Πώς το φορτίο του παιδικού βλέμματος γίνεται συνείδηση

Πώς το φορτίο του παιδικού βλέμματος γίνεται συνείδηση

Αντωνία Μποτονάκη, «Τη γλώσσα της την πέταξαν στη γάτα», εκδ. Θράκα 2024


Τη γλώσ­σα της την πέ­τα­ξαν στη γά­τα ή πώς το φορ­τίο του παι­δι­κού βλέμ­μα­τος γί­νε­ται συ­νεί­δη­ση


«Ή», δια­ζευ­κτι­κό, σε­μνή συ­νέ­πεια στο μυ­στή­ριο της αο­ρι­στί­ας,
βα­θιά αντα­πό­κρι­ση στην πολ­λα­πλό­τη­τα ου­σιών καὶ φαι­νο­μέ­νων,
μ’ εσέ­να­νε βο­λεύ­ου­με κι εμείς τις δυ­σκο­λί­ες του βί­ου και του ονεί­ρου,
τις τό­σες απο­χρώ­σεις και εκ­δο­χές του μαύ­ρου έως το αό­ρα­το άσπρο.

Εί­ναι στί­χοι του Γιάν­νη Ρί­τσου από το ποί­η­μά του «Το δια­ζευ­κτι­κόν ή».

Επι­λέ­γω να ξε­κι­νή­σω με αυ­τούς, επει­δή το δια­ζευ­κτι­κό «ή» ήταν το πρώ­το πράγ­μα που με απα­σχό­λη­σε πριν καν μπω στην ανά­γνω­ση του βι­βλί­ου.

Ομο­λο­γία πρώ­τη ή ψαλ­μός

Έτσι δια­τυ­πω­μέ­νο, σαν η μια έν­νοια να εν­σω­μα­τώ­νει την άλ­λη και όχι να την επε­κτεί­νει ή να την αναι­ρεί· δη­λα­δή, σαν να εί­ναι ύμνος και δο­ξο­λο­γία αυ­τά τα εντός μου που σας ομο­λο­γώ και σας απο­κα­λύ­πτω. Τό­τε, προς τι το ή; Προς τι η χρή­ση της διά­ζευ­ξης, που σκο­πός της εί­ναι να θέ­τει εν αμ­φι­βό­λω τις βε­βαιό­τη­τες; Προς τι το λε­κτι­κό μυ­στή­ριο της αο­ρι­στί­ας; Μή­πως αυ­τό το «ή» υπάρ­χει ως μια δια­λε­κτι­κή ει­ρω­νεία, σαν ένα κλεί­σι­μο του μα­τιού, για να μας πει ότι δεν ση­μαί­νει εντέ­λει την εν­σω­μά­τω­ση ἠ τὴ συ­νεν­νό­η­ση των δύο εν­νοιών αλ­λά την κί­νη­ση της μιας έν­νοιας προς την άλ­λη, την κί­νη­ση της δυ­σκο­λί­ας του βί­ου προς το όνει­ρο, την κί­νη­ση του μαύ­ρου προς το λευ­κό ή καὶ τὸ ἀντί­στρο­φο; Αυ­τή η ει­ρω­νεία που υπάρ­χει διά­χυ­τη και στα ποι­ή­μα­τα του βι­βλί­ου και που στη λο­γο­τε­χνι­κή της πραγ­μά­τω­ση ονο­μά­ζε­ται ρο­μα­ντι­κή;
Υπάρ­χουν πέ­ντε Ομο­λο­γί­ες ή ψαλ­μοί, γραμ­μέ­νοι σε πε­ζό λό­γο, που λει­τουρ­γούν σαν κοι­νός, αριθ­μη­μέ­νος υπό­τι­τλος, κά­τω από έναν κύ­ριο τί­τλο ―πρώ­τη ομο­λο­γία, δεύ­τε­ρη, τρί­τη κ.λπ.― και μας ει­σά­γουν στις αντί­στοι­χα πέ­ντε ποι­η­τι­κές ενό­τη­τες του βι­βλί­ου. Πέ­ντε βιω­μα­τι­κές αφη­γή­σεις που ανα­κα­λούν μνή­μες και μα­γεύ­σεις της παι­δι­κής ηλι­κί­ας και που ήδη οι τί­τλοι τους: «Το δρε­πά­νι και το φεγ­γά­ρι», «Το τρα­γού­δι του γρύ­λου», «Ο χο­ρός του αλω­νί­σμα­τος», «Όταν έβγαι­ναν οι σκλό­πες», το­πο­θε­τούν αυ­τή την ηλι­κία σε ένα αγρο­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον, σε ένα το­πίο υπαί­θρου, με όποιο πο­λι­τι­σμι­κό βά­ρος φέ­ρει αυ­τό, σε κοι­νω­νί­ες όπου ο ρό­λος και η σχέ­ση των φύ­λων ―αρ­σε­νι­κό-θη­λυ­κό―, ―εξου­σία-υπο­τα­γή― ήταν πα­ρα­δο­σια­κά και εθι­μι­κά τα­κτο­ποι­η­μέ­νη μέ­σα σε ένα, ού­τως ή άλ­λως, βιο­λο­γι­κά ασύμ­με­τρο σύ­στη­μα, ενώ σε ένα, κα­τ’ ανα­λο­γία, ασύμ­με­τρο πλαί­σιο λει­τουρ­γού­σε και η σχέ­ση των αν­θρώ­πων με ό,τι μπο­ρού­με να προσ­διο­ρί­σου­με ως φύ­ση.
Μου αρέ­σουν οι ποι­η­τές που δεν φο­βού­νται τις λέ­ξεις. Που πι­στεύ­ουν ότι όλες οι λέ­ξεις εί­ναι για να χρη­σι­μο­ποιού­νται, και το κά­νουν. Γι’ αυ­τό, το πρώ­το που ξε­χώ­ρι­σα στο βι­βλίο της Μπο­το­νά­κη εί­ναι η γλώσ­σα. Μια γλώσ­σα, που εμπλου­τι­σμέ­νη με στοι­χεία δια­λέ­κτου, ρέ­ει σαν μια φυ­σι­κά κα­τα­γω­γι­κή ομι­λία, δρώ­ντας με την αμε­σό­τη­τα του προ­φο­ρι­κού ύφους και φορ­τί­ζο­ντας συ­γκι­νη­σια­κά τον ανα­γνώ­στη· μια γλώσ­σα που δια­σχί­ζο­ντας τον χρό­νο και τη μνή­μη, ανα­στο­χά­ζε­ται το βί­ω­μα, συ­στή­νο­ντάς το μας στις πραγ­μα­τι­κές του δια­στά­σεις, με τρό­πο όμως, ώστε στην ίδια βιω­μα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, στην ίδια πραγ­μα­τι­κή διά­στα­ση, να ανή­κουν και το γή­ι­νο και το ονει­ρι­κό, και το ρε­α­λι­στι­κό και το νε­ραϊ­δο­αλ­λαγ­μέ­νο, και το βί­αιο και το τρυ­φε­ρό, και το άμε­σο και το λό­για υπαι­νι­κτι­κό. Μια γλώσ­σα εξο­μο­λό­γη­σης εν ολί­γοις, που ηχεί σαν ψαλ­μός.
Αυ­τή τη γλώσ­σα που την πέ­τα­ξαν στη γά­τα, για­τί μπο­ρού­σε να γί­νε­ται και κα­κό­τρο­πη και αυ­θά­δης.
Διό­λου τυ­χαία, πι­στεύω, ότι ως πρώ­το ποί­η­μα του βι­βλί­ου το­πο­θε­τεί­ται αυ­τό που έχει τον τί­τλο «Άτρο­πος»· η τρί­τη από τις τρεις μοί­ρες, αυ­τή που συμ­βο­λί­ζει το ανάλ­λα­χτο και το ανα­πό­τρε­πτο, και αυ­τή που κα­τά μια ψυ­χα­να­λυ­τι­κή θε­ω­ρία συμ­βο­λί­ζει επί­σης τον τρό­πο με τον οποίο με­γά­λω­σε κά­ποιος, το πε­ρι­βάλ­λον στο οποίο έζη­σε και το οποίο δια­μόρ­φω­σε σε με­γά­λο βαθ­μό τον ψυ­χι­σμό του.
Ήδη λοι­πόν η Μπο­το­νά­κη, με την πρώ­τη ομο­λο­γία ή ψαλ­μό και με το πρώ­το ποί­η­μα του βι­βλί­ου, βά­ζει κα­τά κά­ποιον τρό­πο τα πράγ­μα­τα στη θέ­ση τους και μας δί­νει τα δε­δο­μέ­να εκεί­να, που αν τα ακο­λου­θή­σου­με θα βρού­με τις συν­δέ­σεις των συμ­βό­λων με τις έν­νοιές τους, του προ­σω­πι­κού βιώ­μα­τος με τη συλ­λο­γι­κή αντα­νά­κλα­σή του· θα δού­με ότι εντέ­λει δεν εί­ναι τρεις αλ­λά μία μο­νά­χα η κα­θο­ρι­στι­κή μοί­ρα του αν­θρώ­που, μία μο­νά­χη αυ­τή που, όπως η ποι­ή­τρια λέ­ει, και μοι­ραί­νει και μοι­ρά­ζει.
Και τού­τη η μία μοί­ρα, τού­τη η Άτρο­πος, εί­ναι η γραμ­μή που ενώ­νει τις το­μές στο σώ­μα του βι­βλί­ου, το­μές που κα­τα­τεί­νουν στο ίδιο ζη­τού­με­νο: στην ανα­το­μία της αν­θρώ­πι­νης, και μ’ ένα βή­μα πα­ρα­πά­νω, της γυ­ναι­κεί­ας κα­τά­στα­σης, που μπο­ρεί να λέ­γε­ται «άντρες τρο­μα­κτι­κοί» και «άντρες που χο­ρεύ­ουν δαι­μο­νι­σμέ­να» και «ανο­ρε­ξία νευ­ρι­κή» και «γυ­ναί­κες με βυ­ζιά θε­ό­ρα­τα και πα­χυ­λά κα­πού­λια»· και μπο­ρεί να λέ­γε­ται «κο­ρί­τσια που κά­νουν τα πά­ντα για ν’ αρέ­σουν» και «τα­γκι­σμέ­νος ιδρώ­τας των πλα­δα­ρών μη­ρών μιας ζου­με­ρής Σερ­ραί­ας» και «γα­ζώ­τριες και σι­δε­ρώ­τριες στην Αντι­γο­νι­δών». Ση­μαί­νο­ντα όλα στη συν­θή­κη ενός πε­ρι­βάλ­λο­ντος κό­σμου ση­μαι­νό­ντων, που μπο­ρεί και αυ­τός να λέ­γε­ται «αλώ­νι» και «δρε­πά­νι που λά­μπει στο φεγ­γα­ρό­φω­το» και «Σμύρ­νη» και «Βαρ­δά­ρης» και «Μο­διά­νο» και «Κα­πά­νι» και «Amherst», και στη μορ­φή μιας υπαρ­κτής και συμ­βο­λι­κής συ­νά­μα βαρ­βα­ρό­τη­τας, που μπο­ρεί και αυ­τή με τη σει­ρά της να λέ­γε­ται «πα­στού­ρω­μα» και «υπά­κουα στα πί­σω πό­δια ση­κω­νό­μουν».

Ανα­τέ­μνο­ντας, λοι­πόν, η Μπο­το­νά­κη τον κό­σμο αυ­τό, μας δεί­χνει, μέ­σα από εξ­πρε­σιο­νι­στι­κής έντα­σης ει­κό­νες, πώς κα­τα­σκευά­ζε­ται η έν­νοια του φύ­λου και πώς απο­κτά πε­ριε­χό­με­νο μέ­σα στις πα­τριαρ­χι­κά δο­μη­μέ­νες πο­λι­τι­σμι­κές συμ­βά­σεις. Μι­λώ­ντας μας σε πρώ­το πρό­σω­πο μάς λέ­ει πώς μέ­σα σε αυ­τές ακρι­βώς τις συμ­βά­σεις, κυ­ρί­ως όμως εξαι­τί­ας αυ­τών, δια­μορ­φώ­θη­κε η δι­κή της κοι­νω­νι­κή ταυ­τό­τη­τα. Μας το δεί­χνει αυ­τό, παίρ­νο­ντας θέ­ση, τα­ξι­κή πλέ­ον, πλάι στα σύμ­βο­λά της ή και ταυ­τι­ζό­με­νη με αυ­τά. Το φορ­τίο του παι­δι­κού βλέμ­μα­τος γί­νε­ται συ­νεί­δη­ση. Το πα­στου­ρω­μέ­νο υπο­ζύ­γιο ή η αρ­κού­δα που μαρ­τυ­ρι­κά εκ­παι­δεύ­ε­ται στην αλυ­σί­δα και στον χαλ­κά, το νό­η­μα στα μά­τια του ζε­μέ­νου στο άρο­τρο βο­διού, που της φαι­νό­ταν, όπως γρά­φει: «πως με διά­λε­γαν κρυ­φά και μου ’λε­γαν για τον ζυ­γό, τη βέρ­γα, το κε­ντρί, τον κά­μα­το, τη δί­ψα τους, τη μοί­ρα την κα­κή», γί­νο­νται θέ­ση αβί­α­στα και ανε­πι­τή­δευ­τα πο­λι­τι­κή, γί­νο­νται δια­μαρ­τυ­ρία και σύ­γκρου­ση με τη σιω­πή. Η τρα­γι­κή αντί­λη­ψη για τη ζωή και για τον θά­να­το, «Ρω­τά ο νε­κρός: / Για­τί δε μ’ έκλα­ψες; // Τι να του πω; / Τον έκλαι­γα όσο ζού­σε. / Θα ’πρε­πε να ’ναι ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος», για τις κά­θε εί­δους μα­ταιώ­σεις, «τα ποι­ή­μα­τά μου μάρ­τυ­ρες / ζω­ής λει­ψής» και για τις κά­θε εί­δους απώ­λειες, «Χθες βρά­δυ / έχει φεγ­γά­ρι από­ψε / μου εί­πες / κι όλη τη νύ­χτα / πο­λε­μού­σα να θυ­μη­θώ / τι ση­μαί­νει / φεγ­γά­ρι», αυ­τή η τρα­γι­κή αντί­λη­ψη αλα­φραί­νει μέ­σα από μια σχε­δόν ει­ρω­νι­κή ρη­το­ρι­κή: «Απ’ το πρωί εί­χα αδειά­σει το πα­λιό ψυ­γείο / Η ώρα του εί­χε έρ­θει / Η πόρ­τα έπε­φτε κι εντός του εί­χε ξε­φτί­σει // Από­φα­ση το πή­ρα και την πρί­ζα τρά­βη­ξα // Ολό­κλη­ρη τη μέ­ρα έτσι στά­θη­κε / Ένα σκου­πί­δι που πε­ρί­με­να να ’ρ­θουν / να το ση­κώ­σουν κι άλ­λο να μπει στη θέ­ση του / ανή­ξε­ρα απα­στρά­πτον // Ήρ­θα­νε οι τέσ­σε­ρίς τους πριν νυ­χτώ­σει / Φο­ρού­σαν μαύ­ρα και μυ­ρί­ζαν / Το σή­κω­σαν, το σύ­ραν, το πέ­ρα­σαν, το πή­ραν / Ανύ­πο­πτοι καγ­χά­ζο­ντας: / Για το ψυ­γείο κλαις; // Οι ανή­ξε­ροι».

Ανα­φέρ­θη­κα σε πα­τριαρ­χι­κά δο­μη­μέ­νες πο­λι­τι­σμι­κές συμ­βά­σεις, σε κα­τα­σκευα­σμέ­νη έν­νοια του φύ­λου μέ­σα σε αυ­τές τις συμ­βά­σεις, στη δια­μαρ­τυ­ρία και τη σύ­γκρου­ση με τη σιω­πή. Θα ήταν άδι­κο όμως να προσ­δώ­σου­με στη γρα­φή τής Μπο­το­νά­κη πρό­ση­μο φύ­λου, να πε­ρι­χα­ρα­κώ­σου­με το βι­βλίο στα όρια αυ­τού που λέ­με γυ­ναι­κεία γρα­φή, γυ­ναι­κεία ποί­η­ση. Τι θα σή­μαι­νε άλ­λω­στε «γυ­ναι­κεία ή αντρι­κή γρα­φή» όταν ο στι­βα­ρός λό­γος που έχου­με μπρο­στά μας ακυ­ρώ­νει αυ­τούς τους δια­χω­ρι­σμούς; Μι­λά­με, ωστό­σο, για έμ­φυ­λη ποί­η­ση; Φυ­σι­κά! Η έμ­φυ­λη ποί­η­ση όμως ορί­ζει το πε­ριε­χό­με­νο του ποι­ή­μα­τος και το κοι­νω­νι­κό απο­τύ­πω­μά του. Και κρί­νε­ται ως ποί­η­ση στη βά­ση του αι­σθη­τι­κού απο­τε­λέ­σμα­τός της, της αλή­θειας της και της δρα­στι­κό­τη­τάς της. Όπως, ας πού­με στο «Απο­τρό­παιο»:

Δεν μου επι­τρέ­πε­ται να πί­νω
        
Έχω ευά­λω­το συ­κώ­τι
Ού­τε και να κα­πνί­ζω
                
Οι πνεύ­μο­νές μου εί­ναι κι αυ­τοί ευά­λω­τοι
Δεν μου επι­τρέ­πε­ται η χρή­ση ψυ­χο­τρό­πων
                
Ανα­ζω­πυ­ρώ­νουν την επι­θυ­μία αυ­το­χει­ρί­ας
Ού­τε να σκαρ­φα­λώ­νω στην πλα­γιά
Να κο­λυ­μπώ στην κρύα βρα­χώ­δη θά­λασ­σα

Μου επι­τρέ­πε­ται το τζιν και η μπύ­ρα χω­ρίς αλ­κο­όλ
Να ατμί­ζω γλυ­κε­ρί­νη
Να κα­τα­πί­νω ζά­ναξ
Να περ­πα­τώ στον κυ­λιό­με­νο διά­δρο­μο
με ελα­φρά μό­νο κλί­ση
Να κο­λυ­μπώ στην ου­ρο­δό­χο μέ­σα κύ­στη
της Δευ­τέ­ρας
της Τρί­της
της Τε­τάρ­της
της Πέμ­πτης
της Πα­ρα­σκευ­ής
του Σαβ­βά­του

Τις Κυ­ρια­κές
ση­κώ­νω τα νε­κρά παι­διά μου

                 ού­τε ένα ού­τε δύο ―έξι παι­διά― κο­τζάμ δυο μέ­τρα

Τα πλέ­νω, τα χτε­νί­ζω
Τους βά­ζω τα κα­λά τους
Τρα­πέ­ζι στρώ­νω
Κα­τα­με­σής μια πέ­τρα πα­γω­μέ­νη
Κι ολό­γυ­ρα
Κρι­θά­ρι, κου­κιά, λού­πι­να
                Κα­νείς να μην ανα­στη­θεί
Τους πα­ραγ­γέλ­νω

Αν δο­κι­μά­σου­με να βρού­με τις συν­δέ­σεις, όχι πια των συμ­βό­λων με τις έν­νοιες τους, αλ­λά των θε­μά­των, αυ­τή τη φο­ρά, που πραγ­μα­τεύ­ε­ται η Μπο­το­νά­κη, θα δού­με ότι και αυ­τά κα­τα­τεί­νουν στην ίδια ανά­γκη: Στο «ν’ ακού­σει ό,τι δεν ἀκού­στη­κε», στο «να πει ό,τι δεν ει­πώ­θη­κε», όπως γρά­φει στο ποί­η­μα «Άσκη­ση μνή­μης».


Αυ­τό το «Ν’ ακού­σω ό,τι δεν ακού­στη­κε, να πω ό,τι δεν ει­πώ­θη­κε», εί­ναι ένας τρό­πος για την Μπο­το­νά­κη, όχι μό­νο να συ­να­ντη­θεί με τις ιστο­ρί­ες των άλ­λων μέ­σα από άμε­σες και έμ­με­σες ανα­φο­ρές εί­τε σε γε­γο­νό­τα: αρα­βι­κή άνοι­ξη, λιν­τσά­ρι­σμα του Κα­ντά­φι, πνιγ­μός των προ­σφύ­γων, μά­χη τού Σομμ, ελ­λη­νι­κός εμ­φύ­λιος, Ιου­λια­νά, εί­τε σε πρό­σω­πα: Μαυ­ρο­μι­χα­λαί­οι, Πε­τρου­λαί­οι, Κα­νέλ­λα Σά­σα­ρη, Daglas Haig, Μο­χά­μεντ αλ Μπί­μπι, αλ­λά και να τις επα­να­να­γνώ­σει αυ­τές τις ιστο­ρί­ας στην πιο βα­θιά και αλη­θι­νή διά­στα­σή τους. Και κυ­ρί­ως, να τις επα­να­φη­γη­θεί και να τις συ­να­φη­γη­θεί με τη δι­κή της ιστο­ρία, μέ­σα από τις δι­κές της βιω­μα­τι­κές απη­χή­σεις και μέ­σα στους δι­κούς της ποι­η­τι­κούς τό­πους, σαν τρα­γού­δι ― και για να πα­ρα­φρά­σω έναν δι­κό της στί­χο, «ω, πό­σο δυ­να­τά να τις τρα­γου­δή­σει, για να μην κλά­ψει». Σας δια­βά­ζω αυ­τό το ποί­η­μα «Στρα­τη­γός ασβός» για να δού­με πώς το γε­γο­νός γί­νε­ται τό­πος ποι­η­τι­κός:

Το 1916 κα­τά τη διάρ­κεια του πο­λέ­μου στη μά­χη του Σομ, ο στρα­τη­γός Daglas Haig, έχα­σε σε μία μέ­ρα 57.000 άν­δρες. Δη­λώ­νο­ντας πως «αυ­τές οι απώ­λειες δεν μπο­ρούν να θε­ω­ρη­θούν σο­βα­ρές» προ­ή­χθη σε αρ­χι­στρά­τη­γο.

Αυ­τή εί­ναι η πραγ­μα­το­λο­γι­κή πλη­ρο­φο­ρία, που μας δί­νε­ται στην αρ­χή τού ποι­ή­μα­τος. Και το ποί­η­μα:

Πέ­ρα στις Λί­μνες ένα μι­κρό, ηλιό­λου­στο εί­χε αμπέ­λι.
Στον νε­α­ρό άν­δρα άρε­σε το πε­τι­μέ­ζι με το λά­δι
και το ζε­στό ψω­μί.
Το δι­κό του πη­χτό, κα­τα­κόκ­κι­νο πε­τι­μέ­ζι.
Απ’ τα δι­κά του κα­τα­κόκ­κι­να στα­φύ­λια.
Με­γά­λο τσα­μπί, σφι­χτή ρώ­γα, λευ­κή και απα­λή σάρ­κα.

Η πα­τρί­δα σε χρειά­ζε­ται, του εί­παν.
Κι αυ­τός τρα­γού­δη­σε.
Ω, πό­σο δυ­να­τά τρα­γού­δη­σε, για να μην κλά­ψει.
Στην πα­τρί­δα άρε­σε το πη­χτό, κόκ­κι­νο αί­μα του.
Η λευ­κή και απα­λή σάρ­κα του.

Τώ­ρα, πέ­ρα στις Λί­μνες, μό­νο ένας χο­ντρός ασβός.
Ρεύ­ε­ται τα στα­φύ­λια και κυ­λιέ­ται ανά­σκε­λα.
Μέ­σα στην κά­ψα, στο ηλιό­λου­στο αμπέ­λι
με­θυ­σμέ­νος.

Άφη­σα για το τέ­λος τα ποι­ή­μα­τα ανα­φο­ράς σε ποι­η­τές· στην Έμι­λι Ντί­κιν­σον, στην Αν Σέξ­τον, στον Ντί­νο Χρι­στια­νό­που­λο, στον Αντρέι Ταρ­κόφ­σκι ― ποι­η­τής και αυ­τός και μά­λι­στα χω­ρίς ει­σα­γω­γι­κά. Και τα άφη­σα για το τέ­λος, επει­δή αυ­τά ακρι­βώς τα ποι­ή­μα­τα, αφιε­ρω­μα­τι­κής, σε πρώ­τη ανά­γνω­ση, πρό­θε­σης, πλην όμως λαν­θά­νου­σας δια­κει­με­νι­κής υπο­δή­λω­σης, θε­ω­ρώ ότι φέ­ρουν το με­γα­λύ­τε­ρο δρα­μα­τι­κό βά­ρος, ότι λει­τουρ­γούν ως ο ποι­η­τι­κός πυ­ρή­νας, το ποι­η­τι­κό κέ­ντρο γύ­ρω από το οποίο πε­ρι­στρέ­φο­νται και προς το οποίο συ­γκλί­νουν τα άλ­λα ποι­ή­μα­τα του βι­βλί­ου, φω­τί­ζο­ντας ως ποί­η­ση την ποί­η­ση.
Έμι­λι, Έμι­λι, «βα­σί­λισ­σα του Γολ­γο­θά, να ζή­σεις φω­να­χτά δεν άντε­χες»· πώς κλεί­νει μέ­σα του αυ­τός ο στί­χος για την Ντί­κιν­σον τον «τε­λευ­ταίο ψί­θυ­ρο των αλυ­σο­δε­μέ­νων» από το ποί­η­μα του βι­βλί­ου «Άσκη­ση μνή­μης»!
Και το «Ώρες πλεγ­μέ­νες με ξε­ρές πευ­κο­βε­λό­νες / Ζω­ής που μ’ ένα δά­κρυ τε­λειώ­νει / Βρο­χής που δεν ήρ­θε» για τον Ταρ­κόφ­σκι, πώς συ­νο­μι­λεί με το «όλοι ξέ­ρου­με πως δεν θα δού­με πο­τέ ένα πε­σμέ­νο φύλ­λο να υψώ­νε­ται», από το ποί­η­μα «Εντρο­πία».
Κι εκεί­νο το «Τι χαι­ρε­τι­σμούς και αη­δί­ες χρυ­σό μου. / Ήθε­λαν απλώς να βε­βαιω­θούν / ότι μού κλεί­σα­νε το στό­μα», από το αφιε­ρω­μέ­νο στον Ντί­νο Χρι­στια­νό­που­λο ποί­η­μα, ας το δού­με πλάι στο «πά­ει να πει, τα θέ­λει ο κώ­λος μου. // Γι’ αυ­τό από νω­ρίς / τη γλώσ­σα μου / την πέ­τα­ξαν / στη γά­τα».

«Τὴ γλώσ­σα της την πέ­τα­ξαν στη γά­τα»: Ένας τί­τλος και ένα βι­βλίο, όπου το «Με­γα­λό­πρε­πο θη­λα­στι­κό» συ­να­ντά­ει το «Μω­ρό που έγι­νε πά­γος» «κα­τα­με­σής του αλω­νιού και του σύ­μπα­ντος κό­σμου», και «τα κα­λά κο­ρί­τσια τα λέ­νε Ζωή, Μα­ρία, Μόρ­φω, Άν­να» και «κά­νουν τα πά­ντα για ν’ αρέ­σουν», και όπου η «κά­θε μέ­ρα απαι­τεί μία συ­ναί­νε­ση» και «τα ποι­ή­μα­τα εί­ναι μάρ­τυ­ρες ζω­ής λει­ψής».

Ένα ποι­η­τι­κό βι­βλίο που το δια­βά­ζεις, το κλεί­νεις και αξί­ζει να το ανοί­ξεις ξα­νά.



 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: