Μέρες καλοκαιριού άπραγες,
χαζεύεις τις μύγες, τη βραδύτητά τους
μέρες που μου φέρνουν στον νου
πώς είναι στα ελληνικά το still life, ασάλευτη ζωή
nekri fisi, νεκρή φύση.
*
Κάθε πρωί οι μύγες έρχονται
στο μπαλκόνι που κάθομαι
και γράφω στο πρώτο φως της μέρας
ένας παράδεισος ησυχίας
αν εξαιρέσεις το βουητό τους.
Τελικά, μια τους προσγειώνεται
στην άκρη απ’ το σημειωματάριο
φτερουγίζει, δονείται,
τα μπροστινά της πόδια σαν δουλευτάρικα δάχτυλα
γραπώνουν το τίποτα
το στόμα της τσιμπολογά το τίποτα.
Γουβιάζω τη χούφτα μου, ακίνητη
σαν still life, σαν ασάλευτη ζωή
και προσπαθώ να την τσακώσω.
*
Καθώς βαδίζω στο φως του δειλινού
αναλογίζομαι πώς λένε σ’ αυτή τη γλώσσα
το σούρουπο, lykófos, το φως του λύκου. Είναι η ώρα
που φανερώνονται οι λύκοι. Μπορώ να ακούσω
τα μακρόσυρτα ουρλιαχτά τους
να μυρίσω το βρώμικο χνώτο τους
καθώς κυκλώνουν τις σκέψεις μου
γραπώνοντας με τα νύχια τούς φόβους τα πιστεύω μου
όνειρα κι επιθυμίες, ώσπου δεν μένει τίποτα
για το μυαλό να σώσει. Κι όσο πάει, το λυκόφως
χύνεται όλο πάνω μου, με σέρνει πιο βαθιά
στο σκότος, ώσπου γίνομαι ένας απολωλός,
νεκρογένννητος, καταραμένος. Τότε,
απ΄το σκέπαστρο της νύχτας
ένα άστρο λες κι αναβρύζει ορμητικά.
Κι άλλο. Κι άλλο ένα.
*
Κάποια πρωινά ξυπνώ με το τελευταίο σκοτάδι,
πηγαίνω στο μπαλκόνι και περιμένω την ανατολή.
Το φως που φθάνει απ’ τον ορίζοντα
είναι αδύναμο, σχεδόν εύθραυστο, καθώς αγγίζει
το βουνό πίσω μου,
τα περιβόλια και τους οπωρώνες πιο κάτω,
τις κεραμιδένιες κόκκινες στέγες κατά μήκος της ακτής,
και τέλος, πέρα για πέρα
τον κοιμισμένο κόλπο.
*
Όταν ο ήλιος βαράει για τα καλά,
παρατώ το γράψιμο και κατεβαίνω στη θάλασσα,
κάθομαι στη μοναδική ταβέρνα της παραλίας
με μια κουρτίνα από χταπόδια
και πολύβουες μύγες από γύρω,
πίνω ένα ούζο, δύο καμιά φορά. Το κάνω
κάθε μέρα, έπειτα παίρνω τον δρόμο πίσω
στο βουνό. Πάντα υπάρχει ένας γάιδαρος
δεμένος κάτω απ’ τη σκιά μιας ελιάς,
ή ένα κριάρι που σηκώνεται στα πίσω πόδια του
να φτάσει τα άγουρα απίδια. Καθώς
γυρνά και με κοιτά, βλέπω
τα χρυσαφένια μάτια ενός τράγου-θεού.
Οι δεντροστοιχίες των κυπαρισσιών που περνώ
είναι σκουροπράσινες φλόγες, πυρσοί
φυτεμένοι στη γη
φτάνουν μέχρι πάνω στο δωμάτιό μου.
Υπαινίσσονται κάποιο επέκεινα
που ποτέ μου δεν πίστεψα, αν και τώρα,
ζαλισμένος απ’ το ούζο
και τις ευωδιές του μάραθου και του θυμαριού,
μπορεί και να αλλάξω μυαλά,
*
μπορεί και να μείνω εδώ ακριβώς, στην νεκρή φύση,
να γράφω άχρονος,
που και που αφήνοντας κάτω την πένα μου
ασάλευτος
σαν ασάλευτη ζωή…
Όμως εδώ, άντε να τις πιάσεις τις μύγες.
Το έχω προσπαθήσει.
Στη νεκρή φύση,
είναι πρώτες στη γρηγοράδα.
_____________
O Don Schofield είναι Αμερικανός ποιητής, μεταφραστής και εκδότης/επιμελητής, Ζει μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Τελευταία του ποιητική συλλογή: A Different Heaven (Dos Madres Press 2023, από την οποία και το «Σημειωματάριο Μυτιλήνης». Τιμήθηκε με το βραβείο Allen Ginsberg (ΗΠΑ) και το βραβείο John D. Criticos (Ηνωμένο Βασίλειο). Ποιήματα και μεταφράσεις του έχουν προταθεί για το βραβείο Pushcart Prize και το Ελληνικό Βραβείο Μετάφρασης.