Διαλέξαμ’, αλήθεια, ετούτη τη γη
που μια μαύρη νύχτα βαθιά θα μας κλείσει;
Μια μοίρα, συμπάντων χαλάστρα, ενεργεί
να βγούμε στο πρώτο μας φως, κυνηγοί
ουράνιων φωνών σε φτωχό παρεκκλήσι.
Διαλέξαμ’ αλήθεια, σε ποιαν εποχή
θα σπείρει το νου στα κορμιά μας η μάνα;
Μια σκέψη κι η κάθε ζωή πειθαρχεί:
δεν έχει ο χρόνος φινάλε κι αρχή,
αιώνια γυρνά απ’ τον Καϊάφα στον Άννα.
Το σώμα αναμένει, προς ώρας νεκρό,
τη δεύτερη μήτρα για να το γεννήσει,
ν’ ανοίξουν τις πύλες, να βγει το κακό,
ποτάμι ν’ απλώσουν παντού θερμικό
πελάγη κι αστέρες, νεφέλες και νήσοι.
Το σώμα αναμένει τη νέα ζωή
βαθιά στους κρυστάλλους, νικώντας το χώμα.
Η σάλπιγγα; Η ένεση; Τ’ Άγιο πρωί;
Το θείο ο καθένας αλλιώς εννοεί
–και τ’ άστρα πώς λάμπουν αμείλικτ’ ακόμα!
Δεν ήρθα νωρίς, ούτε έφτασ’ αργά,
με πλάσαν καιροί ταπεινοί, φοβισμένοι!
Καλώδια τραβάω, ματώνω κουμπιά,
μα πάλι κοιμούνται – το φως κυνηγά
και παίζει κρυφτό στων γενιών τα τεμένη.
Δεν ήρθα νωρίς, ήδη πια η μηχανή
τον άνθρωπο βάζει για πάντα στην ψύξη,
εκεί που η χαρά δεν μπορεί να φανεί,
εκεί που κοχλάζουν τα χάη τ’ αχανή
προτού το παλλόμενο σύμπαν μας πήξει.
Δεν ήρθα νωρίς, σμιλεμένοι μαζί
αιώνες ζητούνε σειρά τη φωνή μου.
Δεν έφτασ’ αργά, κάτι ακόμα επιζεί
κι ελπίζει ν’ αλλάξει ετούτη τη γη
ης θλίψης κι ενός μαύρου σκότους μονίμου.
Δεν έφτασ’ αργά κι η παρτίδα γυρνά,
ξυπνούν κι όσοι είχαν το «πάντα» για στρώμα.
Τις πλάκες κραδαίνουν σ’ ερήμους Σινά
και σ’ ύψη υπερβόρεια κοιτούν μακρινά
τ’ αστέρια που λάμπουν αμείλικτ’ ακόμα…