Εγώ κι ο ξάδερφός μου... / Εγώ κι η ξαδέρφη μου...



Εγώ κι ο ξάδερφός μου...

Εγώ κι ο ξάδερφός μου
μεγαλώσαμε μαζί.

Πήγαμε μαζί περίπου
τα ίδια χρόνια στο σχολείο

Διαβάσαμε τους ίδιους ποιητές
ξεφτίσαμε περίπου με τον ίδιο τρόπο

Τα όνειρα που σέρναμε
απ’ το σπίτι μας

Εγώ κι ο ξάδερφός μου προ καιρού
καταλήξαμε στα ίδια συμπεράσματα

Δε ξέραμε τι ακριβώς
συνέβη στους πατεράδες μας

Εκείνη την εποχή ο ένας ήταν φυλακή
ο άλλος ―λέει― πού ήταν;

―Εσύ ξέρεις; Μου είπε
―Όχι, ούτε κι εγώ, απάντησα

Κι οι μανάδες πεθαμένες κι αυτές
από καιρό, πώς να τις ρωτήσουμε..

Μάλλον σκοντάψαμε απάνω
στο θολό τους μέλλον

Τι να κάνουμε; Γράψαμε βιβλία
γίναμε επιστήμονες επίσης

―μα πώς και δε μάθαμε για κείνη
την περίοδο ―μου ξανάπε―

Ξέρω κι εγώ; Απάντησα,
δε μου κοψε να ρωτήσω

Μου φτανε να θυμάμαι μόνο
τη φυλακή

Μια στερεή ανάμνηση σε σώζει,
του είπα, δε σκέφτηκα να ρωτήσω

Μια στερεή ανάμνηση
σε κάνει να 'χεις πρόσωπο
Δεν είναι ν' αμφισβητείς το πρόσωπό σου
τι είσαι, σχιζοφρενής;

Έξω βρέχει, θυμάμαι
αρκετές βροχές με τον ξάδερφό μου

Στην Οίτη μάς έπιασε λάστιχο
γίναμε μούσκεμα

Τα έλατα δε βοηθούσαν
άλλωστε αυτός σπούδασε στη Θεσσαλονίκη

Γύρω γύρω ποιητές
και επανάσταση, η μάνα του μακριά

Τι είχε γίνει τότε με τους πατεράδες μας
με ρώτησε, «θυμάσαι;»

Δε ξέρω καθόλου, είπα
μια στερεή ανάμνηση σε σώζει

Σα κασκαντέρ που καταφέρνει
να πέσει ανάσκελα δέκα ορόφους…


Albert Edelfelt (Φινλανδία 1854-1905): «Παιδιά την ακρογιαλιά» (1884). Λάδι σε καμβά
Albert Edelfelt (Φινλανδία 1854-1905): «Παιδιά την ακρογιαλιά» (1884). Λάδι σε καμβά


Εγώ και η ξαδέρφη μου...

Μεγαλώσαμε μαζί, όχι απ΄την αρχή
μετά, πιο πολύ απ΄την εφηβεία

μου έμαθε ποδήλατο
πήγα να διασχίσω ένα τοίχο, γελούσαμε

στις γωνίες των σπιτιών μας
κοροϊδεύαμε την οικογένεια, γελούσαμε

κρυφά νεανικά, κρυμμένα γελούσαμε
μ΄αυτά που λέγαν οι γονείς

ούτε η απόσταση μας χώρισε
ούτε άλλοι άνθρωποι ούτε ο χρόνος

καθίσαμε οκλαδόν στο κρεβάτι
τεντώσαμε κάτω τα μυστικά μας

μια και δύο ήπειροι μπήκαν ανάμεσα
τις διασχίζαμε κάθε μέρα

περιμένοντας το καλοκαίρι
αυτό έφερνε μαζί πολλά οκλαδόν

βόλτες στα βουνά, στις παραλίες
πιανόμασταν από τον απολογισμό

ή τα πεύκα της παιδικής ηλικίας
τα τοπία ήταν υπέροχα άγκιστρα

ή οι διαδρομές..στο Χαλάνδρι ή το Κεμπέκ
την Ουαλία, τα Bed and Breakfast

τα βράχια της Κορνουάλης
τους πειρατές τής Penzance, την ομίχλη

βάλαμε μαζί τα μικρά πτώματα στη ντουλάπα
τα βγάλαμε την ίδια εποχή

διασταυρωθήκαμε ανάμεσα σε ανθρώπους
με χαιρέτισε από παράθυρα τρένων

με άφησε σε αεροδρόμια
κοιτούσαμε τα Αττικά ξωκλήσια

με την κατάνυξη της ασφάλειας της αγάπης
πολλά χρόνια σε διαδρομές

ξέρετε πώς πάει βόλτα κανένας
την αγάπη του ή τον φόβο για το αύριο

αυτή με δική της μοναχικότητα
εγώ με άλλη, μέσα στους ανθρώπους...

παιδιά της ήττας κι οι δυο
συνομήλικα μετά τον εμφύλιο

είσαι του δάσκαλου; Της είπαν χτες
στην Πεντέλη

εκεί κρύβαμε τους μικρούς θανάτους
πάντοτε εκεί γυρίζαμε για τα μνημόσυνα

ρετσίνι δάκρυα και τρεχάλες
οι πευκοβελόνες τα βρόμικα παιδικά πόδια

μετά οι άρρωστες μανάδες
οι πατεράδες πέθαναν πρώτοι, ως είθισται,

αυτές αργούσαν... είχανε
πιο πολύ υπομονή στα βάσανα και τις μνήμες

μετά τις βλέπαμε η μια το πρόσωπο
της άλλης, στους καυγάδες μας

χαρτοπαίζαμε σαν τους γονείς μας
αλλά χωρίς να τσακωνόμαστε

μοντέρνα ενατένιση των ενδοκόσμων
ωριμότης!

η εποχή είχε γεμίσει ψυχολόγους
ράβανε αόκνως τον κοινωνικό ιστό

όμως κανείς δεν ήξερε
για τη σιωπή, τα βουνά, τα λατομεία

που σε κοιτάνε όταν χαίνουν
με την κοίλη απληστία των ανθρώπων

κανείς άλλος, μόνο
Εμείς...

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: