Τριαντάφυλλα στο χιόνι

Τριαντάφυλλα στο χιόνι



Μου αρέσει να σκαλίζω τις φωτογραφίες στην παλιά κούτα, αφού τώρα πια μάλλον κανείς δεν συνηθίζει να τις βάζει στα άλμπουμ. Τα παιδιά μου επιμένουν να τις σκανάρουμε και να τις περάσουμε σε ηλεκτρονικά αρχείο, αλλά το θεωρώ περιττό. Ποιος άλλος εκτός από εμένα θα ενδιαφερθεί να κοιτάξει πρόσωπα άγνωστα μιας άλλης εποχής;
Από όλες τι φωτογραφίες έχω ξεδιαλέξει κάποιες από τα νεανικά μου χρόνια. Πάνω πάνω βέβαια έχω τη φωτογραφία της γιαγιάς Βασιλικής που βαστά από το χέρι τα δύο μεγαλύτερα αγόρια της: τον Δημητράκη και τον Κωνσταντή. Η γιαγιά μου η Βασιλική ντυμένη αρχοντικά, με ρούχα ευρωπαϊκά, με τα μαλλιά της μαζεμένα σε έναν μεγάλο κότσο και με ένα κρεμαστό κόσμημα πάνω από τους πλεκτούς γιακάδες του φορέματός της. Τα αγόρια ντυμένα με λευκά πουκαμισάκια και κοντά παντελονάκια. Αν δεν αναγνώριζα το πρόσωπό της δεν θα πίστευα ότι αυτή ήταν η γιαγιά μου που γνώρισα στα παιδικά μου χρόνια. Μια γιαγιά ανήμπορη, τυφλή και αρκετά φτωχή. Εκτός από το πρόσωπό της, υπάρχει ακόμη ένα αναγνωριστικό στοιχείο. Είναι η πέτρινη σκάλα μας με την ξύλινη πόρτα πίσω της. Η πόρτα του σπιτιού μας που ήταν τριώροφο και είχε πάνω από δέκα δωμάτια, αν και χρησιμοποιούσαμε μόνο δυο τρία από αυτά. Το σπίτι μας μαρτυρούσε δίχως άλλο την πλούσια καταγωγή της γιαγιάς μου, που είχε γεννηθεί στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και είχε φοιτήσει σε σχολεία στο Βουκουρέστι και στην Κωνσταντινούπολη, καθώς ο πατέρας της εργαζόταν σε ναυτιλιακή εταιρεία. Κι όλα άλλαξαν στη ζωή της όταν γνώρισε τον άντρα της σε μια βρύση του Μετσόβου κι αποφάσισε να τον παντρευτεί και να μείνει για πάντα στο χωριό.
Τα κτήματα στο χωριό ήταν αρκετά στρέμματα και το σπίτι ήταν σε καλή κατάσταση, θα μπορούσε να περάσει με τον άντρα της ήρεμα και χωρίς ιδιαίτερα οικονομικά προβλήματα. Ωστόσο, όλα άλλαξαν όταν την επισκέφτηκε η μικρότερη αδερφή της, ένα από τα επόμενα καλοκαίρια. Η Μαρία ερωτεύτηκε έναν από τους βοσκούς της και τον παντρεύτηκε κρυφά. Ο κόσμος έκπληκτος της έβγαλε τραγούδι, που το έλεγαν οι άντρες στα καφενεία, κι η γιαγιά μου δυσανασχέτησε. Και λυπήθηκε ακόμη περισσότερο όταν η αδερφή της διεκδίκησε τη μισή περιουσία. Η γιαγιά μου αντιλαμβανόταν όταν με μειωμένα πλέον τα εισοδήματά της η ζωή της θα ήταν δύσκολη. Προσπάθησε να μορφώσει τα αγόρια της. Ο Δημητράκης αυτός που στέκεται στα δεξιά της με το αυστηρό βλέμμα, σπούδασε στη νομική, κι ο άλλος ο Κωνσταντής, που χαμογελάει, έγινε δάσκαλος. Κι οι δυο τους πολύγλωσσοι και διαβαστεροί, αγαπούσαν τα βιβλία και τις γνώσεις. Χάθηκαν και οι δυο στον πόλεμο. Ο Δημητράκης, το μελαχρινό αγόρι στον πόλεμο τον μικρασιατικό, στα βάθη της Μικράς Ασίας κι ο Κωνσταντής έχασε τη ζωή του στην πλατεία του χωριού μας.
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί, ο Κωνσταντής ως δάσκαλος του χωριού και ο πρόεδρος μαζί αρνήθηκαν να υψώσουν τη γερμανική σημαία, ήταν άλλωστε μέλη αντιστασιακής οργάνωσης. Τους πυροβόλησαν οι Γερμανοί και η γιαγιά μου όταν το έμαθε πήγε να τρελαθεί από τη λύπη της. Ο πρόεδρος άφησε ορφανά δυο κορίτσια κι ο θείος μου ο Κωνσταντής εφτά παιδιά.
Σχεδόν κάθε πρωινό για δυο χρόνια περίπου, όπως μου εξήγησε η μεγάλη μου αδερφή, την έστελνε να αφήσει δυο τρία αγριολούλουδα στο σημείο που σκότωσαν τους δυο άντρες. Χρόνια αργότερα, λίγες μέρες πριν πεθάνει μια χιονισμένη μέρα του Γενάρη, μου είπε να πάω στην άκρη της αποθήκης όπου το χειμώνα βάζαμε δυο τρεις τενεκέδες με μολόχες και να κόψω δυο τρία κλωνάρια από τα λουλούδια στις γλάστες και να τα αφήσω εκεί όπου σκοτώθηκαν οι δυο άντρες. Κάθε φορά που βλέπω τη φωτογραφία, θυμάμαι τη χιονισμένη πλατεία του χωριού και τα δυο κλωνάρια που είχα ακουμπήσει κάτω από τον πλάτανο. Κι όταν αγγίζω τον θείο Κωνσταντή με το ζεστό βλέμμα και το διάπλατο χαμόγελο και τον θείο Δημήτρη με το σοβαρό βλέμμα είναι σαν να αγγίζω δυο πράσινα γυμνά κλωνάρια, που στη φαντασία μου γεμίζουν άνθη, σαν να χαϊδεύω δυο πελώρια τριαντάφυλλα που φιλούν το αφράτο χιόνι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: