Άνεμοι βόρειοι ξυρίζουν το μπαλκόνι
οχτώ μποφόρ στα βορειοανατολικά
κι άλλος έφυγε
είναι πολλοί οι νεκροί
επακριβώς ακόμα δεν έχουν καταμετρηθεί
Κρύβονται βαθιά μες στα φυλλώματα
οι λίγοι μενεξέδες
να ξεφύγουν το χέρι του ανθοσυλλέκτη
ή
να παραδοθούν στο μαρασμό
με τους δικούς τους όρους
Μαύρη μουσική ταλανίζει τα γυμνά κλαδιά
ταιριάζει η σονάτα του Μπάρτοκ
για δύο πιάνα και κρουστά**
(ή εκείνο το πρελούντιο [με φούγκα]
—του Σοστακόβιτς—σε φα δίεση ελάσσονα
Πρώτο Βιβλίο νούμερο Οχτώ*)
Ολάνθιστη η αειθαλής η μουσμουλιά
μούσκεμα τα εσπεριδοειδή
γεμάτα χρυσά λαμπιόνια
έρχονται κι άλλα χρόνια κι άλλα χιόνια
η γριά μανόλια είκοσι εκατομμυριωνετών παιδί
στολίστηκε με σπόριμους εκρηκτικούς φαλλούς
και ανακρούει στην αθανασία κατακόρυφη ωδή
όλα τα σύννεφα τα μολυβιά στη δύση
φέρουνε ούγια χρώματος χρυσαφί
Θέατρο γεγονότων όπως πάντα ο ουρανός – το παραδείσιο πουλί
—δραματικών—
καραδοκεί ν΄ αδράξει την συναίνεση έστω κι ενός
τυχόντος θεατή
Στο πάτωμα μια μαύρη νυχτοπεταλούδα
έπεσε αθόρυβα νεκρή
θύμα του πρώτου ψύχους
το σώμα της καφετί θερμό
περιζωμένο έναν ατίθασο κίτρινο παλμό
σαν το παλιό του δρόμου νωχελικό ηλεκτρικό
που σε στύλο ξύλινο στάζει ακόμα
φως χλομό και λιγοστό
στα παιδικά σκοτάδια
(*) στο γιουτιούμπ απ’ το 36:29 λεπτό
Ντμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975), 24 Πρελούντια και Φούγκες, op. 87, Πρώτο και Δεύτερο Βιβλίο (Οκτώβρης 1950 - Φλεβάρης 1951)