Στην ποίηση οι λέξεις, όπως και τα όνειρα, συχνά φορτίζονται σε τέτοιο βαθμό που αυτοαναιρούνται ως αφετηρία της ποιητικότητας, ενώ δεν παύουν να επικοινωνούν μαζί μας. Η πολύσημη φύση τους μας κρατά αιχμάλωτους μπροστά στη γοητεία τους. Οι λέξεις όντως αργοπορούν (60), ωστόσο, μόνο οι λέξεις –ως μήνυμα, μελωδία, εικόνα– μπορούν να μας ενώσουν με το όραμα που αναδύεται μέσα από το ποίημα. Ακούγεται σχεδόν ανέφικτο σε όσους γνωρίζουμε ότι η ποιήτρια Γιλά Μοσάεντ τοποθετείται ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς και δύο ηπείρους, για να γράψει, και είναι τότε που εμείς οι αναγνώστες της νιώθουμε ξανά μικρά παιδιά και ακούμε με απαράμιλλη προσοχή, σαν να επιστρέφουμε στην αρχή του Κόσμου.
Με δύο μαύρες σελίδες ―που συμβολίζουν τη σιωπή― και τρίτη μία λευκή ―η σιωπή ανάμεσα στο Χάος και τη Δημιουργία―, η ποιήτρια χωρίζει την ποιητική της σύνθεση Αργοπορούν οι λέξεις σε τρία μέρη. Όσο και αν είναι διπλάσια η σκοτεινή ύλη, δεν είναι αρκετά δυνατή να ακινητοποιήσει τη δημιουργικότητα που αγκαλιάζει τον ποιητικό λόγο μιας οραματίστριας. Η κραυγή του τίτλου μάς υπενθυμίζει να μην επιτρέψουμε στα όνειρα να παραμείνουν άλλο «αχρησιμοποίητα» (89).
Μερικές φορές οι λέξεις μού έρχονται τελείως νεκρές […]
Δεν αναπνέουν στο χαρτί (27)
Δεν βρίσκω χαρτί για να γράψω (45)
Η φράση «άπτερες λέξεις» (34), φανερή, αλλά στο βάθος πλανερή, ανατροπή του ομηρικού «ἔπεα πτερόεντα», μεταβάλλει σε συνώνυμα τα αντώνυμα επίθετα. Εκείνη τη στιγμή υποψιαζόμαστε ότι θα αναστήσει τις λέξεις με ένα συναίσθημα, μια άλλη λέξη, μια κραυγή. Και όμως, ένας παλμός της καρδιάς της αρκεί. Μια ανάσα ζωντανεύει τις συγκινήσεις της και ξαναδίνει απρόσμενη πνοή στην ποίησή της.
Ξαφνικά οι «άδειες λέξεις» (46) αποκτούν το βαθύτερο νόημά τους, χωρίς την ανάγκη να ειπωθούν:
Είμαι δίχως χώρα
Δίχως μητέρα
Το μόνο που μοιράζομαι μαζί σας
είναι οι λέξεις (47)
Αναρωτιόμαστε ποιες λέξεις μοιράζεται μαζί μας και γιατί. Δύο πολύ σημαντικές, «άπατρις» και «ορφανή», ανάγονται σε συνώνυμα, χάρη στο σχήμα λόγου της περίφρασης. Δεν τις ονομάζει, τις ερμηνεύει, ούτως ώστε να σηματοδοτούν τη Μεγάλη Μητέρα, που κατέχει περίοπτη θέση στο ποιητικό της βιβλίο, στα ανθρωπιστικά της οράματα. Οι λέξεις που επιλέγει ή αποφεύγει δεν είναι πομπώδεις. Το συναίσθημα που προκαλούν, με την παρουσία ή την απουσία τους, μας οδηγεί σε βαθύτερη ανάγνωση.
Για την έλλειψη πατρίδας, και άρα μητρικής γλώσσας, γράφει:
Δεν έχω καμιά γλώσσα πλέον
Μόνο όταν ένα μικρό πουλί
χτυπά στο νυσταγμένο παράθυρό μου (30),
αποδεικνύοντας ότι πάντα, και στη μεγαλύτερη συμφορά, κουβαλάμε στην πλάτη μας ένα σάκο γεμάτο με λέξεις, όνειρα, ελπίδες. Στη μισαλλοδοξία τής γενέτειρας απαντά η δημοκρατία της χώρας υποδοχής. Η Γιλά Μοσάεντ αρχίζει, με μοναδική επιτυχία, να γράφει ποίηση στα σουηδικά, συσσωρεύει βραβεία, βραβεύεται και στη Γαλλία, εκλέγεται, αν και από άλλη χώρα, μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας, ναι, αυτής που απονέμει τα Βραβεία Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Τα «ανονείρευτα όνειρα» (32), όπως και τα «αχρησιμοποίητα» (89), μεταμορφώνονται σε ανεξάντλητα, πολλαπλασιάζονται όταν ενώνουν διαφορετικές γλώσσες και παραδόσεις. Αντιμάχονται τη μοναξιά, τη σιωπή και το σκότος, τρεις λέξεις και έννοιες που επανέρχονται, όταν η ποιήτρια οραματίζεται μια νέα Δημιουργία. Κοντολογίς, η αδυναμία μας μπορεί να γίνει η δύναμή μας:
Εδώ υπάρχει μόνο η σιωπή
Λαχταρώ να μου επιστραφεί η φωνή
Θα επιστρέψει
πριν τον ολοκληρωτικό ερχομό του σκότους (72)
Το Δάσος, που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ποιητική σύνθεση, ανάγεται σε σύμβολο της Μεγάλης Μητέρας. Είναι συνάμα η Ιστάρ (Βαβυλωνία), η Ίσις (Αίγυπτος), η Γαία Μήτηρ και η Δήμητρα (Ελλάδα), μεταξύ πολλών άλλων θεοτήτων της Αρχαιότητας.
Και ενώ «Η Μητέρα γη υφαίνει κήπους» (90), συνειδητοποιούμε ότι τύχη αγαθή έφερε την ποιήτρια-μεταφράστρια στη δεύτερη χώρα της Γιλά Μοσάεντ, πώς, με πολύ απλό λόγο, πιστή στην ποίηση που αναλαμβάνει να αποδώσει στην Ελληνική, φτάνει στα βάθη τού νοήματος. Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη σπούδασε ψυχολογία στη Σουηδία και εργάστηκε σε δημόσιες μονάδες ψυχικής υγείας της ίδιας χώρας και στην Ελλάδα, απασχόληση που την έφερε πολύ κοντά στον άνθρωπο.
Τα άτιτλα ποιήματα σε υποχρεώνουν να βρεις τον δικό σου τίτλο, να ανασυνθέσεις και να εμπλουτίσεις το ποίημα ως αναγνώστης δημιουργός, να αλλάξεις τον βαθμό συναισθηματικότητάς του σύμφωνα με τον πολιτισμό από τον οποίο προέρχεσαι. Η καλή οργάνωση, που σε προσκαλεί να τη συνεχίσεις, γίνεται προφανής χάρη στα τρία μέρη του βιβλίου και την επιλογή των λέξεων που τα κλείνουν κάθε φορά:
Εσύ στεκόσουν κάτω από ένα αγουροξυπνημένο δέντρο
Ψιθύριζες
Τώρα ξαναγεννιόμαστε (53)
Το ταξίδι συνεχίζεται
δίχως λέξεις
Με το χέρι της φύσης
στην πλάτη μου (73)
Άσε τις φωτεινές μνήμες σου στο τραπέζι
Και το τελευταίο σου όνομα (100)
Και κλείνω με έναν εμπνευσμένο ορισμό του ποιητή και του ποιήματος, που ζωντανεύει όλες τις λέξεις και μετατρέπει αμετάκλητα τον αναγνώστη σε ποιητή:
Κάποιες μέρες
μοιάζω στις λέξεις μου
τόσο τρυφερά
που δεν χρειάζομαι κάποιον καθρέφτη (95)