Επιτελώντας την άυλη φύση των ονείρων

Επιτελώντας την άυλη φύση των ονείρων

Γεωργία Βεληβασάκη, «Αυτή το άτομο μηδέν», εκδ. Σμίλη 2024




Η Γεωργία Βεληβασάκη, έξι χρόνια μετά την πρώτη της ποιητική συλλογή (Κοντσέρτο για μία ημέρα που πέρασε, Εκδόσεις Γραφομηχανή, 2018), εμφανίζεται με μία δεύτερη, επίσης αξιοπρόσεκτη, από τις εκδόσεις Σμίλη. Στην προηγούμενη ποιητική συλλογή το pastiche φλερτάρει με την επιτέλεση της γραφής υπερρεαλιστικά. Η παρούσα συλλογή αποτελείται από δύο ενότητες, με την πρώτη να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της. Η πρώτη ενότητα αποτελείται από ποιητικές συνθέσεις, άλλες μακροσκελείς και άλλες ολιγόστιχες, ενώ τη δεύτερη κοσμούν πέντε πεζόμορφα ποιητικά κείμενα. Η Βεληβασάκη παραμένει πιστή στις υπερρεαλιστικές φόρμες, υπηρετώντας ταυτόχρονα και τη μαγική πλευρά του ρεαλισμού. Στην επικείμενη συλλογή, ωστόσο, προστίθεται και το στοιχείο της επιτέλεσης. Ανήκει στη νέα γενιά, όπου η ποίηση επιχειρεί να επιτελεί “νεοφορμαλιστικά” με την ευρεία έννοια του όρου. Η Βεληβασάκη δεν λέει. Προτιμά να δείχνει, αλλά κι όταν λέει, ταυτόχρονα επιτελεί, καταρχήν φορμαλιστικά επί της δομής του κειμένου και σε δεύτερο χρόνο, αναγνωστικά, στοχεύοντας στην αναγνωστική πρόσληψη, αποδίδοντας στο κείμενο δραματουργικά στοιχεία.
Έτσι, επιχειρώντας να αλλάξει τη μορφή στη δομή των κειμένων επιτελεί τη λειτουργία της δραματοποίησης, με λειτουργικές υποσημειώσεις, οι οποίες αποτελούν σώμα των συνθέσεων. Πραγματοποιεί αλλαγές στην κατεύθυνση, το μέγεθος, την κατάταξη και το τοπόσημο των γραμματοσειρών, επιτρέπει τη χρήση σχημάτων και συμβόλων, τη δημιουργία επιτελεστικών σχολίων, ενώ από κάποιες συνθέσεις απουσιάζει η επωδός της αφήγησης και αντικαθίσταται από μια κατάληξη, που αφηγηματολογικά αξιοποιείται κυρίως σε πεζά κείμενα, έτσι ώστε να αφήνει τον αναγνώστη να διαμορφώσει τη συνέχεια της ιστορίας, όπως εκείνος φαντάζεται, «…κάτω/από/το/μεγάλο/δάχτυλο/του δεξιού/μου ποδιού/[σαν αποτσίγαρο] επί/δεκαοχτώ χιλιάδες δευτερόλεπτα//πέθανα/ή», (σ. 40). Η μελέτη και η λογοτεχνική γνώση της ποιήτριας είναι φανερή, καθώς οι τεχνικές που εφαρμόζονται στο λογοτεχνικό σύμπαν της Βεληβασάκη, καθιστούν το έργο της αξιανάγνωστο, με ενδιαφέροντες τίτλους.
Στο ποιητικό της σύμπαν κυριαρχεί το βίωμα, αρχής γενομένης, της υπαρξιακής ασφυξίας, «Με εγκλωβισμένους μεγάλωσα/τα χέρια έξω από τα κάγκελα…» (σ. 9). Η Βεληβασάκη ανάγει την αυτοαναφορικότητα σε δραματουργημένη ποιητική τέχνη με συνθέσεις που εξυπηρετούν εύστοχα και δημιουργικά την επιτελεστικότητα της ποίησης, ενώ προσφέρει ένα εμπνευσμένο ποιητικό σύμπαν. Η ποίησή της κυματίζει. Άλλοτε κάνει βήματα ρυθμικά και άλλοτε σημειωτόν και καθώς εικονοποιεί τον δικό της εσωτερικό βηματισμό, αλλά και του αναγνώστη, ανάγει τον υπερρεαλισμό σε δραματουργία, χωρίς να αγνοεί την πραγματικότητα, «Από το παράθυρο παρεισφρέουν θραύσματα μιας/στερεοτυπικής πραγματικότητας που/καταρρέει- ντρον βόμβες φωσφόρου, στρατόπεδα καταστολής,…» (σ.28), ενώ λατρεύει τον εσωτερικό διάλογο, «Μ’ ένα φτερούγισμα μετατοπίζομαι/πίσω, ακριβώς. στον τοίχο του δωματίου…» (σ. 29), την επικοινωνία με το εσώτερο Εγώ, τη βαθιά σύνδεση με τις ρίζες της ύπαρξης, γονείς, μητέρα, πατέρας, βιώνει βαθιές εναλλαγές, καθώς μετακινείται συχνά από το φως στο σκοτάδι και το αντίστροφο, «Έχει/έναν/ήλιο/έξω,/ωραίο//πλάγια στην καρέκλα/οι αχτίδες/πέφτουν…» (σ.31), «Η κλεψύδρα μετέρχεται την τρέλα/Η τρέλα πληρώνεται/με σκιές…» (σ. 32).
Υπό το κράτος αυτής της επιτελεστικότητας στη γραφή, μία ποιητική της σύνθεση με τίτλο «Ωριγγέα η Διόνυσος», διασπείρεται σε εφτά αποσπάσματα, διαιρούμενη σαν κλάσμα έτσι ώστε τα 7/7 της να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά την ποιητικής της διαδρομής, «Τα μάτια της είναι από χώμα/τα μαλλιά με γεύση χλωροφύλλης/κλαδιά στις άκρες/η κοιλιά μια πέτρα από βουνό ακέραιο…», (σ. 11). Το ποιητικό υποκείμενο αυτής της σύνθεσης, απευθύνεται στη μητέρα, η οποία υψώνεται σαν δέντρο απ’ όπου εκτείνονται ως κλαδιά οι ποιητικές της συνθέσεις, ακόμα κι εκείνες που ολιγόστιχα αναβοσβήνουν σαν πολύχρωμα υπαινικτικά φλας, «Είμαι/η ρίζα/μιας λέξης/υψώνω γκρεμούς/με νέα εφήμερα [και σήμερα]/την σήμερον ημέρα ημερώνω/αναδιπλώνομαι.», (σ. 53).
Πρόκειται για μια βαθιά εξομολόγηση που αναζητά τη δύναμη, καθώς επιχειρεί τη συμφιλίωση με την πιθανή απώλεια, τον θάνατο, δεν τον αψηφά, ωστόσο, έχει τη δύναμη να τον περιγράψει ως απειλή. Η αφήγηση εναλλάσσεται μεταξύ του α΄ και του β΄ προσώπου, χωρίς, ωστόσο, να απουσιάζει και η απεύθυνση, αρκετές φορές με τη μορφή προστακτικής, γεγονός που δείχνει το βάθος των συναισθημάτων, τη συγκινησιακή φόρτιση και το πάθος με το οποίο, το ποιητικό υποκείμενο συμμετέχει στη μεταμορφωτική διαδικασία της ψυχής μέσα απ’ τον πόνο, «Η Μαρία/αδοίο ανίδιο/κατειλημμένο και ακατάληπτο/παρά τα όχι της από πνιγμό κι από μαχαίρι//…Η Μαρία/το άγιο λεπιδόπτερο/ “Εγώ η Μαρία” έλεγε…» (*Λεπιδόπτερα) σ. 26).
Η διακειμενικότητα είναι ένα ακόμα στοιχείο της ποιητικής της Βεληβασάκη, όπου εκτός από την Έμιλυ Ντίκινσον, ως σύμβολο της μελαγχολίας και ως κινητήρια προτροπή για δημιουργία, κατοικούν φιλόσοφοι και ποιητές, όπως ο Martin Heidegger, ο Γκαίτε, ο Jacques Derrida, ο Ο. Ελύτης, η Ζωή Καρέλλη. Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή την οποία μπορεί κανείς να αναγνώσει με ποικίλους τρόπους, από την αρχή στο τέλος, από τη μέση και πίσω, ή αντίστροφα, δεν έχει σημασία γιατί η δομή της είναι ταυτόχρονα τόσο συμπαγής και τόσο εύκαμπτη, καθώς τόποι, χρόνοι, καταστάσεις εναλλάσσονται παρασέρνοντας τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι οραματισμού όπου η ύπαρξη περνά ανάλαφρα ανάμεσα από τις σκιές, καθώς χαϊδεύεται από το φως της συνειδητής ύπαρξης, της ίδιας της ζωής.
Πρόκειται για μια γυναικεία υπόθεση, η οποία περιλαμβάνει όλες τις μάνες, όλες εκείνες τις εκδοχές του θηλυκού «Άλλου» που αναζητούν δικαίωση, διέξοδο, ώστε να πραγματώσουν τη δύναμη που παρακρατήθηκε απ’ τον φόβο και την υπακοή στην κοινωνική κατασκευή. Πρόκειται για οικογενειακή υπόθεση, για εκείνον και εκείνη, την «Ακροβάτισσα», «Εκείνη δεν βλέπει/πάνω από την πόλη/ξόανο/στολισμένο ελπίδες/στη ροή του σύννεφου/οι δρόμοι ασφυκτιούν/με τόσα σιδερένια χέρια/[απελπισμένα]…» (σ. 74). Κόρη, μητέρα – κόρη, κόρη –παιδί κι εκείνον, τον «Άλλο», «…το παιδί δεν θυμάται/χαμογελά/μες στη νύχτα γυμνό/μ’ ένα όνειρο τρέχει/στ’ αόρατα/οι μανάδες/στα φουστάνια τους ράβουνε/δόρατα/[απελπισμένα]/απελπισμένα…», (σ. 75), που παλεύει να ισορροπήσει ως κατασκευασμένο αρσενικό και ως πατέρας, ως αιώνιος διεκδικητής και ως σύντροφος, ως Ένας που δικαιούται μερίδιο στον φόβο, «Όταν έρθει η ώρα, θ’ ανοίξω το στόμα./Μετά θ’ αναγκαστώ να μιλήσω. Θα μιλήσω ως Ένας./Το πλήθος θα βλέπει. Εγώ θα φοβάμαι./Θα φοβάμαι ως Άλλος.» [Ο Μονόλογος του Ενός (και της Άλλου), σ. 65].
Ο χρόνος στο ποιητικό σύμπαν της Βεληβασάκη είναι η νύχτα, μα καθώς μυείται στο σκοτάδι, η τοπογεωγραφία της τείνει να αναδυθεί στο τώρα και σε όσο φως αυτό μπορεί να χωρέσει. Ο χρόνος της είναι εύκαμπτος και κινείται ανάδρομα, από τα παιδικά χρόνια - συνδέεται με τις καμπάνες του Αγ, Φανουρίου- έως το τώρα. Ο χρόνος για την ποιήτρια είναι μετρήσιμος, τον υπολογίζει, καθώς στοιβάζει εντός του όσα την πόνεσαν, «…δεκαοχτώ χιλιάδες δευτερόλεπτα/πέθανα/ή…» (σ. 40), «Μυείται στο σκοτάδι./Χαϊδεύει τις πληγές ενός βρέφους/οχτακοσίων έντεκα μηνών/που αιμορραγούν/Κοιτιέται στον καθρέφτη./ “Χτύπα”//Το αυτό.», (σ. 41). Οι ήχοι, το μέτρο, οι λέξεις, οι χρησμοί ―λειτουργώντας ως σύγχρονη Πυθία― «Ένας καινούριος κόσμος/στερεώνεται/στο σώμα της./νεκρή αυτή θα/κυβερνά/αθόρυβα» (σ. 57), ξεδιπλώνουν και τις κοινωνικές, γήινες της ανησυχίες «Τα κλειστά πηγάδια θ’ ανοίξουν/το νερό θα πνίξει την πόλη/θα σωθούν τα πουλιά/και οι πέτρες», (σ. 46) ο έρωτας «Ντυμένη με του έρωτα/αφόβητη, το πέλαος ανεμίζει/και χάνεται η αποσπερινή μας ώρα…» (σ. 56)

Δεν είναι μόνο η ήχοι, είναι η μουσική, που ακολουθεί τις σκέψεις, τις λέξεις, τους στίχους, τον ρυθμό και την ποιητική τής Βεληβασάκη. Κι ανάμεσα στη μουσική, τους στίχους και τις λέξεις είναι η δύναμη που αντλεί η δημιουργικότητά της από εκείνον τον μικρό θεό, το πολύτιμο που για τους περισσότερους ανθρώπους είναι η μητέρα. Η μητέρα, αναδύεται σε κάθε στίχο αυτής της συλλογής, μα στη δεύτερη ενότητα τής αφιερώνεται. Τολμά να αποδώσει την ευθραυστότητα σε ένα σύμβολο που είναι κατασκευασμένο κοινωνικά για να αντέχει, με την ευαισθησία και την ενόραση που χαρακτηρίζει το ομόφυλο θηλυκό «Άλλο», καθώς την υμνεί με περίσσεια κατανόηση. Πίσω από την περίτεχνη πατίνα μιας μαγικής σκόνης - κι εδώ έγκειται η μαγική επιρροή του ρεαλισμού της ποίησής της Βεληβασάκη - αγγίζει τα υπερκόσμια και τα έγκατα της ψυχής της, καθώς την περιγράφει. Και αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά, πίσω από όσα δεν λέει, δείχνει πόσο βαθιά είναι η σύνδεση, καθώς εκείνη, η ποιήτρια μεταμορφώνεται, κλέβει τον ρόλο της μάνας και παλεύει στοργικά ν’ αποκαταστήσει τη «[…]χαραγματιά που δεν φαίνεται… […]κάτω από τη γυαλιστερή της επιφάνεια…» (σ.93).
Η μητέρα μηλιά, η μητέρα δέντρο, η μητέρα πουλί, «Η θάλασσα ατιθάσευτη, Ελευθερία θα σε λέω. Ελευθερία, εύθραυστη σαν πορσελάνινο κουτί μες στο σαλόνι [κι ας μη σωθεί ο κόσμος από μια τέτοια γενναιότητα].», (σ. 87) Αυτήν τη μητέρα, δολοφονεί ψυχαναλυτικά, στο κείμενο - πρόζα με τίτλο, «Παράξενο φως», το προτελευταίο της συλλογής, σε μια συγκλονιστική αφήγηση, με οδηγό τα ρήματα κίνησης, για να οδηγήσει το ποιητικό υποκείμενο στην κάθαρση ή στην αποδοχή. «Η μάνα μου στην πόρτα της κουζίνας. Σε μια στιγμή, με μία κίνηση απλή, όπως όταν πίνεις ένα ποτήρι νερό, την έπνιξα, Πήρα το μαχαίρι, την έσφαξα, την έκοψα κομμάτια, την έβαλα στο ψυγείο. […] Τότε την είδα ολόρθη μπροστά μου. Ακέραια. Όμορφη σαν ουρανός. Τα μάτια της άστραφταν, μου έλεγε: παιδί μου εσύ, μικρό παιδί γυμνό, σ’ ευχαριστώ, με λύτρωσες, παιδάκι μου, την ευχή μου. […] Όλα ήταν εντάξει τώρα. Το σπίτι καθαρό. Μ’ ένα παράξενο φως να μπαίνει από το παράθυρο.», (σ. 89).
Κι ύστερα έρχεται η μουσική, σαν χτύπημα στο τζάμι, σαν σινιάλο που σημαίνει το τέλος της κατάδυσης, «Τκ τκ λ τκ ιι», τον πόθο για αφύπνιση από ένα όνειρο που την ταξίδεψε έως τα βάθη της ύπαρξης. Ένα πουλί, προάγγελος της άνοιξης, σύμβολο των ευσεβών μας πόθων, ένα όνειρο μέσα στο όνειρο, έτσι μας αποχαιρετά, προσωρινά, η ποιήτρια, υπηρετώντας ακόμα μια φορά τον υπαινιγμό. M’ ένα à tout à l' heure μας αφήνει και υπόσχεται…

«Στο τέλος θα αναγκαζόμουνα να του πω για το όνειρο με το πουλί τκ που χτυπούσε κάθε απόγευμα σαν τρελό τη τκ λ τκ με το ράμφος του το τζάμι του δωματίου τκ τκ λ τκ ιι.» (σ. 91)

Ωστόσο, δεν θα κλείσει αν δεν κάνει σαφές το κυρίαρχο θέμα της ποιητικής της, καθώς του αφιερώνει ένα ολιγόστιχο επίγραμμα, όπου απουσιάζουν τα διάκενα μεταξύ των λέξεων, σαν καρκινική γραφή, συμβολίζοντας και μορφολογικά την υπαρξιακή αγωνία του ποιητικού υποκειμένου, σχετικά με τη σύνδεση ή την αποσύνδεση με τον ομφάλιο λώρο του μητρικού σύμπαντος και κατ’ επέκταση της θηλυκής κατασκευής:

«ΗΜΗΤΕΡΑΣΤΗΝΕΙΞΟΒΕΡΓΕΣΣΤΗΝΑΥΛΗΤΟΥΣΠΙΤΙΟΥΤΙΣΑΛΕΙΦΕΙΜΕΜΕΛΙΠΑΡΑΜΟΝΕΥΕΙΤΗΣΤΙΓΜΗΠΟΥΘΑΕΝΔΩΣΕΙΤΟΠΑΙΔΙΚΟΙΤΑΗΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΔΕΝΒΡΙΣΚΕΙΟΥΡΑΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: