Μούλιασε αποβραδίς τα σπλάχνα της
να βράσουν πιο εύκολα
Στη χύτρα το φαΐ
Όχι για τον χρόνο,
γιατί βρίσκει παρήγορο το σφύριγμα της βαλβίδας, κάθε που αποσυμπιέζεται ο αέρας
―ακόμα μια έκρηξη που απεφεύχθη
Σιδέρωσε κολλαριστά τις επιθυμίες όλων,
στολές αθλητικές για να ‘χουνε υγεία,
κοστούμια να πορεύονται με κύρος μες στον κόσμο,
πιτζάμες, νυχτικά, να είναι ο ύπνος ελαφρύς
Πλυντήρια στη σειρά, χώρια τα ασπρόρουχα, μαζί τα εμπριμέ, στους εξήντα τα λεκιασμένα
Άλλη η ευαισθησία άλλη και η φροντίδα
Αέρισε τους χώρους, ν’ ανανεωθεί η ασφυξία
Ξεσκόνισε στα γρήγορα ό,τι κατακάθισε με τον καιρό,
να λάμψει η επιφάνεια χωρίς να καθρεφτίσει
Ξαράχνιασε ό,τι έπιανε το μάτι
Τα δύσκολα που θέλουνε δουλειά
―αποθήκες, πατάρια, η λίμπιντο της―
μόνο σε γιορτές και επετείους
Από απόσταση επόπτευσε μηχανικά τον χώρο
Κοίταξε το ρολόι
Δέκα ολόκληρα λεπτά πριν επιστρέψουν
Προλαβαίνει
Βγάζει βιαστικά την καρδιά της
Την τρίβει με σύρμα τραχύ, να πέσουνε τα ξεραμένα θέλω
Την βουτάει σε απορρυπαντικό που διαλύει τη λύπη
Την κρεμάει στο στήθος να στεγνώσει
Στην οθόνη της τηλεόρασης μια ατσαλάκωτη νοικοκυρά γελά ευτυχισμένη πάνω από το χυμένο γάλα
Λογικό
―σκέφτεται
Σηκώνεται να σερβίρει