Σήμερα αγόρασα ένα ιδιαίτερο κατοικίδιο.
Είναι ένας καφέ βόας με μοτίβο κόκκινων σχημάτων σαν διαμάντια.
Κυκλοφορεί ελεύθερα στο γραφείο μου.
Το κατάστημα που τον αγόρασα με διαβεβαίωσε ότι όσο τον ταΐζω «σωστά», δεν κινδυνεύω.
Δεν του έχω δώσει ακόμη όνομα.
Έχει μια παραξενιά αυτό το φίδι.
Του αρέσει να μασουλά τις τσαλακωμένες σελίδες που πετώ στο καλαθάκι του γραφείου μου και να τις καταπίνει λαίμαργα.
Τώρα τελευταία δυσκολεύομαι στο γράψιμο, οπότε στο γραφείο μου πάντα υπάρχει τροφή για κείνον.
Μόνο που μετά από ελάχιστα λεπτά, την φτύνει με αηδία.
Αυτό εξίταρε την περιέργεια μου και την φαντασία μου και μια μέρα δοκίμασα το εξής:
Του έδωσα ένα πολύ καλό μου ποίημα που το είχα αντιγράψει σε μια κόλλα χαρτί.
Το έφαγε με πολλή όρεξη και με την διχαλωτή του γλώσσα με εκλιπαρούσε και για άλλο κολατσιό. Δεν το έφτυσε ποτέ.
Από κείνη την μέρα ο βόας έγινε ο επίσημος δοκιμαστής της γραφής μου.
Ότι και αν έγραφα το αντέγραφα και του έδινα να το δοκιμάσει.
Μάλιστα τον ονόμασα: «ο Μέγας δοκιμαστής.»
Ότι του άρεσε, γινόταν μεγάλη επιτυχία.
Ήρθε όμως μια εποχή που η έμπνευση με εγκατέλειψε.
Το φίδι ξερνούσε συνέχεια.
Εγώ, έπεσα σε κατάθλιψη.
Ο Μέγας δοκιμαστής περνούσε πολλές ώρες μόνος του στο γραφείο μου.
Τα βράδια τον άκουγα να σέρνεται με ακατανόητους συριγμούς.
Από το υπνοδωμάτιο μου μέσα στο βαθύ σκοτάδι, έβλεπα τις φολίδες του που άστραφταν.
Ένα βράδυ με τις λιγοστές δυνάμεις που είχα σηκώθηκα και τον είδα να βουτά την γλώσσα του με απίστευτη όρεξη στο μελανοδοχείο μου.
Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα, ενώ η γλώσσα του γινόταν μαύρο πινέλο στις λευκές σελίδες μου.
Λίγα βράδια μετά μου έφερε στο κρεβάτι την πρώτη του συλλογή ανάμεσα στα δόντια του.
Ο εκδότης μου τη βρήκε εξαιρετική.
Μου είπε ότι είχε πολύ σκοτάδι αυτό το βιβλίο, αλλά ήταν πολύ δυνατό.
Πούλησα πάρα πολλά αντίτυπα.
Έγινα διάσημος σ όλη την χώρα.
Όχι όμως μόνο για τα βιβλία αλλά και για το ότι
ο μέγας δοκιμαστής ένα βράδυ που κοιμόμουν, με σύνθλιψε και με κατάπιε γιατί τον τελευταίο καιρό δεν τον έτρεφα καθόλου «σωστά».