Τη γλώσσα της την πέταξαν στη γάτα ή πώς το φορτίο του παιδικού βλέμματος γίνεται συνείδηση
«Ή», διαζευκτικό, σεμνή συνέπεια στο μυστήριο της αοριστίας,
βαθιά ανταπόκριση στην πολλαπλότητα ουσιών καὶ φαινομένων,
μ’ εσένανε βολεύουμε κι εμείς τις δυσκολίες του βίου και του ονείρου,
τις τόσες αποχρώσεις και εκδοχές του μαύρου έως το αόρατο άσπρο.
Είναι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου από το ποίημά του «Το διαζευκτικόν ή».
Επιλέγω να ξεκινήσω με αυτούς, επειδή το διαζευκτικό «ή» ήταν το πρώτο πράγμα που με απασχόλησε πριν καν μπω στην ανάγνωση του βιβλίου.
Ομολογία πρώτη ή ψαλμός
Έτσι διατυπωμένο, σαν η μια έννοια να ενσωματώνει την άλλη και όχι να την επεκτείνει ή να την αναιρεί· δηλαδή, σαν να είναι ύμνος και δοξολογία αυτά τα εντός μου που σας ομολογώ και σας αποκαλύπτω. Τότε, προς τι το ή; Προς τι η χρήση της διάζευξης, που σκοπός της είναι να θέτει εν αμφιβόλω τις βεβαιότητες; Προς τι το λεκτικό μυστήριο της αοριστίας; Μήπως αυτό το «ή» υπάρχει ως μια διαλεκτική ειρωνεία, σαν ένα κλείσιμο του ματιού, για να μας πει ότι δεν σημαίνει εντέλει την ενσωμάτωση ἠ τὴ συνεννόηση των δύο εννοιών αλλά την κίνηση της μιας έννοιας προς την άλλη, την κίνηση της δυσκολίας του βίου προς το όνειρο, την κίνηση του μαύρου προς το λευκό ή καὶ τὸ ἀντίστροφο; Αυτή η ειρωνεία που υπάρχει διάχυτη και στα ποιήματα του βιβλίου και που στη λογοτεχνική της πραγμάτωση ονομάζεται ρομαντική;
Υπάρχουν πέντε Ομολογίες ή ψαλμοί, γραμμένοι σε πεζό λόγο, που λειτουργούν σαν κοινός, αριθμημένος υπότιτλος, κάτω από έναν κύριο τίτλο ―πρώτη ομολογία, δεύτερη, τρίτη κ.λπ.― και μας εισάγουν στις αντίστοιχα πέντε ποιητικές ενότητες του βιβλίου. Πέντε βιωματικές αφηγήσεις που ανακαλούν μνήμες και μαγεύσεις της παιδικής ηλικίας και που ήδη οι τίτλοι τους: «Το δρεπάνι και το φεγγάρι», «Το τραγούδι του γρύλου», «Ο χορός του αλωνίσματος», «Όταν έβγαιναν οι σκλόπες», τοποθετούν αυτή την ηλικία σε ένα αγροτικό περιβάλλον, σε ένα τοπίο υπαίθρου, με όποιο πολιτισμικό βάρος φέρει αυτό, σε κοινωνίες όπου ο ρόλος και η σχέση των φύλων ―αρσενικό-θηλυκό―, ―εξουσία-υποταγή― ήταν παραδοσιακά και εθιμικά τακτοποιημένη μέσα σε ένα, ούτως ή άλλως, βιολογικά ασύμμετρο σύστημα, ενώ σε ένα, κατ’ αναλογία, ασύμμετρο πλαίσιο λειτουργούσε και η σχέση των ανθρώπων με ό,τι μπορούμε να προσδιορίσουμε ως φύση.
Μου αρέσουν οι ποιητές που δεν φοβούνται τις λέξεις. Που πιστεύουν ότι όλες οι λέξεις είναι για να χρησιμοποιούνται, και το κάνουν. Γι’ αυτό, το πρώτο που ξεχώρισα στο βιβλίο της Μποτονάκη είναι η γλώσσα. Μια γλώσσα, που εμπλουτισμένη με στοιχεία διαλέκτου, ρέει σαν μια φυσικά καταγωγική ομιλία, δρώντας με την αμεσότητα του προφορικού ύφους και φορτίζοντας συγκινησιακά τον αναγνώστη· μια γλώσσα που διασχίζοντας τον χρόνο και τη μνήμη, αναστοχάζεται το βίωμα, συστήνοντάς το μας στις πραγματικές του διαστάσεις, με τρόπο όμως, ώστε στην ίδια βιωματική πραγματικότητα, στην ίδια πραγματική διάσταση, να ανήκουν και το γήινο και το ονειρικό, και το ρεαλιστικό και το νεραϊδοαλλαγμένο, και το βίαιο και το τρυφερό, και το άμεσο και το λόγια υπαινικτικό. Μια γλώσσα εξομολόγησης εν ολίγοις, που ηχεί σαν ψαλμός.
Αυτή τη γλώσσα που την πέταξαν στη γάτα, γιατί μπορούσε να γίνεται και κακότροπη και αυθάδης.
Διόλου τυχαία, πιστεύω, ότι ως πρώτο ποίημα του βιβλίου τοποθετείται αυτό που έχει τον τίτλο «Άτροπος»· η τρίτη από τις τρεις μοίρες, αυτή που συμβολίζει το ανάλλαχτο και το αναπότρεπτο, και αυτή που κατά μια ψυχαναλυτική θεωρία συμβολίζει επίσης τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσε κάποιος, το περιβάλλον στο οποίο έζησε και το οποίο διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τον ψυχισμό του.
Ήδη λοιπόν η Μποτονάκη, με την πρώτη ομολογία ή ψαλμό και με το πρώτο ποίημα του βιβλίου, βάζει κατά κάποιον τρόπο τα πράγματα στη θέση τους και μας δίνει τα δεδομένα εκείνα, που αν τα ακολουθήσουμε θα βρούμε τις συνδέσεις των συμβόλων με τις έννοιές τους, του προσωπικού βιώματος με τη συλλογική αντανάκλασή του· θα δούμε ότι εντέλει δεν είναι τρεις αλλά μία μονάχα η καθοριστική μοίρα του ανθρώπου, μία μονάχη αυτή που, όπως η ποιήτρια λέει, και μοιραίνει και μοιράζει.
Και τούτη η μία μοίρα, τούτη η Άτροπος, είναι η γραμμή που ενώνει τις τομές στο σώμα του βιβλίου, τομές που κατατείνουν στο ίδιο ζητούμενο: στην ανατομία της ανθρώπινης, και μ’ ένα βήμα παραπάνω, της γυναικείας κατάστασης, που μπορεί να λέγεται «άντρες τρομακτικοί» και «άντρες που χορεύουν δαιμονισμένα» και «ανορεξία νευρική» και «γυναίκες με βυζιά θεόρατα και παχυλά καπούλια»· και μπορεί να λέγεται «κορίτσια που κάνουν τα πάντα για ν’ αρέσουν» και «ταγκισμένος ιδρώτας των πλαδαρών μηρών μιας ζουμερής Σερραίας» και «γαζώτριες και σιδερώτριες στην Αντιγονιδών». Σημαίνοντα όλα στη συνθήκη ενός περιβάλλοντος κόσμου σημαινόντων, που μπορεί και αυτός να λέγεται «αλώνι» και «δρεπάνι που λάμπει στο φεγγαρόφωτο» και «Σμύρνη» και «Βαρδάρης» και «Μοδιάνο» και «Καπάνι» και «Amherst», και στη μορφή μιας υπαρκτής και συμβολικής συνάμα βαρβαρότητας, που μπορεί και αυτή με τη σειρά της να λέγεται «παστούρωμα» και «υπάκουα στα πίσω πόδια σηκωνόμουν».
Ανατέμνοντας, λοιπόν, η Μποτονάκη τον κόσμο αυτό, μας δείχνει, μέσα από εξπρεσιονιστικής έντασης εικόνες, πώς κατασκευάζεται η έννοια του φύλου και πώς αποκτά περιεχόμενο μέσα στις πατριαρχικά δομημένες πολιτισμικές συμβάσεις. Μιλώντας μας σε πρώτο πρόσωπο μάς λέει πώς μέσα σε αυτές ακριβώς τις συμβάσεις, κυρίως όμως εξαιτίας αυτών, διαμορφώθηκε η δική της κοινωνική ταυτότητα. Μας το δείχνει αυτό, παίρνοντας θέση, ταξική πλέον, πλάι στα σύμβολά της ή και ταυτιζόμενη με αυτά. Το φορτίο του παιδικού βλέμματος γίνεται συνείδηση. Το παστουρωμένο υποζύγιο ή η αρκούδα που μαρτυρικά εκπαιδεύεται στην αλυσίδα και στον χαλκά, το νόημα στα μάτια του ζεμένου στο άροτρο βοδιού, που της φαινόταν, όπως γράφει: «πως με διάλεγαν κρυφά και μου ’λεγαν για τον ζυγό, τη βέργα, το κεντρί, τον κάματο, τη δίψα τους, τη μοίρα την κακή», γίνονται θέση αβίαστα και ανεπιτήδευτα πολιτική, γίνονται διαμαρτυρία και σύγκρουση με τη σιωπή. Η τραγική αντίληψη για τη ζωή και για τον θάνατο, «Ρωτά ο νεκρός: / Γιατί δε μ’ έκλαψες; // Τι να του πω; / Τον έκλαιγα όσο ζούσε. / Θα ’πρεπε να ’ναι ευχαριστημένος», για τις κάθε είδους ματαιώσεις, «τα ποιήματά μου μάρτυρες / ζωής λειψής» και για τις κάθε είδους απώλειες, «Χθες βράδυ / έχει φεγγάρι απόψε / μου είπες / κι όλη τη νύχτα / πολεμούσα να θυμηθώ / τι σημαίνει / φεγγάρι», αυτή η τραγική αντίληψη αλαφραίνει μέσα από μια σχεδόν ειρωνική ρητορική: «Απ’ το πρωί είχα αδειάσει το παλιό ψυγείο / Η ώρα του είχε έρθει / Η πόρτα έπεφτε κι εντός του είχε ξεφτίσει // Απόφαση το πήρα και την πρίζα τράβηξα // Ολόκληρη τη μέρα έτσι στάθηκε / Ένα σκουπίδι που περίμενα να ’ρθουν / να το σηκώσουν κι άλλο να μπει στη θέση του / ανήξερα απαστράπτον // Ήρθανε οι τέσσερίς τους πριν νυχτώσει / Φορούσαν μαύρα και μυρίζαν / Το σήκωσαν, το σύραν, το πέρασαν, το πήραν / Ανύποπτοι καγχάζοντας: / Για το ψυγείο κλαις; // Οι ανήξεροι».
Αναφέρθηκα σε πατριαρχικά δομημένες πολιτισμικές συμβάσεις, σε κατασκευασμένη έννοια του φύλου μέσα σε αυτές τις συμβάσεις, στη διαμαρτυρία και τη σύγκρουση με τη σιωπή. Θα ήταν άδικο όμως να προσδώσουμε στη γραφή τής Μποτονάκη πρόσημο φύλου, να περιχαρακώσουμε το βιβλίο στα όρια αυτού που λέμε γυναικεία γραφή, γυναικεία ποίηση. Τι θα σήμαινε άλλωστε «γυναικεία ή αντρική γραφή» όταν ο στιβαρός λόγος που έχουμε μπροστά μας ακυρώνει αυτούς τους διαχωρισμούς; Μιλάμε, ωστόσο, για έμφυλη ποίηση; Φυσικά! Η έμφυλη ποίηση όμως ορίζει το περιεχόμενο του ποιήματος και το κοινωνικό αποτύπωμά του. Και κρίνεται ως ποίηση στη βάση του αισθητικού αποτελέσματός της, της αλήθειας της και της δραστικότητάς της. Όπως, ας πούμε στο «Αποτρόπαιο»:
Δεν μου επιτρέπεται να πίνω
Έχω ευάλωτο συκώτι
Ούτε και να καπνίζω
Οι πνεύμονές μου είναι κι αυτοί ευάλωτοι
Δεν μου επιτρέπεται η χρήση ψυχοτρόπων
Αναζωπυρώνουν την επιθυμία αυτοχειρίας
Ούτε να σκαρφαλώνω στην πλαγιά
Να κολυμπώ στην κρύα βραχώδη θάλασσα
Μου επιτρέπεται το τζιν και η μπύρα χωρίς αλκοόλ
Να ατμίζω γλυκερίνη
Να καταπίνω ζάναξ
Να περπατώ στον κυλιόμενο διάδρομο
με ελαφρά μόνο κλίση
Να κολυμπώ στην ουροδόχο μέσα κύστη
της Δευτέρας
της Τρίτης
της Τετάρτης
της Πέμπτης
της Παρασκευής
του Σαββάτου
Τις Κυριακές
σηκώνω τα νεκρά παιδιά μου
ούτε ένα ούτε δύο ―έξι παιδιά― κοτζάμ δυο μέτρα
Τα πλένω, τα χτενίζω
Τους βάζω τα καλά τους
Τραπέζι στρώνω
Καταμεσής μια πέτρα παγωμένη
Κι ολόγυρα
Κριθάρι, κουκιά, λούπινα
Κανείς να μην αναστηθεί
Τους παραγγέλνω
Αν δοκιμάσουμε να βρούμε τις συνδέσεις, όχι πια των συμβόλων με τις έννοιες τους, αλλά των θεμάτων, αυτή τη φορά, που πραγματεύεται η Μποτονάκη, θα δούμε ότι και αυτά κατατείνουν στην ίδια ανάγκη: Στο «ν’ ακούσει ό,τι δεν ἀκούστηκε», στο «να πει ό,τι δεν ειπώθηκε», όπως γράφει στο ποίημα «Άσκηση μνήμης».
Αυτό το «Ν’ ακούσω ό,τι δεν ακούστηκε, να πω ό,τι δεν ειπώθηκε», είναι ένας τρόπος για την Μποτονάκη, όχι μόνο να συναντηθεί με τις ιστορίες των άλλων μέσα από άμεσες και έμμεσες αναφορές είτε σε γεγονότα: αραβική άνοιξη, λιντσάρισμα του Καντάφι, πνιγμός των προσφύγων, μάχη τού Σομμ, ελληνικός εμφύλιος, Ιουλιανά, είτε σε πρόσωπα: Μαυρομιχαλαίοι, Πετρουλαίοι, Κανέλλα Σάσαρη, Daglas Haig, Μοχάμεντ αλ Μπίμπι, αλλά και να τις επαναναγνώσει αυτές τις ιστορίας στην πιο βαθιά και αληθινή διάστασή τους. Και κυρίως, να τις επαναφηγηθεί και να τις συναφηγηθεί με τη δική της ιστορία, μέσα από τις δικές της βιωματικές απηχήσεις και μέσα στους δικούς της ποιητικούς τόπους, σαν τραγούδι ― και για να παραφράσω έναν δικό της στίχο, «ω, πόσο δυνατά να τις τραγουδήσει, για να μην κλάψει». Σας διαβάζω αυτό το ποίημα «Στρατηγός ασβός» για να δούμε πώς το γεγονός γίνεται τόπος ποιητικός:
Το 1916 κατά τη διάρκεια του πολέμου στη μάχη του Σομ, ο στρατηγός Daglas Haig, έχασε σε μία μέρα 57.000 άνδρες. Δηλώνοντας πως «αυτές οι απώλειες δεν μπορούν να θεωρηθούν σοβαρές» προήχθη σε αρχιστράτηγο.
Αυτή είναι η πραγματολογική πληροφορία, που μας δίνεται στην αρχή τού ποιήματος. Και το ποίημα:
Πέρα στις Λίμνες ένα μικρό, ηλιόλουστο είχε αμπέλι.
Στον νεαρό άνδρα άρεσε το πετιμέζι με το λάδι
και το ζεστό ψωμί.
Το δικό του πηχτό, κατακόκκινο πετιμέζι.
Απ’ τα δικά του κατακόκκινα σταφύλια.
Μεγάλο τσαμπί, σφιχτή ρώγα, λευκή και απαλή σάρκα.
Η πατρίδα σε χρειάζεται, του είπαν.
Κι αυτός τραγούδησε.
Ω, πόσο δυνατά τραγούδησε, για να μην κλάψει.
Στην πατρίδα άρεσε το πηχτό, κόκκινο αίμα του.
Η λευκή και απαλή σάρκα του.
Τώρα, πέρα στις Λίμνες, μόνο ένας χοντρός ασβός.
Ρεύεται τα σταφύλια και κυλιέται ανάσκελα.
Μέσα στην κάψα, στο ηλιόλουστο αμπέλι
μεθυσμένος.
Άφησα για το τέλος τα ποιήματα αναφοράς σε ποιητές· στην Έμιλι Ντίκινσον, στην Αν Σέξτον, στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, στον Αντρέι Ταρκόφσκι ― ποιητής και αυτός και μάλιστα χωρίς εισαγωγικά. Και τα άφησα για το τέλος, επειδή αυτά ακριβώς τα ποιήματα, αφιερωματικής, σε πρώτη ανάγνωση, πρόθεσης, πλην όμως λανθάνουσας διακειμενικής υποδήλωσης, θεωρώ ότι φέρουν το μεγαλύτερο δραματικό βάρος, ότι λειτουργούν ως ο ποιητικός πυρήνας, το ποιητικό κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφονται και προς το οποίο συγκλίνουν τα άλλα ποιήματα του βιβλίου, φωτίζοντας ως ποίηση την ποίηση.
Έμιλι, Έμιλι, «βασίλισσα του Γολγοθά, να ζήσεις φωναχτά δεν άντεχες»· πώς κλείνει μέσα του αυτός ο στίχος για την Ντίκινσον τον «τελευταίο ψίθυρο των αλυσοδεμένων» από το ποίημα του βιβλίου «Άσκηση μνήμης»!
Και το «Ώρες πλεγμένες με ξερές πευκοβελόνες / Ζωής που μ’ ένα δάκρυ τελειώνει / Βροχής που δεν ήρθε» για τον Ταρκόφσκι, πώς συνομιλεί με το «όλοι ξέρουμε πως δεν θα δούμε ποτέ ένα πεσμένο φύλλο να υψώνεται», από το ποίημα «Εντροπία».
Κι εκείνο το «Τι χαιρετισμούς και αηδίες χρυσό μου. / Ήθελαν απλώς να βεβαιωθούν / ότι μού κλείσανε το στόμα», από το αφιερωμένο στον Ντίνο Χριστιανόπουλο ποίημα, ας το δούμε πλάι στο «πάει να πει, τα θέλει ο κώλος μου. // Γι’ αυτό από νωρίς / τη γλώσσα μου / την πέταξαν / στη γάτα».
«Τὴ γλώσσα της την πέταξαν στη γάτα»: Ένας τίτλος και ένα βιβλίο, όπου το «Μεγαλόπρεπο θηλαστικό» συναντάει το «Μωρό που έγινε πάγος» «καταμεσής του αλωνιού και του σύμπαντος κόσμου», και «τα καλά κορίτσια τα λένε Ζωή, Μαρία, Μόρφω, Άννα» και «κάνουν τα πάντα για ν’ αρέσουν», και όπου η «κάθε μέρα απαιτεί μία συναίνεση» και «τα ποιήματα είναι μάρτυρες ζωής λειψής».
Ένα ποιητικό βιβλίο που το διαβάζεις, το κλείνεις και αξίζει να το ανοίξεις ξανά.