Πεταλούδα στη φάτνη των χεριών
και στις χειρολαβές της ιστορίας
πεταρίζει σε ομόρριζες ανάσες στιγμών.
Ταραντούλα πατά το enter
στ’ αραχνιασμένο διαδίκτυο,
αναζητά τ’ αραχνοΰφαντο βλέμμα των ανθρώπων.
Φίδια εκτρέφουμε στον κόρφο μας –
σέρνονται γύρω απ’ της αμνησίας
την αντίφαση.
Φίδια και σκουλήκια περιζώνουν
πόρπες των συλλογισμών,
πόρτες της αυταπάτης
σε σκουληκότρυπες παραμυθιών.
Μεταξοσκώληκες τα όνειρά μας,
ιστός αράχνης σε ιστό σημαίας,
ιστός αράχνης σε ιστό
σιαμαίας κραυγής.
Πριν μεταμορφωθούμε σε βατράχια,
απόκρημνοι ήχοι κατεδαφίζουν
του μέλλοντος προγνώσεις
κι απ’ το ταλαίπωρο μυρμήγκι γεννιέται και πάλι η ζωή.
Ακροβατεί στις θηλές της ανάσας,
στον εξώστη των βιβλίων,
στις παρυφές πολύχρωμων θαυμάτων.
Σαλιγκάρι διαρρηγνύει του πόνου κουμπότρυπες,
διασχίζει πεδιάδες δακρύων,
κυκλώνει με αργό βηματισμό
τον μεγάλο περίπατο της Ιστορίας,
καθώς κάτω απ’ τη ζώνη εκκολάπτεται
το αυγό του φιδιού
ζωσμένο μ’ εκρηκτικά.
Πρωινό εγερτήριο
στη θολή αντανάκλαση του χρόνου,
ραγισμένο τζάμι στις ψιχάλες της ψυχής,
βροχή αναπαριστά βροχή,
μιμείται των ανθρώπων το περίγραμμα.
Βροχόπτωση στης μνήμης την ακίδα,
προεξοχές εικονικής πραγματικότητας
στην παγκόσμια των πραγμάτων τάξη:
διαιρεμένοι και γυμνοί
στα πολυκαταστήματα της σκέψης,
στην αναπαραγωγή των εννοιών,
στην ανασύσταση προσφυγικών ροών του λόγου,
στην ανασυγκρότηση έκπτωτων φιλιών.
Εκεί που η αγάπη συναπαντά το άπειρο,
αποπερατωμένοι άνθρωποι
κλέβουν σερπαντίνες για να κτίσουν το σπίτι τους
σε μεγαλόπολη με φράχτες κι οδοφράγματα,
σε μεγαλόπολη με πύργους κι αδιέξοδα,
σε μεγαλόπολη μικροαστικών επιμορφώσεων.
Σιωπή αναμένει στο κατώφλι,
σιωπή ανθοφορούσα κι ανοξείδωτη,
σιωπή καλόγελη και πανταχού παρούσα,
σιωπή χαλκέντερη,
χαλκόεσσα
και αφρογεννημένη.
Το σάλιο που οργώνει της φύσης το πανέρι
σε πανηγύρι κατ’ οίκον εσωστρέφειας
διαβάζει ουρανόξυστες του κόσμου ιστορίες
στ’ ασπρόμαυρο κελάηδισμα της μοναξιάς,
στον συγχρωτισμό αχειροποίητης
καθόλα σιωπής.