Αρχικά, ένιωσα έκπληκτος, και κάπως κολακευμένος. Παιδιά της ηλικίας του, θα περίμενε κανείς ότι θα ήθελαν να συναντήσουν αθλητές, τραγουδιστές, ίσως κάποιον ηθοποιό που υποδύεται υπερήρωες στο Χόλιγουντ, όχι έναν συγγραφέα, και στο σπάνιο σενάριο που θα ήθελαν να συναντήσουν έναν συγγραφέα, θα ήταν ένας συγγραφέας που εξειδικεύεται σε βιβλία φαντασίας ή κάτι παρόμοιο. Δεν έχω τίποτα ενάντια στα βιβλία φαντασίας, απλά δεν τα γράφω. Επομένως, ένιωσα έκπληκτος. Μπήκα στον θάλαμο με αργά βήματα, διστακτικά. Έκανε κρύο, και μια ελαφριά οσμή οινοπνεύματος πλανιόταν στον αέρα. Στους περισσότερους ανθρώπους, αυτή η οσμή ξυπνάει δυσάρεστες αναμνήσεις, κάποια μοναχική νύχτα έπειτα από μια εγχείρηση, κάποια αμήχανη αναμονή για τα αποτελέσματα μιας εξέτασης ούρων, και κάθε λογής ιατρική συμφορά. Οι γονείς μου δούλευαν σε νοσοκομείο και η οσμή ξυπνάει αποκλειστικά ευχάριστες αναμνήσεις.
«Ο Θρήνος της Αριάδνης είναι το αγαπημένο μου βιβλίο».
«Με τιμάει πολύ αυτό».
«Με γοήτευσε πολύ ο τρόπος που αποδίδετε στη μελαγχολία του θανάτου μια μεταδοτική ιδιότητα. Εννοώ ότι η Αριάδνη παρακολουθεί τυχαία τον θάνατο του σωσία της, και στη συνέχεια αυτό το περιστατικό αποτελεί αφορμή για να γνωρίσει την οικογένεια της. Λαμβάνει μέρος στη διαδικασία του θρήνου, αν και δεν έχει λόγο να ενδιαφερθεί. Αλλά ενδιαφέρεται».
«Θυμάμαι την πλοκή του βιβλίου, εγώ το έγραψα».
«Α, εντάξει. Συγγνώμη. Απλά έχουν περάσει πολλά χρόνια από όταν εκδόθηκε, ίσως δεν το θυμόσαστε τόσο καλά».
«Μη ζητάς συγγνώμη. Έχεις απόλυτο δίκιο, είμαι ηλικιωμένος, και είναι πιο τίμιο να το παραδέχομαι από το να ισχυρίζομαι το αντίθετο. Δεν είναι βιβλίο για την ηλικία σου πάντως η Αριάδνη, αυτό πρέπει να παραδεχτείς εσύ. Είναι αρκετά μακάβριο».
«Έχω καρκίνο. Έχω χτίσει αντοχή ενάντια στο μακάβριο».
«Τι άλλο θα ήθελες να συζητήσουμε;».
«Είχα μια ιδέα για ένα μυθιστόρημα. Δεν πρόκειται να ζήσω αρκετά για να της δώσω μορφή. Θα μου άρεσε να το κάνετε εσείς».
Διαπίστωσα γράφοντας ότι ο διαχωρισμός της ποίησης από τη μυθιστοριογραφία είναι ψευδής, προϊόν ιστορικών συνθηκών που έχουν προ πολλού εκλείψει, ο οποίος επιβιώνει μόνο χάρη στην κυνικότητα εκδοτικών οίκων να χρησιμοποιήσουν αυτούς τους όρους για να προσελκύσουν μεγαλύτερο εύρος αναγνωστών, και στη διεστραμμένη εμμονή των φιλολόγων να επιβάλλουν σε πράγματα χαοτικά όμορφα όπως η γλώσσα αυστηρούς κανόνες. Χωρίς την αχρείαστη πικρία για τους ανθρώπους με τους οποίους μοιράζομαι έναν επαγγελματικό χώρο επί δεκαετίες, θα μπορούσα να πω απλά ότι τα ιδανικά ποιήματα μοιάζουν με μυθιστορήματα απύθμενου αφηγηματικού πλούτου, συμπυκνωμένα σε λίγες φράσεις, και τα ιδανικά μυθιστορήματα μοιάζουν με ποιήματα χωρίς τέλος. Η ιδέα που μου περιέγραψε ήταν ακριβώς αυτό, τέλεια, μεγαλειώδης ποίηση, της οποίας η σύντομη περιγραφή άρκεσε για να γεννήσει ένα όνειρο άπειρων σελίδων στο μυαλό μου. Ήταν ένα άγιο δισκοπότηρο, με μια λάμψη που και ο πιο πεισματικά άπιστος δεν θα μπορούσε να αγνοήσει, και το κρασί του ήταν αρχικά εκστατικά γλυκό, και την επόμενη στιγμή πικρό. Άκουσα τις φωνές και τα βήματα των γιατρών και των νοσοκόμων, και θέλησα απελπισμένα να ανταλλάξω τη θέση μου με οποιονδήποτε από αυτούς. Το αντικείμενα μας είναι παρεμφερή αν όχι όμοια, ο πόνος, ο χρόνος, η μνήμη, ο θάνατος, αλλά η δική τους προσέγγιση στηρίζεται σε μετρήσιμες μεταβλητές, από τους χημικούς δεσμούς και τα κύτταρα μέχρι την γαληνευτικά σαφή δυαδικότητα του ζωντανού ή νεκρού ασθενή. Με την επιστημονική μέθοδο, ένα έργο μπορεί να αξιολογηθεί με αναμφισβήτητα κριτήρια, αποτελέσματα που επικυρώνονται με μαθηματική αυστηρότητα. Το δικό μου έργο δεν μπορεί ποτέ να αξιολογηθεί πραγματικά. Όσα εγκώμια και να μου πλέξει μια γενιά κριτικών, η επόμενη μπορεί να τα πάρει πίσω. Τα βραβεία που έχω στη βιβλιοθήκη μου δεν σημαίνουν τίποτα, δεν αποδεικνύουν κανένα ταλέντο εκτός από αυτό των σιδηρουργών που τα κατασκεύασαν. Αηδιάζω από την εγωπάθεια μου, τελείως συνειδητοποιημένος για τη φύση της, αλλά φοβάμαι ότι δεν θα αντέξω χωρίς αυτή. Θέλω να αποκαλέσω τον εαυτό μου ιδιοφυία και να το πιστέψω για περισσότερο από τη διάρκεια που παίρνει να προφέρω τη ποθητή αυτή λέξη. Θυμάμαι όλες τις φορές που άλλοι με έχουν αποκαλέσει ιδιοφυία, τις καταγράφω σαν πύρινο σημάδι στο σώμα για να μην ξεχαστούν. Έχω γράψει τουλάχιστον ένα βιβλίο που έχει αξία, το παιδί είπε ότι αυτό του άρεσε. Όταν το έγραψα ήμουν ιδιοφυία, αυτό είναι βέβαιο, αλλά είμαι ακόμα; Δεν ξέρω. Πόσοι συγγραφείς μένουν ιδιοφυίες, και πόσοι κηλιδώνουν την κληρονομιά τους με κάθε μέτριο βιβλίο, μέχρι να είναι απλά ανεκτοί από ένα κοινό που χαμογελάει ευγενικά περιμένοντας να πεθάνουν για να πει πώς πραγματικά νιώθει; Τα ευγενικά χαμόγελα, δεν υπάρχει τίποτα πιο προσβλητικό από αυτά. Ίσως αν θεωρούσαν ότι έχω ακόμα έστω λίγο ταλέντο να μου επιτίθονταν, αλλά μάλλον η εποικοδομητική κριτική δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό όταν απευθύνεται σε κάποιον χωρίς περιθώριο βελτίωσης. Πίσω από αυτά τα ευγενικά χαμόγελα βρίσκεται η γνώση ότι η Αριάδνη ήταν το ένα καλό βιβλίο, και οτιδήποτε έπεται μπορεί να παραλειφθεί χωρίς τύψεις. Είναι η Αριάδνη ισάξια της ιδέας που είχα μόλις ακούσει; Και μπορεί μια που συνέλαβα μετά από χρόνια εμπειρίας να συγκριθεί ως τεκμήριο ταλέντου με μια ιδέα ενός μικρού παιδιού; Η διάρκεια, ακόμα και όταν υπερβαίνει αυτή της άρθρωσης μιας λέξης, είναι πάντα μικρή, και κατέληξα στο ίδιο σημείο από όπου άρχισα, παντελώς αβέβαιος αν ήμουν κάτι περισσότερο από ένα τίποτα, και τρομοκρατημένος από την υποψία ότι αυτό ήμουν ανέκαθεν.
«Θέλω να ρωτήσω για να μέρος του Θρήνου της Αριάδνης. Σε ένα κεφάλαιο αφηγείστε τον μύθο του Θησέα και του Μινώταυρου. Δεν υπάρχει ποτέ σαφής σύνδεση ανάμεσα σε αυτό το κεφάλαιο και στο υπόλοιπο βιβλίο».
«Ορίστε;».
«Να το επαναλάβω;».
«Όχι, όχι, παρακολουθούσα. Δεν κατάλαβα την ερώτηση απλά».
«Αναρωτιέμαι γιατί το γράψατε αυτό. Υπάρχει κάποιος παραλληλισμός με τον λαβύρινθο; Είναι σχόλιο στην αυτόματη σύνδεση ανάμεσα στην πρωταγωνίστρια και τη φιγούρα του μύθου που δημιουργεί το κοινό όνομα, όπως ανάμεσα στην ίδια και στη νεκρή σωσία της;».
«Λοιπόν, δεν είμαι σίγουρος. Ξέρεις, κάποια πράγματα γράφονται από μόνα τους. Εσύ απλά κάνεις τη δουλειά σου και βεβαιώνεσαι ότι καταλήγουν στο χαρτί. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι εκείνη τη στιγμή μάλλον έμοιαζε λογικό».
Δύο νοσοκόμοι μπήκαν στην αίθουσα. Είχε φτάσει η ώρα για την επόμενη δόση κάποιας θεραπείας. Αποχαιρέτησα το παιδί, και βγήκα έξω, αλλά δεν ένιωθα ακόμα έτοιμος να φύγω από το νοσοκομείο. Κρατούσα το άγιο δισκοπότηρο στα χέρια μου, όχι κλοπιμαίο, αλλά δώρο. Δεν είχε σημασία η προέλευση της ιδέας. Ο καρκίνος θα έκανε τη δουλειά του, εγώ θα άφηνα μια σημείωση αόριστης ευγνωμοσύνης σε μικρότερη του μέσου όρου γραμματοσειρά στην πρώτη σελίδα, και ο λογοτεχνικός κόσμος θα ανακοίνωνε την άφιξη ενός αριστουργήματος. Αλλά τα εύσημα δεν θα ήταν ποτέ όλα δικά μου. Οτιδήποτε και να έκανα, θα έμενε πάντα ένας άνθρωπος που θα αμφέβαλλε. Πήρα ένα μολύβι και ένα κομμάτι χαρτί από τη ρεσεψιόν, και ζήτησα να δώσουν το σημείωμα μου στο παιδί αφού ολοκληρωνόταν η θεραπεία. Με λόγια απέριττα και απόλυτα ψευδή, είπα ότι πρέπει να έχει λίγη περισσότερη πίστη στην επιστήμη, και ότι υπήρχε λίγη ελπίδα να αναρρώσει και να γράψει το βιβλίο χωρίς ανάγκη για ηλικιωμένους πληρεξούσιους.