Ο κουρδιστής
Ο ήλιος πλέον μόνος του
δεν αρκεί για να κουρδίσει τη μέρα
Πρέπει κάποιος να στρίψει
το αυτί του ανθρώπου
υπό μορφήν επίπληξης
από τον κίτρινο αυτισμό
των ηλιοτροπίων
προς την πόλη που δυναμώνει ο χρόνος
και ξεκουφαίνει τα ρολόγια των σκιών
να υπερβεί το τρίξιμο
στριψίματος του κίτρινου
βαθιά μέσα στον ήλιο
τη βίδα που σκάβει για να βρει
την ώρα μέσα στην όραση
μέχρι ν’ αδειάσει η ματιά
από αυτοκίνητα μοτίβα
σε τζάμια ουρανοξυστών
που γίνονται καθρέφτες
εκείνου που πάντα έρχεται
χωρίς ποτέ να φτάνει
όσο θα προηγείται
το στρίψιμο ενός αυτιού
για να κουρδίσει όραση
και ακοή μαζί
στο «άκου να δεις» της κάθε μέρας
κι ας μην ακούγεται ψυχή στην ομορφιά
του κουρδιστή δρόμων στιλπνών
κάτω από ρόδες στάσιμες
ούτε αναστάσιμες ωδές
του ήλιου απ’ τους ήλους του
όσο τα ηλιοτρόπια δεν υπακούουν σε αυτόν
μα στο αυτί που κείτεται
κομμένο απ’ το κούρδισμα
στην άκρη του μεσημεριού
στο κίτρινο της πείνας
βαθιά μέσα στον πίνακα
ακούγοντας να βλέπει
αποστραμμένο φως:
την ώρα μέσα στην όραση
απ’ τα ρολόγια των σκιών
Στους ήλους του ήλιου
Το καλοκαίρι η θάλασσα
θολώνει στις άκρες της
σαν το μυαλό
Μόνο όταν πέφτει
το μεγάλο χάπι του ήλιου
στο γεμάτο ποτήρι της
τα νερά ηρεμούν
Η γραμμή του ορίζοντα σβήνει
και μαζί της το χάσμα του κόσμου
Οι λουόμενοι χωρίς τις σκιές τους
ανακτούν την ενότητα του σώματός τους
Στ’ αδιαφοροποίητο σκούρο
τα φύλλα των δέντρων δεν ξεχωρίζουν
σαν βιβλία κλειστά
και κανείς δεν διαβάζει
στο εγγαστρίμυθο θρόισμα
πόσο επίπλαστη η γαλήνη
Πως ο ήλιος στο άλλο ημισφαίριο
τον ίδιο εγκέφαλο τρελαίνει
μέχρι να πέσει ηρεμιστικό
το “happy end” άλλης μιας μέρας
που δεν ξέρει πώς να τελειώσει
παρά μόνο να λιώσει
στο βυθό μιας διάλυσης
Σούνιο
Πήρε μια κλίση το κλεινό
στη στάθμη απομεσήμερου
Ακούστηκε φωτός κλαγγή
του στέμματος απόθεση
σε άσπαστη μαρμαρυγή
Δίπλωσε ορίζοντας τη μέρα
κι έκανε μάγουλο στον ήλιο
να κουρνιάσει
Στην οικονομία του δειλινού
κανένα ηλιοβασίλεμα
δεν αποζημιώνει
για τη μέρα που φεύγει∙
σκέτο γιουχάισμα ο ήλιος
σπασμένο αυγό στο τζάμι
να δείχνει των ήλων του
τους τύπους
στις φωτογραφικές
με μία θάλασσα άβαφη
από τα «θα» των ταξιδιών
στων ποιητών τις λέξεις
καθώς τους έπαιρνε
η ποίηση απ’ το στόμα
με κύματα που την έφερναν
χωρίς ποτέ να φτάνει∙
μελάνι που το σκούντησε
ο ήλιος που έπεφτε απ’ το πώς
το φως τυφλώνοντας δε δείχνει
πόσο παιδεύεται ουρά ουρανού
σε πλήθη που περιμένουν
ο ένας πίσω απ’ τον άλλον
ως τα ταμεία απ’ το βιος
μιας όρασης που βιάζει
τα δειλινά για να δειλιάσει ο ήλιος
σε πόζα απόστεψης φωτός
με φίλτρο το βλέμμα που κοιτά
χωρίς ποτέ να βλέπει
πίσω απ’ το λέπι όρασης
σε οικονομία δειλινού
στιγμή απόδρασης
του βίου απ’ το βιος
Χμερ
Η τύχη δεν χαμογελά
αν δε σπάσει τοίχο από δόντια
χαμόγελου οδοντόκρεμας
στο σμάλτο άθικτης αιθρίας
μέχρι τα χείλη να ματώσουν
στη δύση ήλιου απ’ τους ήλους
μεσουρανήματος κυρτού
από το τράβηγμα στις άκρες
σημείων φυγής ορίζοντα
της τάνυσης του ορατού
ως τον αφανισμό
καρπού πιασμένου στις δαγκάνες
νύχτας που άρπαξε τη μέρα
όταν πλησίασε κοντά, η ώρα οχτώ
χυτό απόγευμα από λιωμένες ώρες
στον καύσωνα μεσημεριού
τρεχούμενο φως να χαμηλώνει
τη στάθμη του κόσμου στα παράθυρα
μειώνοντας την απόκλιση
κλίνης απ’ το κλεινό
στο ελάχιστο ανοίγματος
χαμόγελου πριν σπάσει
σε γέλια γάργαρα νερά
πλημμύρας μες στο σπίτι
από αναίτια χαρά
στον ορισμό χαμόγελου
ως γέλιου που πέφτει χάμω
με γέλη από οδοντόκρεμα
του πριν συγκρατημένου
στους ήλους της προσποίησης
πως τύχη είναι η φορά
λάμψης δοντιών στον ήλιο
κι όχι η φόρα ποίησης
να κόψει το οδοντόνημα
τερματισμού «μασήματος»
κάμψης μπροστά στη λάμψη
Καρφίτσες
Την ώρα του δειλινού
ο μαγνήτης του ήλιου
τραβάει στρατό καρφιτσών
απ’ τ’ άσκαστα παιδικά μας μπαλόνια
και δύει ματωμένος
στους μικρούς ουρανούς τους που ανεβαίνουν
από τότε που χέρια νυσταγμένα ανοίξανε
Και μόνο φυσώντας ξανά
στη δακτυλήθρα της μητέρας
θα επιστρέψουν οι καρφίτσες
αναγνωρίζοντας το σφύριγμα
στηρίζοντας ρούχα στον αέρα
να τη ντύσουν με ό,τι συγκράτησε
το άδειο μην πέσει στο κενό
συνήθειας μιας απουσίας
Πρόσεξε μόνο μην τρυπήσουν
τα «θα» του θανάτου της
και σκάσει λάστιχο εκδρομής
προς τη ζωή που συνεχίζεται
χαμόγελο νεκρών χειλιών
πλοκάμι ορίζοντα στο τζάμι
η τεντωμένη ώρα
που ηλιοβασίλεμα περνά
μες από τα παράθυρα
κι ύστερα μες από τα ρούχα
και μετά
από την τρύπα της βελόνας
προσεκτικά όλο το σύμπαν
εκτός από την έλξη
των καρφιτσών απ’ τη μητέρα
λέξη να μη της βγαίνει
σώματος από ρούχο
αχώρητης ζωής·
εκείνο το «αχ» διαφοράς
νεκρών από πεθαμένους
στο πέρασμα που περνάει
μπροστά από τα μάτια τους
με δίχως ένα σπίτι
στο τέλος για να ξυπνήσουν
καρφίτσας «μπαμ» στη φούσκα
ζωής ίδιας θανάτου
πάτου που καταλύει
σαν δύει ο ήλιος
απ’ τους ήλους του