Εγώ κι ο ξάδερφός μου...
Εγώ κι ο ξάδερφός μου
μεγαλώσαμε μαζί.
Πήγαμε μαζί περίπου
τα ίδια χρόνια στο σχολείο
Διαβάσαμε τους ίδιους ποιητές
ξεφτίσαμε περίπου με τον ίδιο τρόπο
Τα όνειρα που σέρναμε
απ’ το σπίτι μας
Εγώ κι ο ξάδερφός μου προ καιρού
καταλήξαμε στα ίδια συμπεράσματα
Δε ξέραμε τι ακριβώς
συνέβη στους πατεράδες μας
Εκείνη την εποχή ο ένας ήταν φυλακή
ο άλλος ―λέει― πού ήταν;
―Εσύ ξέρεις; Μου είπε
―Όχι, ούτε κι εγώ, απάντησα
Κι οι μανάδες πεθαμένες κι αυτές
από καιρό, πώς να τις ρωτήσουμε..
Μάλλον σκοντάψαμε απάνω
στο θολό τους μέλλον
Τι να κάνουμε; Γράψαμε βιβλία
γίναμε επιστήμονες επίσης
―μα πώς και δε μάθαμε για κείνη
την περίοδο ―μου ξανάπε―
Ξέρω κι εγώ; Απάντησα,
δε μου κοψε να ρωτήσω
Μου φτανε να θυμάμαι μόνο
τη φυλακή
Μια στερεή ανάμνηση σε σώζει,
του είπα, δε σκέφτηκα να ρωτήσω
Μια στερεή ανάμνηση
σε κάνει να 'χεις πρόσωπο
Δεν είναι ν' αμφισβητείς το πρόσωπό σου
τι είσαι, σχιζοφρενής;
Έξω βρέχει, θυμάμαι
αρκετές βροχές με τον ξάδερφό μου
Στην Οίτη μάς έπιασε λάστιχο
γίναμε μούσκεμα
Τα έλατα δε βοηθούσαν
άλλωστε αυτός σπούδασε στη Θεσσαλονίκη
Γύρω γύρω ποιητές
και επανάσταση, η μάνα του μακριά
Τι είχε γίνει τότε με τους πατεράδες μας
με ρώτησε, «θυμάσαι;»
Δε ξέρω καθόλου, είπα
μια στερεή ανάμνηση σε σώζει
Σα κασκαντέρ που καταφέρνει
να πέσει ανάσκελα δέκα ορόφους…