ ἐμὲ τὸν δύστηνον ἔτι φρονέοντ᾽ ἐλέησον».
Η ομηρική φράση θα μπορούσε να μεταφραστεί με την μονολόγιστη ευχή: με το «ελέησόν με τον αμαρτωλό», την αδιάλλειπτη καρδιακή προσευχή προς τον Ιησού Χριστό. Όμως τα λόγια είναι του Πρίαμου που απευθύνεται στο γιο του Έκτορα, ικετεύοντάς τον να γυρίσει πίσω και μέσα στα τείχη της Τροίας, για να προφυλαχτεί και να μην κινδυνεύσει να χάσει τη ζωή του από τον Αχιλλέα (Ιλιάδα, Χ,59). «Εμένα τον κακορίζικο, που ακόμα ζω σπλαγχνίσου», είναι η ακριβής μετάφραση του Κακριδή. Ο Πολυλάς μεταφράζει αλλιώς: «Εμέ τον δύστυχον, πόχω το νου μου ακόμη, λυπήσου». Με ένα δεκαπεντασύλλαβο, «σπλαχνίσου με, όσο ακόμα ζω, τον άμοιρο κι εμένα», αποδίδει ο Αλέξανδρος Πάλλης αυτήν την σπαρακτική ικεσία. Πάντως ―σαν μια συναφής τής προσευχής φράση― η φράση «εμέ…ελέησον» περιέχει ικετευτική έκκληση για έλεος. Το έλεος που ζητά ο Πρίαμος είναι η εξασφάλιση της ίδιας της ζωής του πρωτότοκου παιδιού του, που βρίσκεται στο κέντρο αυτού του αποτρόπαιου πολέμου και έχει βγει μπροστά σε μια κρίσιμη για τους Τρώες στιγμή. Συνακόλουθα έλεος είναι γι’ αυτόν η εξασφάλιση της ζωής και της ευτυχίας της οικογένειάς του. Και το έλεος αυτό το ζητά από το ίδιο το παιδί του. Του ζητά ν α μ η ν π ε θ ά ν ε ι. Ο θάνατος είναι η απόλυτη καταστροφή για τον αρχαίο κόσμο. Το βεβαιώνει ο Όμηρος και πάλι. Όταν ο Αχιλλέας αργότερα συναντιέται με τον Οδυσσέα στον Άδη, του λέει ότι θα προτιμούσε να ξενοδούλευε φτωχός και άκληρος στον πάνω κόσμο, παρά να είναι άρχοντας στον κόσμο των νεκρών (Οδύσσεια λ, 489).
Από όλους τους ήρωες της Ιλιάδας ο Έκτορας ενσαρκώνει με τον πιο απόλυτο τρόπο το ομηρικό ηρωικό ιδεώδες: είναι αποφασισμένος να πεθάνει σε ένα αμυντικό πόλεμο, ξέρει το τέλος που τον περιμένει αντιμετωπίζοντας τον «θεϊκό» Αχιλλέα, αλλά επιμένει να πεθάνει, ξεπερνώντας την τιμή και τη δόξα του πατέρα του. («Πατρός τε μέγα κλέος», Ιλιάδα Ζ, 446). Νωρίτερα ο Έκτορας το έχει πει με όλους τους τρόπους στη γυναίκα του Ανδρομάχη, ότι μπροστά του έχει το θάνατο, με απόλυτη βεβαιότητα και με βαθιά συνείδηση του χρέους του απέναντι στην πατρίδα, τους στρατιώτες του και τον πατέρα του. Επιπλέον υπογραμμίζει αυτή την ίδια την κατάσταση της συνείδησης και της ελευθερίας του, έχει απόλυτη επίγνωση ο Έκτορας, ότι τα λόγια του κι οι πράξεις του ταυτίζονται με την βαθύτερη επιθυμία του, με την απόφασή του και με όλη την ψυχή του:
«εὖ γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν·
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ
καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο.»
«Ναι, ξέρω, μου το λέει αφτό αλάθεφτα η ψυχή μου,
θα φέξει η μέρα —δεν αργεί— που θα χαθεί η πατρίδα,
κι ο βασιλιάς ο Πρίαμος, κι ο ξακουστός λαός του». (Μτφρ. Αλέξανδρου Πάλλη)
Ο γιος του Πρίαμου βαδίζει προς το θάνατο, είναι ολοκάθαρο. Την αντίληψη που καταγράφεται στους Επιταφίους λόγους ότι ο νεκρός για την πατρίδα κερδίζει την αθάνατη δόξα των Θεών την ξέρει καλά ο βασιλιάς της Τροίας. Ωστόσο σε μια στιγμή που συνοψίζει στην ιστορία και στο πεπρωμένο της ανθρωπότητας όλο το σπάραγμα του πατέρα που χάνει το παιδί του, αντιστρέφει αυτή την αντίληψη και του ζητά να μην πεθάνει. Να αρνηθεί αυτήν τη θυσία, να μην πεθάνει, για να μη κερδίσει ο Αχιλλέας την δόξα της νίκης που προδιαγράφεται εναντίον του Έκτορα από το αήττητο χέρι του και από τα όπλα που του έφτιαξε ο Ήφαιστος. Η τραγωδία της ιστορίας ενός βασιλιά που η βασιλεία και η οικογενειακή του ευτυχία καταποντίζονται, συμπυκνώνεται στην ικεσία του Πρίαμου, στη λέξη «ελέησον», προς το γιο του. Ο Πρίαμος στο μεταξύ, έχει χάσει «πλήθιους γιους αρχοντογέννητους» και το θυμίζει στον Έκτορα. Ο Αχιλλέας είναι η αιτία.
«μου 'χει παρμένους ως τώρα
σκοτώνοντάς τους για πουλώντας τους σε μακρινά ακρογιάλια.
Κι ακόμα τώρα τον Πολύδωρο και το Λυκάονα ψάχνω
και δεν τους βρίσκω, εδώ που κλείστηκαν οι Τρώες στο κάστρο μέσα,
η Λαοθόη που μου τους γέννησεν, αρχόντισσα απ' τις πρώτες.
Μ' αν ζουν ακόμα μες στ' Αργίτικα λημέρια, με χρυσάφι
και με χαλκό θα τους λυτρώναμε, τι είναι πολύ το βιος μας·
Μ᾿ αν σκοτώθηκαν πια και βρίσκουνται στον Κάτω Κόσμο τώρα,
καημός σε μας που τους γεννήσαμε, τη μάνα του κι εμένα» (Ιλιάδα, Χ, 53)
Ελπίζει με το χρυσάφι και τον χαλκό να πάρει πίσω, όσους τυχόν ζουν, γιατί δεν ξέρει την τύχη τους. Ελπίζει ακόμα, την ώρα αυτή, να σώσει τη ζωή τους με όσο χρυσάφι έχει. Αλλά στο μεταξύ λέει στον Έκτορα:
«εἰσέρχεο τεῖχος ἐμὸν τέκος, ὄφρα σαώσῃς
Τρῶας καὶ Τρῳάς» (Ιλιάδα Χ, 56)
Δηλαδή «έμπα, γιε μου, μες στο κάστρο μας και γλίτωσέ μας όλους,
τους Τρώες μαζί και τις γυναίκες τους».
Δέκα αιώνες μετά τον Τρωικό πόλεμο, γύρω στο 180 π.Χ., γραμμένη πρωτοτύπως στα αρχαία ελληνικά η φράση μιας μητέρας που επίσης ζητά έλεος, έχει ως εξής: «Υἱέ, ἐ λ έ η σ ό ν με τὴν ἐν γαστρὶ περιενέγκασάν σε μῆνας ἐννέα καὶ θηλάσασάν σε ἔτη τρία καὶ ἐκθρέψασάν σε καὶ ἀγαγοῦσαν εἰς τὴν ἡλικίαν ταύτην καὶ τροφοφορήσασαν».
Και η μετάφραση: «Παιδί μου, λυπήσου εμένα, που επί εννέα μήνας σε είχα στην κοιλιά μου, σε θήλασα τρία χρόνια, σε ανέθρεψα και σε έφερα στην ηλικία αυτήν, που είσαι». Είναι τα λόγια της Αγίας Σολομονής που έζησε κατά την εποχή που η Ιουδαία βρισκόταν κάτω από την εξουσία του Βασιλιά της Συρίας Αντίοχου του Επιφανούς, που καταδίωκε με μανία τους Ισραηλίτες. Ζητά έλεος κι εκείνη από το παιδί της.
Απευθύνεται προς τον έβδομο γιό της, τον Μάρκελλο (Β’ Μακκαβαίων, 7,27) λίγο πριν πεθάνει και αυτός μαρτυρικά, ακολουθώντας τα έξι μεγαλύτερα αδέρφια του. Η μητέρα φοβήθηκε μήπως το έβδομο παιδί της ―καθότι μικρότερο― δειλιάσει μπροστά στον τύραννο Αντίοχο τον Επιφανή, που για να εξευτελίσει τους Ιουδαίους, τους μάζεψε μπροστά του και τους ανάγκασε να φάνε κρέατα χοιρινά και ειδωλόθυτα (που θυσιάστηκαν στη λατρεία των ειδώλων), τα οποία ήταν απαγορευμένα από τον Ιουδαϊκό νόμο, ως ακάθαρτα.
Η αγωνία λοιπόν της μητέρας είναι μήπως το παιδί της δειλιάσει και δ ε ν προτιμήσει να πεθάνει. Μ ή π ω ς ζ ή σ ε ι. Αυτό φοβάται, μήπως ζήσει, παρασυρμένο από τον τύραννο που του υπόσχεται τη ζωή των ειδωλολατρών, τα πλούτη, τα αξιώματα και τη φιλία του βασιλιά και χάσει τη βασιλεία των Ουρανών. Του ζητά να μ π ε ι σ τ η φ ω τ ι ά. Το έλεος που ζητά από το παιδί είναι να δεχτεί τον θάνατο! Του λέει:
«Μὴ φοβηθῇς τὸν δήμιον τοῦτον, ἀλλὰ τῶν ἀδελφῶν ἄξιος γενόμενος, ἐ π ί δ ε ξ α ι τ ὸ ν θ ά ν α τ ο ν, ἵνα ἐν τῷ ἐλέει σὺν τοῖς ἀδελφοῖς σου κομίσωμαί σε». Μη φοβηθής, λοιπόν, αυτόν τον δήμιο, αλλά να φανείς αντάξιος των αδελφών σου. Δέξου ηρωικά τον μαρτυρικό θάνατο, για να σε κερδίσω πάλι μαζί με τους αδελφούς σου στον καιρό του ελέους του Θεού, της αναστάσεως δηλαδή των νεκρών”, μεταφράζει και αποδίδει ερμηνευτικά ο Ι. Κολιτσάρας.
Η μητέρα αυτής της ικεσίας του ελέους είναι απίστευτη. Έχει μεταβάλει την μητρική τρυφερότητα σε ―αδιανόητο― ανδρικό θάρρος (τὸν θῆλυν λογισμὸν ἄρσενι θυμῷ διεγείρασα) (Β΄ Μακκαβαίων, 7, 21). Παρακαλεί το παιδί της να πεθάνει, για να κερδίσει και αυτό και τα έξι άλλα της παιδιά και η ίδια, την ανάσταση των νεκρών και την αιώνια ζωή. Πεθαίνοντας, κερδίζει. Και το παιδί της και η ίδια. Αντίθετα με το «μπες μέσα στο κάστρο» του Πρίαμου, εκείνη ζητά από το γιο της να μπει στη φωτιά. Κανένα κοίτασμα χρυσού ή άλλου πλούτου από αυτά που έχει ο Πρίαμος, δεν υπάρχει για να ζυγιστεί αυτό το κέρδος. Δεν υπολογίζει το θάνατο, όχι του ενός αγοριού της, αλλά ούτε ολόκληρης της οικογένειάς της, των επτά παιδιών της δηλαδή, το χαμό. Η εξήγηση είναι απλή. Ξέρει το κέρδος που έχουν εξαγγείλει οι προφήτες της γενιάς της. Ξέρει τα λόγια του Μωυσή, ότι ο Θεός ελεεί τους δούλους του. «Ο Κύριος ο Θεός βλέπει και είναι πράγματι ελεήμων και ευσυμπάθητος προς ημάς, όπως διασάφησε ο Μωυσής σαφώς στην ωδή, την οποία ενώπιον όλου του Ισραηλιτικού λαού διεκήρυξε λέγοντας: ο Κύριος σπλαγχνίζεται και ελεεί τους δούλους του» (Β΄ Μακκαβαίων, 7, 6).
Είναι το έλεος που χαρίζει το αιώνιο κέρδος της βασιλείας του Θεού έναντι των ειδώλων, που είναι χειροπιαστά μπροστά τους, αφού ο τύραννος τα είδωλα εκπροσωπεί και διαφημίζει. Γι΄ αυτά κόβει τις γλώσσες ο Αντίοχος, ξερριζώνει τις σάρκες με σιδερένια νύχια, κόβει τα μέλη, λειώνει τους μάρτυρες κάτω από καταπέλτες. Για τη δόξα των ειδώλων και του εαυτού του.
Δεν φοβούνται οι μάρτυρες; Η Σολομονή ενισχύει τα παιδιά της, γιατί είναι γλυκό να ακρωτηριάζεσαι για τον Θεό, όπως δηλώνει μπροστά στο μαρτύριο ο τέταρτος γιος της. Κι όλοι οι γιοί της τρέχουν, είναι ανίκητοι, είναι ασταμάτητοι μπροστά στον πόθο τους να προλάβουν να μαρτυρήσουν. Ο πέμπτος γιος φωνάζει «η γνώση που κερδίζουμε από την ευσέβεια είναι ανίκητη». Και η παράκληση της μητέρας είναι να κερδίσουν αυτή τη γνώση και τη δικαιοσύνη του Θεού. Τους λέει:
«Σε παρακαλώ, παιδί μου και το απαιτώ, γιατί αυτό είναι το δίκαιο, σήκωσε τα μάτια σου ψηλὰ και κύταξε τον ουρανό, δες και τη γη και δες τα όλα, όσα υπάρχουν στον ουρανό και στη γη. Κατάλαβε καλά ότι ο Θεὸς τα δημιούργησε όλα αυτά από το μηδέν και το ανθρώπινο γένος πλάστηκε από τον Θεό με τον ίδιο τρόπο». Απαιτεί από το έβδομο παιδί της να ριχτεί στο καμίνι του θανάτου, να δεχτεί το θάνατο τώρα, αμέσως, για να κερδίσει την αιώνια ζωή. Όχι μια αφηρημένη «άλλη» ζωή της ψυχής, αφού η ανάσταση που ξέρει είναι ανάσταση και όλων των νεκρών σωμάτων, όχι μόνο ψυχών. Ξέρει ότι ο Θεός τού Μωυσή και δικός της Θεός θα αναστήσει σε νέα ζωή τα νεκρά κομμένα χέρια, πόδια και κεφάλια των παιδιών της.
Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που μιλάει έτσι, προτρέποντας ένα παιδί της να πεθάνει. Και στη διάρκεια του μαρτυρίου των υπόλοιπων παιδιών της έχει σταθεί μπροστά και έχει προτρέψει τα αγόρια της να αρνηθούν τη ζωή τους και να πεθάνουν με τρόπο μαρτυρικό. Ο τρίτος γιος έχει αφήσει στην αιωνιότητα τη φράση: «Είναι προτιμότερο να πεθαίνει κανείς από τα χέρια των ανθρώπων με την ελπίδα που έχει προς το Θεό ότι και πάλι θα αναστηθεί από εκείνον. Για σένα όμως, βασιλιά, η ανάστασή σου δεν θα είναι προς ζωήν”. («Αἱρετὸν μεταλλάσσοντα ὑπ᾿ ἀνθρώπων τὰς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ προσδοκᾶν ἐλπίδας πάλιν ἀναστήσεσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ· σοὶ μὲν γὰρ ἀνάστασις εἰς ζωὴν οὐκ ἔσται».) Ό έκτος πάλι γιος έχει αφήσει μιαν άλλη εκπληκτική φράση απευθυνόμενος στον τύραννο Αντίοχο, που είναι έξαλλος από την λύσσα της αλαζονείας και την τύφλωση. Του λέει: «Μην απατάς τον εαυτό σου, εμείς υποφέρουμε τα μαρτύρια εξ αιτίας του εαυτού μας, γιατί έχουμε αμαρτήσει ενώπιον του Θεού μας. Γι αυτό μας συμβαίνουν αυτά τα φοβερά και εκπληκτικά γεγονότα. Αλλά κι εσύ μη φανταστείς ότι θα μείνεις ατιμώρητος, αφού τόλμησες κι έγινες θεομάχος».
Δέχεται δηλαδή το μαρτύριο με απόλυτη ταπείνωση, με τον τρόπο της βαθιάς μετάνοιας, κι όχι αλαζονικά. Επειδή ξέρει ότι τον περιμένει η αιώνια ζωή, δεν γίνεται υπερόπτης, αλλά αναλαμβάνει το χρέος της μετάνοιας για λογαριασμό όλου του λαού. Ο λόγος για τον οποίο συναισθάνεται την απομάκρυνση των συμπατριωτών του από τον Θεό, είναι η υιοθέτηση των ειδωλολατρικών εθίμων από το λαό των Ιουδαίων και μαρτυρεί με τη ζωή του εκούσια, παρόλο που ο ίδιος απέχει από την αποστασία αυτή. Οι αμαρτίες βαραίνουν και κάποιους Αρχιερείς των Μακκαβαίων, που δωροδοκούν τον Αντίοχο έναντι εκατοντάδων ταλάντων για να ανέλθουν στο θρόνο του Αρχιερέα των Μακκαβαίων και δολοφονούν ο ένας τον άλλο για να εδραιωθούν στην εξουσία. Αυτές είναι ―κατά τον έκτο γιο και μάρτυρα― οι αληθινές αιτίες, για τις οποίες επιτρέπει ο Θεός το μαρτύριό τους, και γι αυτές τις ανομίες, που δεν είναι ωστόσο δικές τους, αλλά αυτές σηκώνουν, τα επτά παιδιά της Σολομονής μπαίνουν εκούσια στο μαρτύριο.
Την ώρα του μαρτυρίου του έκτου γιου, η Σολομονή λέει: «Δεν γνωρίζω πώς έχετε γεννηθεί στην κοιλιά μου, δεν είμαι εγώ εκείνη που σας έδωσα το πνεύμα και την ζωή, δεν είμαι εγώ εκείνη που οργάνωσα τα στοιχεία, που αποτελούν το σώμα σας. Αυτά είναι του Θεού δώρα». Έτσι τεκμηριώνει το μαρτύριο, που ωστόσο το απαιτεί. «Έχω την απαίτηση… να δεχτείς τον θάνατο», λέει (ἀξιῶ σε, τέκνον… ἐπίδεξαι τὸν θάνατον) (Β΄ Μακαββαίων, Ζ, 28-29).
Στο τέλος εκείνης της μέρας που αφάνισε τη ζωή επτά νέων, των παιδιών της, η αγία Σολομονή ρίχνεται μόνη της στην πυρά, μετά τον θάνατο των επτά παιδιών της. Γι αυτό και ανήκει στους λεγόμενους «αυτόκλητους μάρτυρες», γιατί δεν της ζητήθηκε να μαρτυρήσει.
Μια γυναίκα μπαίνει με τα επτά παιδιά της στη Βασιλεία των Ουρανών. Είναι το πρώτο και τελευταίο μαρτύριο στην Παλαιά Διαθήκη. (Ο Δανιήλ που ρίχτηκε στα λιοντάρια και οι τρείς παίδες που ρίχτηκαν στο καμίνι έζησαν θαυματουργικά.) Οι Εβραίοι διώχθηκαν, εξορίστηκαν και κακουχήθηκαν, αλλά μαρτύριο υπέστησαν μόνο σε αυτήν την περίπτωση. Παρόλο που μαρτύρησαν πριν το Χριστό, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι δεν υπολείπονται σε τίποτα από εκείνους που μιμήθηκαν το ζωοποιό Πάθος του Χριστού, διότι με την πίστη τους σε Εκείνον υπερνίκησαν θριαμβευτικά κάθε επίγειο δεσμό. (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Λόγος ΙΕ’ εις τους Μακκαβαίους 7, PG 35, 924).
Για την τύχη του Αντίοχου που αρρώστησε και πέθανε ξαφνικά σε εκστρατεία στην Περσία υποθέτουμε πως δεν θα ήταν καλή. Αλλά ο Πρίαμος; Τα άλλα παιδιά του; Η θυσία του Έκτορα πήγε χαμένη; Έχασε και την επίγεια και την Ουράνια ζωή και Βασιλεία; Ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός απαντά στον Ύμνο του στην Σταυροπροσκύνηση, για το τι συμβαίνει σε αυτούς που βρίσκονται στον κάτω κόσμο, «εἰ δ' ἤδη τεθνᾶσι καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισιν», «αν όμως σκοτωθήκαν πια και βρίσκουνται στον Κάτω Κόσμο τώρα», όπως φοβάται από αιώνες ο Πρίαμος (Ιλιάδα Χ, 52). Λέει λοιπόν:
«Δεν έχει πιά την φλόγινη ρομφαία / να φράζει, φύλακας, την πύλη της Εδέμ. / Δέθηκε η φλόγα της αλλόκοτα / με του Σταυρού το ξύλο. / Του Θανάτου το κεντρί και του Άδη η νίκη σκορπίσαν, / σκόνη. / Και φανερώθηκες, Σωτήρ μου, / φωνάζοντας στου Άδη τους φυλακισμένους: / «Εισέλθετε / μες στον Παράδεισο ξανά». (Κοντάκιον σταυρώσιμον, Ρωμανού του Μελωδού, μτφρ. Δημήτρη Κοσμόπουλου, περ. Χάρτης, τχ. 15, Μάρτιος 2020).
Το Ξύλο του Σταυρού χρειάστηκε, Πρίαμε, απ’ το χρυσάφι του κόσμου, τίποτα.