Το βιβλίο του Θανάση Χατζόπουλου με τίτλο Ονομαστική αξία και υπότιτλο Δοκίμια για τη μετάφραση
έφτασε στα χέρια μου μια μέρα συμβολική, ανήμερα του Αγίου Ιερώνυμου, προστάτη των μεταφραστών. O αναστοχασμός των μεταφραστών πάνω στην τέχνη τους είναι εν γένει σπάνιος, και στα καθ’ ημάς ακόμη σπανιότερος, γεγονός που καθιστά το βιβλίο αυτό εξαρχής πολύτιμο. Η δε πολυσχιδής προσωπικότητα του συγγραφέα, του οποίου η πλούσια μεταφραστική εμπειρία (Char, Jouve, Bonnefoy, Jaccottet, Valéry, Claudel, Chateaubriand, Cioran, Tournier κ.ά.) συνδυάζεται με την εξίσου μακρόχρονη, γόνιμη και πολυβραβευμένη συγγραφική του διαδρομή, αφενός, και την ψυχαναλυτική του ματιά, αφετέρου, προοιωνίζεται ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις του μεταφραστικού φαινομένου.
Το ανά χείρας βιβλίο αποτελείται από κείμενα εντελώς νέα και ανέκδοτα, εντελώς πρόσφατα, αλλά και παλαιότερα, κάποια ξαναδουλεμένα, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα, που χρονολογούνται, το πιο πρώιμο από το 1998, γραμμένα σε διάφορες περιστάσεις, ως αποτέλεσμα μοναχικών διαλογισμών ή σε αλληλεπίδραση με κείμενα και ανθρώπους.
Οι επί μέρους τίτλοι του βιβλίου δίνουν μια πρόγευση των προβληματισμών που καταθέτει ο συγγραφέας του. Παραθέτω μερικούς εξ αυτών: Η μετάφραση ως άσκηση ακριβείας/Η ακριβής λέξη/Σύνοψη φιλοξενίας/Ανάμεσα στις λειτουργίες και τις γλώσσες/Ριζώματα της μετάφρασης/Μετάφραση και ασυνείδητο/Μετάφραση και ερμηνεία: το στενό μονοπάτι/Η μετάφραση και η λογοτεχνική της αξία. Κρατώ για το τέλος τα πρώτα κείμενα του βιβλίου, τα οποία έπονται της εισαγωγής που δηλώνεται ευθύς εξαρχής ως εγκώμιο προς τη μετάφραση. Πρόκειται για πιο σύντομα κείμενα τα οποία συνυπάρχουν κάτω από τον ευφυή τίτλο-ομπρέλα «Μετα-φραστικά απόνερα» (ονομαστική αξία/κατάδυση και ανάδυση του μεταφραστή/οι προηγηθείσες μεταφράσεις/μεταφέροντας δομές/Τι θα πει μετάφραση/Ο μύθος της Βαβέλ και οι μεταφορές/Η λέξη ως φαινότυπος και ως γονότυπος/Ο μεταφραστής και η μοναξιά του/Κυνηγώντας τη σκιά της λέξης/Γιατί δεν τελειώνουν οι μεταφράσεις). Ο γενικός τίτλος «Μετα-φραστικά απόνερα» δηλώνει σαφώς τη γενεσιουργό τους αιτία, είναι κείμενα που προέρχονται από την ίδια την πράξη της μετάφρασης, από την πολυετή και πολύπλευρη ενασχόληση του Χατζόπουλου με τη μετάφραση, και γι’ αυτό είναι κείμενα ζωντανά, ασπαίροντα από μεταφραστικά ερωτήματα, τα οποία διατυπώνει ο μεταφραστής την ώρα που δουλεύει πάνω στο κείμενο, και στα οποία ο Θανάσης Χατζόπουλος δίνει απαντήσεις θεωρητικοποιώντας, γενικεύοντας επ’ ωφελεία, αποσπώντας τα από το συγκεκριμένο και το εφήμερο, κατευθύνοντάς τα από την πράξη στη θεωρία.
Θα σταθώ από την πλευρά μου σε 3 άξονες γύρω από τους οποίους θεωρώ ότι δομείται η σκέψη του συγγραφέα των δοκιμίων αυτών καθώς διατέμνουν όλα τα κείμενα:
1.Η διαρκής διερώτηση γύρω από το τι είναι μετάφραση, τι θα πει μετάφραση, με τη μεταφορά ως κύριο μεθοδολογικό εργαλείο στην προσέγγιση και την απόπειρα ορισμού της. Στην προέκταση αυτής της διερώτησης, απαντάται η σημαίνουσα έννοια της ονομαστικής αξίας ―δίνει άλλωστε το όνομα στο βιβλίο― αλλά και της πραγματικής/λογοτεχνικής αξίας της μετάφρασης.
Από τις απαρχές της σχεδόν, η μετάφραση επιχειρήθηκε να ορισθεί μέσω μεταφορών, οι οποίες συναγωνίζονταν μεταξύ τους σε ευρηματικότητα. Ο Θερβάντες στον Δον Κιχότε βάζει τον ήρωά του να λέει: «έχω την εντύπωση πως η μετάφραση από μία γλώσσα σε μιαν άλλη, εκτός κι εάν πρόκειται για τις βασίλισσες των γλωσσών, την αρχαία ελληνική και τη λατινική, είναι σαν να κοιτάζει κανείς φλαμανδικά χαλιά τοίχου από την πίσω όψη, όπου, αν και διακρίνονται οι μορφές, είναι γεμάτες κλώσματα που τις επισκοτίζουν, και δεν αναφαίνονται με τη λεία υφή και στιλπνότητα της καλής μεριάς»,[1] ενώ ο αιώνας της μετάφρασης, ο 19ος αιώνας τις απαθανατίζει ως «ωραίες άπιστες». Διαχρονικά, οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν ένα ευρύτατο και πολυποίκιλο φάσμα μεταφορών για να ορίσουν τη μετάφραση. Παρά την ανάπτυξη του επιστημονικού πεδίου της μεταφρασεολογίας από την δεκαετία του 1960 και μετά, ο λόγος περί μετάφρασης εξακολουθεί να δανείζεται εικόνες και μεταφορές από κάθε σημείο του επιστητού και της ανθρώπινης δραστηριότητας και γνώσης. Επιπλέον συνιστά αντικείμενο έρευνας[2] ― δεδομένου ότι οι μεταφορές προσφέρουν ένα σημαντικό πεδίο αυτοαναστοχαστικότητας για τον κλάδο της μετάφρασης. Στο ίδιο πνεύμα κινείται ο Χατζόπουλος όταν δηλώνει «Η μετάφραση είναι η ίδια μια τεράστια μεταφορά, μια μεγάλη ιστορία μεταφορών. Ανέλαβε να αποκαταστήσει τη σύγχυση που οδήγησε στα χάσματα, αλλά και να γεφυρώσει τα χάσματα που οδήγησαν στις γλώσσες. Αλλά αποκαθιστά συνδέοντας τα διαφορετικά, όπως μια μεταφορά που έχει ως έργο να αναγνωρίζει και να επενδύει τις μεταξύ τους ομοιότητες», και προσθέτει το δικό του, καθόλου ευκαταφρόνητο σε αριθμό και ποικιλία απόθεμα μεταφορών. Παραθέτουμε μερικές εξ αυτών:
Μύθος της Βαβέλ/λάτρα/σκιά-απεικόνιση-παρασκιά του πρωτοτύπου/ γλυπτική των λέξεων/ ύμνος στην ετερότητα/ μαγική εικόνα /στρατιωτική επιχείρηση/σύνοψη φιλοξενίας/ύφανση με άλλο στημόνι/ ορειβασία/δυο θέατρα με κοινό παρασκήνιο /γαϊτανάκι στο οποίο καθένας πιάνεται από την κορδέλα του/σκαρί που δοκιμάζεται στη θάλασσα/κάθε μετάφραση είναι αποτέλεσμα ενός ελλειμματικού φόνου.
Ο μεταφραστής, έχει κι αυτός στον λόγο του Χατζόπουλου τη δική του μεταφορική απεικόνιση. Ο παρεξηγημένος και αποδιοπομπαίος traduttore-traditore γίνεται για τον Χατζόπουλο: αποφλοιωτής-εκκοκιστής των λέξεων/ ραβδοσκόπος της σκιάς/ μάντης/ θαλασσοδαρμένος/ ταξιδιώτης-περιηγητής άγνωστης χώρας/σχεδιαστής χαρτών/οικοδόμος κάστρων/έκδοχο-μεταφραστής/ ταξιδιώτης/περιηγητής άγνωστης χώρας/σχεδιαστής χαρτών/οικοδόμος κάστρων/έκδοχο-μεταφραστής/δημιουργός-αντιπρόσωπος/φιλοξενούμενος/ μετασχηματιστής του ποιητικού λόγου/ χαμαιλέοντας που η καρδιά του χτυπάει στο πρωτότυπο.
Από την μεταφορική διάθεση του Χατζόπουλου δεν θα μπορούσε να διαφύγει ο επιμελητής, ο οποίος αναφέρεται ως «είδος ρυμουλκού» που προστρέχει προς βοήθεια κάθε βυθιζόμενου σκάφους.
Ο Θανάσης Χατζόπουλος αποτείνει επίσης φόρο τιμής στα σωστικά μέσα -ας μου επιτραπεί αυτή η μεταφορά- που διατίθενται προς βοήθεια όλων των εμπλεκομένων, εν προκειμένω στα λεξικά, τα οποία αποκαλεί: ταμιευτές κόσμων/κατάλογους του κόσμου/πυκνωτή διαδρομών/χορό της μετάφρασης, κλπ. Και στις λέξεις των λεξικών, που του εμπνέουν σχεδόν ένα ποίημα: «Οι λέξεις των λεξικών, αυτοί οι ταξινομημένοι κατάλογοι του κόσμου, είναι η πιο σταθερή βακτηρία του, οι μοχλοί όλων του των ονειροπολήσεων προς τον κόσμο των πραγμάτων, αισθητών και φανταστικών. Οι λέξεις των λεξικών, αυτό το αποτύπωμα του ανθρώπου ως μυρμηγκιού στο χώμα της σελίδας, με τα μεγαλύτερα και μικρότερα στοιχεία, αυτό το συνεχές υπόμνημα ενός κόσμου μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Αυτές οι μικροσκοπικές βιβλιοθήκες πίσω από τα αποτυπώματα δύο, τριών ή και τεσσάρων γλωσσών, που δηλώνουν το πώς λοξεύει η ανθρώπινη ματιά πάνω στα πράγματα από τόπο σε τόπο. Και πώς γίνεται μνημείο ζωής άθελά της.»
2. Το προγλωσσικό και το προγνωστικό, το πριν από τον λόγο και τη γνώση, πριν από την όποια γλώσσα, η βαθιά στοιβάδα του έργου στην οποία οφείλει να καταδυθεί ο μεταφραστής, να εμβαπτιστεί στα πρωταρχικά της ύδατα πριν ξεκινήσει τη μετάφραση.
Αυτή η κατάδυση του μεταφραστή στην προλεκτική περιοχή, σύμφωνα με τα λόγια του Τζο Μπέργκερ, τα οποία επικαλείται και με τα οποία συντάσσεται απολύτως, είναι καίριας σημασίας για τον Θανάση Χατζόπουλο. Ο συγγραφέας των ανά χείρας δοκιμίων, βάζει τον μεταφραστή να εκτελέσει, σχεδόν τελετουργικά μια σειρά από απεκδυτικές ενέργειες απέναντι στο πρωτότυπο όπως να υπογειοποιήσει τις λέξεις του, να χωνέψει το κείμενο, να αποφλοιώσει το πράγμα από τις λέξεις, να αγγίξει την ακατέργαστη μορφή του, να καταδυθεί στην περιοχή του άλαλου και της εγγύς του νήπιας γλώσσας ώστε να μπορέσει να ξαναζήσει την αναζήτηση της λέξης, να φτάσει στις φανερές αλλά και στις κρυφές αντιστοιχίες ανάμεσα στα πράγματα που θα εκφραστούν με αναλογίες λέξεων, με τελικό στόχο την ακριβή λέξη. «Άλλωστε γι’ αυτό, για να βρει την ακριβή λέξη, ψάχνει το πέραν των λέξεων, αναζητά την υπόγεια ρίζα τους στο μάγμα του ασυνειδήτου».
Η μεταφορά των δύο θεάτρων με το κοινό παρασκήνιο είναι η απτή εικόνα αυτής της προγλωσσικής περιοχής στην διεπαφή της με το πρωτότυπο και το μετάφρασμα: «Έτσι ας φανταστούμε δύο θέατρα με κοινό παρασκήνιο, μια διπλή σκηνή εκατέρωθεν του κοινού παρασκηνίου, σαν θέατρο σε σιαμαία μορφή, όπου το παρασκήνιο βρίσκεται εκεί όπου τα σιαμαία συνδέονται, και οι δύο διαφορετικές σκηνές, τα δύο προσκήνια, εκεί όπου ξετυλίγονται, πλάτη με πλάτη ίσως, τα δύο διαφορετικά σώματα, οι δύο γλώσσες, οι δύο σκηνές όπου παίζεται με τόσο διαφορετικό τρόπο, σε τόσο διαφορετική συνήθως σκηνοθεσία, το «ίδιο» έργο. Στο παρασκήνιο, βρισκόμαστε στις πηγές του γλωσσικού στοιχείου, στην προγλωσσική περιοχή, εκεί από όπου με τρόπο αφανή και ευφυή εμφανίζονται τα πρώτα φωνήματα. Ο μεταφραστής βρίσκεται σε μια συνεχή συνάφεια με αυτή την περιοχή ανάμεσα στις δύο γλώσσες, αντλεί από εκεί τα παραδείγματά του κάθε φορά που οι δυσκολίες γίνονται, φαίνονται και κάποτε είναι ανυπέρβλητες.»
3. Η ακριβής λέξη την οποία οφείλει να αναζητήσει, να εντοπίσει και επιλέξει ο μεταφραστής για να φέρει εις πέρας επαξίως το έργο του.
Είτε πρόκειται για τη μετάφραση ψυχαναλυτικών είτε ποιητικών κειμένων, η ακριβής λέξη φαίνεται να είναι για τον Χατζόπουλο ο απόλυτος ρυθμιστής μιας επιτυχούς μετάφρασης. Για τον Φλομπέρ ξέρουμε ότι η ακριβής λέξη υπήρξε ο ρυθμιστής της γραφής του. Είναι αυτή η περιλάλητη mot juste που ο Μπετελχάιμ δεν την μεταφράζει και την αφήνει στα γαλλικά μέσα στο αγγλικό κείμενό του, τόσο βαθιά αγκυροβολημένη είναι στη γαλλική γλώσσα. Τόσο στο κείμενο που αφορά τη μετάφραση ψυχαναλυτικών κειμένων όσο και στο ομότιτλο κείμενο, η ακριβής λέξη είναι το ακριβό ζητούμενο. «Στη μετάφραση, δημιουργική είναι μόνον η ακρίβεια», επιμένει ο Θανάσης Χατζόπουλος. Είναι από τα ελάχιστα, αν όχι το μοναδικό σημείο του βιβλίου που τον αισθάνομαι απολύτως αφοριστικό, ανυποχώρητο. Δεν πρέπει βεβαίως, κάτι το οποίο αποσαφηνίζει ο συγγραφέας, να μπερδεύουμε την ακριβή λέξη με την κυριολεξία, αλλά με μια ακρίβεια που επικοινωνεί με την βαθύτατη εκείνη στοιβάδα του άλαλου. Εύγλωττα τα αντιπαραδείγματα από τις μεταφράσεις του Φρόιντ στην αγγλική γλώσσα, και συστηματικά τεκμηριωμένος ο σχολιασμός διαφόρων μεταφράσεων του Μπονφουά και άλλων ποιητών, όπου οι μεταφραστές έπεσαν στην παγίδα της κυριολεκτικής απόδοσης.
«Ακρίβεια, σταθερότητα, καθαρότητα», διακηρύσσει ο Θανάσης Χατζόπουλος στο κείμενο που τιτλοφορείται «Μετάφραση ως άσκηση ακριβείας». Στο νου μας έρχονται συνειρμικά «Οι ζυγαριές του μεταφραστή» του Βαλερί Λαρμπό:[3] «Το πράγμα μοιάζει να μην παρουσιάζει καμιά δυσκολία, και πράγματι το ζύγισμα θα ήταν εύκολο αν αντί για τις λέξεις ενός συγγραφέα, ζυγίζαμε τις λέξεις ενός λεξικού∙ εδώ όμως πρόκειται για τις λέξεις ενός συγγραφέα, τις ποτισμένες και φορτισμένες από το δικό του πνεύμα, τις σχεδόν αδιόρατα αλλά τόσο βαθειά τροποποιημένες ως προς την ανεπεξέργαστη σημασία τους από τις προθέσεις του και τους μαιάνδρους τις σκέψεις του, στις οποίες δεν έχουμε πρόσβαση παρά μόνο χάρη σε μια εις βάθος κατανόηση όλων των συμφραζομένων, και εννοούμε εδώ όλο το μέρος του έργου του που γράφτηκε πριν από αυτήν τη λέξη, κι έπειτα όλο εκείνο το μέρος που γράφτηκε μετά και που μπορεί να μας εξηγήσει αναδρομικά την πρόθεση που περιέχεται μέσα στην λέξη την οποία ζυγίζουμε κάθε φορά.» Στον συλλογισμό του Γάλλου ποιητή, δοκιμιογράφου και μεταφραστή, προέχει η μεταφορά του μεταφραστή ως ζυγιστή λέξεων, μια μεταφορά που συνηχεί στον στοχασμό του Χατζόπουλου.
Το βιβλίο του Θανάση Χατζόπουλου είναι ένα βιβλίο που στοχάζεται τη μετάφραση, και το οποίο απευθύνεται εξίσου σε μεταφραστές και αναγνώστες μεταφράσεων, εκπροσωπώντας επάξια τον λόγο του μεταφραστικού υποκειμένου και συμμετέχοντας με τρόπο ρηξικέλευθο και απολύτως εποικοδομητικό στην παγκόσμια συζήτηση για την μετάφραση, από τη μεριά των ίδιων των μεταφραστών.