Αν θα έπρεπε να εντάξουμε ειδολογικά την τρίτη στη σειρά ποιητική συλλογή της Καβαλιώτισσας ποιήτριας Δήμητρας Κατιώνη (Το παραμύθι από ψηλά, Ροές 2000 και Τρεις μέρες κι ένα τρίτο, Θράκα 2016) με τον τίτλο-παιχνίδι Ζώα-φυτά, θα βρισκόμασταν μπροστά σε ένα αδιέξοδο. Σε ποιαν κατηγορία χωράνε αυτές οι πεζόμορφες στροφές, σε ποιο ράφι της λογοτεχνικής ιστορίας της κρίσης και του μεταμοντερνισμού, θα βρει τη θέση του ο πυκνός, κρυπτικός λόγος που εκφέρεται σχεδόν πάντα απρόσωπα; Πώς θα αποτυπωθεί στην κριτική το παιγνιώδες, το αόριστο, το γενικό των ζώων και των φυτών που καταργούν πραξικοπηματικά τις υπόλοιπες στήλες του παιχνιδιού, δηλαδή τα ονόματα, τις πόλεις, τις χώρες, τα αντικείμενα;
Αν ψάξουμε την απάντηση στον ορισμό του αφορισμού και αναλύσουμε στην ασφυκτική πυκνότητα των λέξεων τη ρητορική που στηρίζεται κατεξοχήν στην πρωτοκαθεδρία του ρήματος και στην τεχνική του αιφνιδιασμού, ίσως αναγνωρίσουμε στα Ζώα και τα φυτά της Δήμητρας αυτό που ο Karl Kraus ως ο κατεξοχήν ειδικός στους αφορισμούς, συνόψιζε ως εξής: «σε αντίθεση με το απόφθεγμα που αναζητά την αλήθεια, ο αφορισμός είναι η μισή αλήθεια ή αλλιώς μία αλήθεια και μισή».*
Μισές αλήθειες ή μία αλήθεια και μισή, δηλαδή ένα θραύσμα αλήθειας, τόσο προσωπικό που να αγκαλιάζει κάθε περίπτωση, εκφράζουν και οι κεντημένες παράγραφοι της Δήμητρας Κατιώνη. Αυτή η συμπύκνωση που μετατοπίζει τις λέξεις και τις έννοιες και αλλάζει τη σειρά τους ανάμεσα στις παιδικές στήλες του αρχικού παιχνιδιού, έχει κάτι από την αισθητική του κατακερματισμού· χειρίζεται μια γραμματική και αναφορική αυτονομία που συχνά αποσταθεροποιεί τον κειμενικό ιστό και τραβά μαγνητικά το βλέμμα στην κίνηση της σκέψης της ποιήτριας.
Υδάτινες διαδρομές στη γεωγραφία του σώματος («μια φλέβα ποταμίσια ανεβαίνει το δεξί μου χέρι»), η ανυπότακτη χλωρίδα που ξαφνικά εξουσιάζει την πραγματικότητα («αν κρίνω από τη γεύση στο στόμα μου, μια λεμονιά θα φυτρώσει στην κοιλιά μου»), ένα άναρχο κομμάτι ουρανού που υποτάσσεται σε μια παρήχηση του ζ και του ρ («Ορίζοντας είναι το μέρος του ουρανού που χαρίζεις στον ορισμό») οι μικροί αφορισμοί, διαπιστώσεις που κρύβουν μεθοδικά το εγώ ξεσκεπάζουν τις διαδρομές της επιθυμίας, την απομάγευση του έρωτα, την εμπειρία της μητρότητας, την αστική βιαιότητα της φύσης, σωρεύοντας εικόνες και αισθήσεις με τρόπο ακαριαίο. Ξεδιπλώνοντας πολύ προσεκτικά τους στίχους-αφορισμούς, τις στροφές-οδηγίες, ο ποιητικός λόγος δεν είναι στατικός: εκεί που μοιάζει να περιορίζεται στα υπεσχημένα ζώα και φυτά του τίτλου, ξεπροβάλλουν κύρια ονόματα και προσωπικές αντωνυμίες αλλάζοντας τους κανόνες και τις προτεραιότητες.
Οι αφορισμοί συχνά έχουν ένα στοιχείο διδακτισμού ή φιλοσοφικής παραίνεσης, μια αποστροφή εις εαυτόν η οποία στη συλλογή της Δήμητρας Κατιώνη συχνά υπονομεύεται και αποκτά ένα διαφορετικό περίγραμμα με μια ρεαλιστική χροιά. Στα ποιήματα αυτά η μισή αλήθεια παρασύρεται από το βίωμα και την ανάμνηση, απεκδύεται τον απρόσωπο-προσωπικό τόνο και φτάνει βαθιά στη σύλληψη μιας ποιητικής εικόνας.
Πρόκειται κυρίως για ποιήματα σε γλώσσα «ιδιωτική», όπως την ονομάζει με συστολή η νεαρή ποιήτρια, («ο ανόητος ο λόγος, ο ιδιωτικός. Η θεϊκή αυτή αγάπη. Που στέργει την ύπαρξή μας»), καθώς ακουμπά στον ορίζοντά μας σκηνές οικιακότητας ή θραύσματα μιας πιο κλειστής, δικής της γεωγραφίας. Σε εκείνα τα σημεία ο λόγος ξεσπά σε υποκοριστικά και προσωπικές αντωνυμίες μετακινώντας ονόματα ή αντικείμενα στις θέσεις που λείπουν, σπρώχνοντάς τα ανάμεσα στα ζώα και στα φυτά, εκεί ανάμεσα στα μεγάλα κενά που η ίδια έχει αφήσει έξω από το παιχνίδι.
Μην επιθυμήσεις από επιθυμία, μην κρυφτείς, είναι σαν φόνος, μην κλέψεις, πράγμα δικό σου, μην κοιτάξεις πέρα από τον καθρέφτη, μη ματαιώνεις το αίμα, μην ξαναπείς το όνομά σου, μην κλαις αγάπη μου, μην κλαις, μην κλαις, μην κλαις, δεν καν δέκα οι κάτωθεν εντολές προς τον ουρανό, θεός προσεύχεται σ’ εμάς, μόνο άκου. («Δέκα», σ. 66.)
Στην επίμονη μουσική της άρνησης, τα απανωτά «μην» ανοίγουν σαν λουλούδι έναν χορό παραινέσεων· σκιαγραφούν ένα τοπίο εγκλεισμού που οριοθετείται στις γραμμές της ματαιωμένης επιθυμίας και κορυφώνεται στη λυρική επανάληψη «μην κλαις, αγάπη μου» βρίσκοντας το δρόμο ανάμεσα σε εντολές και απαγορεύσεις προς έναν μάλλον ανοίκειο ουρανό. Στον «ιδιωτικό» τόνο αυτών των ποιημάτων η ποιήτρια αφήνει για λίγο το βασικό τέχνασμα του αφορισμού –ο αφορισμός, σε αντίθεση με το απόφθεγμα που στηρίζεται στην παρατήρηση των άλλων, ενεργοποιεί έναν μηχανισμό ενδοσκόπησης–.
Και εδώ η νηφάλια, ήρεμη ενδοσκόπηση που δίνει τον ρυθμό στη συλλογή, στα «ιδιωτικά» ποιήματα τσαλακώνεται και φτάνει πιο βαθιά σε έναν απροσδόκητο λυρισμό. Καταργώντας έτσι τα σχήματα και τις γεωμετρίες του αρχικού παιχνιδιού αποκαλύπτεται αυθεντικό και σχεδόν απρόσκλητο το χρώμα της ποιητικής συγκρότησης. Στο ποίημα «Θηλαστικά», η απαρίθμηση των κτητικών σαν μυστικό μάντρα ανακαλεί μια τελετή εσωτερικής απελευθέρωσης:
Σπουδάζοντας την κτητική αντωνυμία της γυναικείας ακτημοσύνης ―καρχαρία μου, φάλαινα, λαβράκι― διαπιστώνει κανείς ―γύπα, σταυραετέ μου σκουληκάκι― πως το πιο τρομακτικό από όλα ―καταιγίδα, καύσωνα, αεράκι μου― είναι ότι η γυναίκα ―αγάπη μου, αγάπη μου, αγάπη―, δεν έχει να χάσει τίποτε. Άδειασέ την. Αυτή η γωνιά είναι δική μου. Και θα μείνει κενή. («Θηλαστικά», σ. 19.)
Στα σαρκοβόρα σύμβολα της αρρενωπότητας, στη συσσώρευση των εικόνων σαν να ξεφυλλίζει κανείς σελίδες ζωολογίας και εγκυκλοπαίδειας καθρεφτίζεται «πέρα από τον καθρέφτη» το πιο ακριβό ζητούμενο: ένα είδος ανέφικτης ισότητας στον έρωτα, ένα είδος αποδοχής της απώλειας, ή το δικαίωμα στην επιλογή της απώλειας. Αυτός ο ανυπόταχτος λυρισμός που τιθασεύεται μόνον φαινομενικά στη μικρή φόρμα των πεζόστροφων ποιημάτων ξεπροβάλλει κατακλυσμικός κάθε φορά που η ποιήτρια αφήνει να φανούν γυμνά τα βιωματικά ίχνη της μνήμης, της αίσθησης, της σωματικότητας.
Η Παυλίνα Παμπούδη είχε επισημάνει για την πρώτη συλλογή της Δ.Κ. την παράξενη τεχνική που «μισοεπιθετικά-μισοφιλικά δίνει δαγκωματιές στο άγνωστο». Ανάμεσα στον φαινομενικά ελέγξιμο κόσμο της περιγραφής και την ακατέργαστη ροή του λυρισμού, επιστρατεύοντας το χιούμορ ή την ανοικείωση, το παιγνιώδες αλλά κάποτε και το τραγικό, η Δήμητρα Κατιώνη στα Ζώα-Φυτά χαράζει ευθείες, ολόισιες γραμμές σε μια εποχή που η ποίηση ξοδεύεται σε φτηνές μεθόδους αυτοθεραπείας και παρωχημένου ρομαντισμού. Σ’ αυτές τις ευθείες γραμμές αναγνωρίζει κανείς μια σταθερή διαδρομή και μια τολμηρή αναμέτρηση με την τέχνη της ποίησης.
--------------
* Ο Karl Kraus (1874-1936) θεατρικός συγγραφέας και κριτικός έμεινε στην ιστορία για την τόλμη του και τους ευρηματικούς αφορισμούς του. Βλ. Karl Kraus, Sprüche und Wiedersprüche, 1909. Βλ. σχετικά Jean-Marie André, «Les twitts de Karl Kraus», Hegel τχ. 3 /2016, σ. 317-323.