Ο Ferdinand Bruckner (1891-1958) σήμερα μνημονεύεται κυρίως για τα θεατρικά έργα που έγραψε την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, σημειώνοντας το πέρασμα απ’ τους εξπρεσιονιστικούς τρόπους στη «Νέα Αντικειμενικότητα», ειδικά την Αρρώστια της νιότης (1926), ένα ψυχογράφημα της κυνικής γενιάς, που άθελά της προετοίμασε το έδαφος για το Ναζισμό. Μετά τη γερμανική, και η γαλλική πρεμιέρα του έργου το 1932 είχε ενθουσιώδη πρόσληψη, αν κρίνουμε από γνωστή επιστολή του Antonin Artaud προς τον André Gide, όπου όμως ο πρώτος εκφράζει αμφιβολίες για την αξία του έργου και κυρίως τη σκηνοθεσία, την οποία ―παραδόξως― θα ήθελε … λιγότερο στυλιζαρισμένη! Ο Bruckner ήταν γιος ενός Αυστριακού επιχειρηματία και μιας Γαλλίδας μεταφράστριας, γεννήθηκε στη Βουλγαρία και σπούδασε αρχικά μουσική στη Βιέννη, στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Εκεί ήρθε σε επαφή με εξπρεσιονιστικούς κύκλους, εκδίδοντας αρκετές ποιητικές συλλογές με το πραγματικό του όνομα (Theodor Tagger) καθώς και το λογοτεχνικό περιοδικό Marsyas. Διατέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Berlin Renaissance Theater. Το 1933 κατέφυγε στη Γαλλία κι από εκεί στην Αμερική. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του επέστρεψε στο Βερολίνο, ως σύμβουλος στο Schiller Theater.
Toπία
Άντρας στη λίμνη
Ο άντρας κάτω απ’ το βαθουλωμένο του καπέλο στέκει ορθός
στο τοπίο. Δροσερός, κι από γκρίζες ομίχλες θαμπωμένος
ο αέρας. Το βουνό σκεπάζει τη λίμνη, γίγαντας λευκός,
τα νερά σκοτεινιάζουν και το δάσος αριστερά, εξαϋλωμένος
απόηχος. Να φωτίσουν κάτω ήδη τ’ αστέρια πασχίζουν,
στους ορίζοντες περιφέρονται φώτα υγρά,
η λίμνη φουσκώνει, οι όχθες λυγίζουν
κι αυτή γλιστράει στον ουρανό, όλο και πιο βαθιά,
τεράστιο λαρύγγι. Βουβά πλέουν πέρα οι ακτές. Αντηχούν φωνές
φανταστικές, στην καρδιά του άντρα που’χει αργήσει, μα παραμένει,
σ’ αόριστη φθινοπωρινή ταραχή, ενώ στα νερά, τα δέντρα σε σφαίρες σκιερές
κυνηγιούνται, πάνω απ’ το βουνό και το δάσος, που μια γονατίζει, μια ανεβαίνει.
Απογευματινός ήλιος
Πράσινα βουνά, απλωμένα, αιωρούνται στον ουρανό,
φαράγγια ρόδων ξεδιπλώνονται λάμποντας στον ουρανό.
Ποτάμια πυκνώνουν σαν από γυαλί, στη γη σπινθιρίσματα,
στον αέρα λεπτά, λευκά ελάφια πηδούν
μαύρα άλογα με χαρούμενα ρουθουνίσματα
στην ευωδιά λαμπρά με τ’ άστρα θα ενωθούν.
Κραυγές βαραίνουν τις κορφές κι η λίμνη, γεμάτη πορφυρή
παπαρούνα, τελειώνει σε μια λεπτή, τεταμένη γραμμή.
Ήλιοι αφρισμένοι,
η ανάσα μου βγαίνει γεμάτη αλάτι,
σε βραδινή έκσταση και μουσική σκορπισμένη
πάνω απ’ τα λιβάδια και τις καρδιές. Στις φτέρνες ποταμοί
πυρέσσουν, γόνατα τεντώνονται μ’ επιθυμία,
κι από ορθάνοιχτες ψυχές, με ευτυχία
ποίηση αναβλύζει ζωική.
Χαλί από χέρια μισοτεντωμένα,
και στις σκηνές μέσα το μυαλό
αποσπερίζει. Περνούν τα στρώματα του αέρα ολοένα
πάνω απ΄το πρόσωπο που δείχνει ο ουρανός,
συγχωνεύονται στην αναλαμπή των γαλάζιων πυρκαγιών
φανάρια και σκοτάδι, φεγγάρι και φως.
Οι κόρφοι στα φλεγόμενα μπαλκόνια πρασινίζουν,
υψώνονται τα στήθια τ’ ανθρώπινα παντού,
οι ανεμώνες, που σειούνται, βουίζουν
στη μέση της πορείας τ’ ουρανού.
Βραδινό τοπίο
Διαπερνώντας το τοπίο κυλάει
στα χωράφια η πίκρα απ’ το δειλινό.
Το ‘να αστέρι μετά τ’ άλλο φεγγοβολάει.
Με την πληρότητα του φεγγαριού, θαμπό,
ένα μεγάλο δάσος ξεψυχάει.
Πέφτει συνέχεια βαρύς, συννεφιασμένος,
ο ουρανός, μια πέτρα πάνω σ’ αυτόν
τον κόσμο, τον ατέρμονα συννεφιασμένο.
Τα πέπλα τ’ ουρανού επιπλέουν αργά
κι ένα σύννεφο ταλαντεύεται μπρος στη σελήνη.
Η βουερή γη απ΄το βάρος της κλείνει
και πάνω απ’ το χορτάρι ένας τόνος, μια σκιά,
γαλαζοπράσινη, άυλο γεμάτη σώμα.
Τυλιγμένες σε γκρίζο μανδύα κυματιστό,
τρίτες βαδίζουν απαλά σε μινόρε θηλυκό,
και γύρω από την τεταμένη καρδιά, ακόμα
γυρνάει στην πορεία της η βραδιά.
Νύχτα
Απλώνεται τ’ αρχέγονο δάσος τ’ ουρανού το μαγικό,
σύννεφα ελίσσονται κρυφά μεσ’ στο σκοτάδι,
μαύροι πάνθηρες. Το γκρι ξεφτίζει,
παραπατάει. Καβαλάρης το φεγγάρι,
το μεγάλο σημάδι
των διασταυρωμένων αστεριών
φωσφορίζει,
πράσινο κι ανούσιο. Γεμάτοι υγρασία
οι ορίζοντες ξεπλένονται και κολυμπούν ξεθωριασμένοι.
Η νύχτα και της βροχής η παρουσία
με μαύρες φωνές απειλούν
τα στρώματα του αέρα,
αδέσποτες, περιπλανώμενες,
στέγη καμία.
Οι άνθρωποι ήδη είναι σβησμένοι
κι οι σκούροι καθρέφτες λυσσομανούν.
Λιγόθυμη ώρα, Βερσαλίες
Ω, ας πάρουμε τον δρόμο για το νερό,
τον μακρύ, τον άδειο,
τα δέντρα στέκουν κρύα και γκρίζα
κι απ’ τις δυο πλευρές, με καλύπτρες,
οι μοναχοί του φθινοπώρου.
Ο δρόμος είναι μακρύς, χωρίς εικόνες,
σαν διάδρομος
σε μοναστήρι.
Καμιά φωνή ζωντανή,
ούτε ένα κοράκι να γυρνοβολά κι η λίμνη
γυαλίζει, μοχθηρή και βαλτωμένη.
Η καρδιά μου χτυπά χωρίς ανάσα,
αργή, τρεμάμενη και βαριά
στου αίματος τα μοναστήρια.
Τοπίο
Πάνω απ’ τα λιβάδια δεσπόζει το βουνό
μεγαλοπρεπές, με ανοιχτά χέρια.
Αγελάδες βόσκουν σκεφτικά, λίγο σκυφτές.
Μακριά και σε διαταράξεις λαμπερές
διπλώνεται με κάποια δυσχέρεια
ο ήλιος, όπως χάνεται στον ουρανό.
Οι ίνες του κιτρινίζουν σαν παλιά περγαμηνή
και τα νέφη περνούνε βιαστικά
από κάτω χωρίς πόδια, πλέουσα αμεριμνησία.
Μακριά κι ήσυχα αντηχεί η λευκή της πορεία.
Τα κοράκια καρφώνονται στο στερέωμα βαθιά,
ραμφίζοντας, με δυνατή κραυγή.
Μεσάνυχτα
Ανάλαφρα, πάνω απ’ τα λιβάδια που σφαλίζουν,
κυνηγιούνται τα τελευταία νέφη, από βαθύ μελάνι.
Τη νύχτα, σε κουβούκλια επιπλέοντα κομίζουν,
γαλέρες που πλέουν τα φεγγάρια, τ’ αστέρια σπινθηρίζουν,
και το στερέωμα, διάφανο πια, υπολανθάνει.
Ο θυελλώδης ουρανός ήδη εισρέει
στο μαγεμένο αεροβασίλειο πάνω εκεί,
λάμψη μαζεύεται, που ροδαλά εκρέει,
τα σύννεφα βόσκουν, το έρεβος υποχωρεί,
κινεί τη γη προς το σκοτάδι να επιπλέει.
Οι πλανήτες υψώνονται επιβλητικά,
γίνονται δάση, φαράγγια, ωκεανοί,
τραβούν προς τα πάνω καταστροφικά –
τ’ άστρα βυθίζονται, χαμένο, το φεγγάρι, πρόσωπο πλατύ
απλώνεται. Μια κίνηση απαλή, κυματιστή σκεπάζει,
σκοτεινιάζει και μέσ’ απ’ τα τοπία του αιθέρα η ψυχή,
ανοίγει, τη νύχτα χωρίς να λογαριάζει.
Μεσημέρι
Πάνω στη μνήμη υφέρπουν ίχνη οπίου,
ο κόσμος διαλαλεί μαύρη μορφίνη,
η λευκόφυλλη δωρεά του τοπίου
τη μεσημεριανή σκιά λαμπρύνει.
Εκτοξεύονται κόκκινες γραμμές,
το σφαιρικό στερέωμα σκάει,
στα πονεμένα βλέφαρα καίνε φωτιές,
το δροσερό δωμάτιο φλόγες πετάει.
Ο τυφλοπόντικας εμφανίζεται αργά,
ο ήλιος το αίμα κουλουριάζει,
στα πέρατα πίσω μακριά,
του ορίζοντα το κέλυφος ανοίγει.
Τρέχουν λουλούδια πάνω απ’ τις κορφές των καρδιών,
κι εγώ το αίμα μου στη σκονισμένη ψυχή σκορπίζω,
το πόδι μου θέτω στη δόξα ψηλά των ουρανών,
το τοπίο καταρρέει ― και μπρούτζινη η μέρα ξεθωριάζει.
Χειμώνας
Τα συναισθήματα πετρώνουν αναπάντεχα σε τρομαγμένη αδράνεια
και παγώνουν οι λίμνες στων ανθρώπων τα σφαλιστά
στήθια. Μπροστά απ’ την ήδη όλο και πιο ισχνή ηλιοφάνεια
στέκει ο αέρας, σε πολλαπλά στρώματα, τσουχτερός
και μπερδεμένος, στην καρδιά
σταματάει ο χτύπος ο καυτός.
Σκληρά κι αθόρυβα απλώνεται η παγωνιά
στην κίνηση, οι σκέψεις γίνονται άκαμπτες
και χάνονται, ξαφνικά ήδη γεράσαν,
πρόσωπα χλομά κι οι τελευταίοι φθινοπωρινοί κόκκινοι έλικες,
γυρνούν ανήσυχα ζώα σε κλουβιά,
γίνονται ψυχρά και ησυχάσαν.
Καλοκαιριάτικο βράδυ
Πάνω απ’ τον ποταμό περνούν τα ελαφρά, ηλιόλουστα βήματα
του ουρανού και τα νέφη σκιάζουν τα κυκλικά κύματα
μ’ ένα αδιαπέραστο μπλε. Το χώμα σκούρο και πράσινο συνάμα
και δίπλα αστραφτερές, λεπτές πέστροφες γλιστρούν, ένα κλάμα
τσιριχτό απ’ τον ήλιο που αποχωρεί, ξεχύνεται μεσ’ απ τις ίνες του αέρα,
τ’ αγρολούλουδα κλείνουν, μ’ άρωμα καλύπτονται οι θάμνοι και η σέρα,
σπίτια και συντριβάνια ασημιζουν, και θεραπεύει ο πολικός
αστέρας, νυχτογάλανος Σωτήρας. Τα δέντρα ψηλώνουνε, σα ξωτικά,
και πίσω απ το λιβάδι στέκει ο ορίζοντας κι ανοίγει μια πλατιά αγκαλιά
προς την ερχόμενη βραδιά, π’ απλώνεται σα δροσερός αφρός.