α.
ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Aς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση α
μ’ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού β
θριάμβου, με δροσερά κύπελα αση- α
μένια ― υπολείμματα μέθης αλγεινού β
αγγέλου στα κάγκελα του μπαλκονιού β
νύκτωρ εκείνος κορόιδευε όσους κουνιού- β
νταν ρυθμικά σε ρέιβ φάση α
(επί των κλινών και των ταπήτων, εννοώ, α
του σαλονιού ― μονίμως ο έρως αλυχτά β
όπως οχλαγωγεί η φύσις και ο νοώ- α
ν νοείτο). Με παλτό στον αέρα και πηχτά β
μαύρα, ο Καρυωτάκης πια δεν ξενυχτά β
στα μαξιλάρια· διότι τα πνιχτά β
αναφιλητά, ανήκουν στο παλτό. α
που ακόμη πλέει σαν ουράνιο δέρας
με τους γύψους μαζί, σύμβολο ζωής
υπερτέρας.
Τι λεπτή στιγμή ― όταν έγραφε μιαν εσπέρα
«Για να σας δεχτεί κάποια λαίδη τρυφερά
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα».
Κι απ’ της αβύσσου το στόμα επίπτατε ομού
σε κύκλους ομόκεντρους, τη σαλατιέρα
της ζωής ανακάτευαν Λαιστρυγόνες και Άρπυες
για να σας βυθίσουν στην άφθαρτη φωταψία.
(Ωχ! βλέπω η ομοιοκαταληξία
δεν βγαίνει. Της νύχτας η καχυποψία
μπερδεύει σταυρωτές, ζευγαρωτές, πλεκτές
― θα σιχτιρίσουν οι κριτές.)
β.
ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ
Ω άνδρες ποιητές, μήπως παρακάνετε φασαρία;
Ολοένα μοχθείτε για το «αεί», ενώ απλώς φθονείτε
το «νυν» στης γυναικός την εγκυμοσύνη
νέων κόσμων εκ σαρκός. Ολοένα ζητάτε
ακάνθινο στεφάνι για υποτιθέμενα θεία πάθη
ενώ απλώς πνίγεστε σε λάθη
μετρικά και άλλα.
Εσείς «με λαίδες και υπηρέτες» – τι μεγαλεία!
(ο Καρυωτάκης ξόφλησε τα χρέη του όλα)
εγώ ταπεινή θεραπαινίδα στου Ευρίπου
τις ροές, ποιήτρια μηδενικής παρηγορίας
με πτέρωμα από κερί.
Ήταν εκείνη η στιγμή εράσμιο φως
που μου δωρήθηκε από το κοσμικόν ωόν.
Κι αχ, πως με σήκωσε σαν πούπουλο στον αέρα,
ο Τζίμης εκ Μεσσήνης, αρτοποιός,
την άβυσσο σπρώχνοντας πιο πέρα.
Μες στο αλεύρι επί τραπέζης έγινα
σώμα εξ αρχής, Δημιουργού νέας τάξεως ποιητών
που φυτεύουν στον κήπο κουνουπίδια
και το «αεί» το στέλνουν στα τσακίδια.