Ποίημα #591 της Έμιλι Ντίκινσον
Άκουσα μια Μύγα να βουίζει ―όταν πέθανα―
Η Ακινησία στο Δωμάτιο
Ήταν σαν την Ακινησία του Αέρα ―
Ανάμεσα στα Ξεσπάσματα μιας Θύελλας
Τα Μάτια ολόγυρα ―στεγνά από το σφούγγισμα―
Και οι Ανάσες κρατημένες συνωστίζονταν
Γι’ αυτήν την ύστατη Εμφάνιση ―όταν ο Άναξ
Θεαθεί―στο Δωμάτιο
Είχα μοιράσει τα Υπάρχοντά μου ― Παραιτηθεί
Απ΄ το μερίδιό μου ό,τι ήταν δυνατόν να
Εκχωρηθεί ― και τότε συνέβη
Εκεί παρενέβη μια Μύγα
Με ένα θλιβερό ― αβέβαιο ― τρεκλό βούισμα―
Ανάμεσα στο φως ―και σ’ εμένα―
Και τότε τα Παράθυρα κατέρρευσαν ― και τότε
Δεν έβλεπα για να δω―
(Μτφρ. Ε. Β.)
Η μύγα του ποιήματος
Όταν εμφανίστηκε η μύγα, ήμουν σίγουρη ότι επρόκειτο γι΄αυτήν, την συγκεκριμένη μύγα του ποιήματος της Έμιλι Ντίκινσον υπ’ αριθμόν 591, η οποία τρύπωσε μέσα από τα παράθυρα, εξαιτίας της συνήθειάς μου να τα ξεχνώ ορθάνοιχτα, κακώς, γιατί ένας θεός ξέρει τι κουβαλάει ο αέρας.
Εν συνεχεία βιάστηκα να την περιφρονήσω, σαν να μην ήταν καν ζωντανό, αλλά κάτι άψυχο, άυλο, ποιητικό που με περιτριγύριζε άλλοτε μέσα στο πεδίο της όρασης κι άλλοτε εκτός, πίσω απ' την πλάτη μου, κάτι ενοχλητικό και ύπουλο που με πληροφορούσε για την περιοχή της άγνοιας, αυτή την ομιχλώδη επικράτεια των αομμάτων στην οποία ελοχεύει το κακό και δεν ξέρει κανείς από πού θα του έρθει. Και κάπως έτσι άρχισαν να με ζώνουν οι υποψίες πώς ό,τι κι αν κάνω, με όποιο τρόπο κι αν συμπεριφερθώ, η μύγα θα με αιφνιδιάσει, αποσπώντας με την ύστατη στιγμή, όπως και στο ποίημα.
Η εν λόγω μύγα όμως βολεύτηκε στη θέση απάνω δεξιά, σαν αστερίσκος που, βουίζοντας πάνω απ’ το κεφάλι μου, με παρέπεμπε στανικά σε μια υποσημείωση στο κάτω μέρος της σελίδας όπου, είχε σταθεί αδύνατον να πλησιάσω επειδή, ένα είδος ακαμψίας της όρασης με εμπόδιζε να διακρίνω τα γράμματα της ετυμηγορίας που γραφόταν ερήμην μου, εκείνη την απειλητική σύνοψη της ύπαρξής μου σε τρεις αράδες, απειλητική και εξαιτίας της λακωνικότητάς της.
Άρχισε τότε ο νους μου να πετάει σε διάφορες κατευθύνσεις, καθώς προσπαθούσα να αποδώσω κίνητρα σε γνωστούς και αγνώστους, όσους ενδεχομένως εμπλέκονταν στην αποστολή της μύγας, καθήκον της οποίας ήταν και η σύνταξη της ετυμηγορίας. Αρχικά απέσυρα κάθε υποψία από την ποιήτρια, όχι μόνο επειδή ήταν νεκρή εδώ κι ενάμιση αιώνα, αλλά επειδή οι ευαισθησίες της δεν θα το επέτρεπαν. Έπειτα άρχισα να αλληθωρίζω προς άλλα άτομα, όπως τον Φραντς για παράδειγμα ―αλλά κι αυτός θεόνεκρος― ή έναν συγγραφέα ―ζωντανός αυτός― που έτυχε να του μπω στο μάτι σαν μυγάκι. Λίγες μέρες αργότερα κατέληξα στην εντελώς αντίθετη υπόθεση, ότι η αποστολή είχε γίνει εκ μέρους μιας επιτροπής από τυχάρπαστους που ανάμεσά τους είχα άλλοτε υπάρξει, επειδή βαριόντουσαν του θανατά και έψαχναν να διασκεδάσουν την ανία τους.
Όταν λοιπόν εμφανίστηκε η μύγα, δεν είχα δέα ότι θα γινόταν ο δορυφόρος μου, η ενοχλητική σελήνη που ρύθμιζε τα νερά μου, τις διαθέσεις και τις σκέψεις μου πείθοντάς με ότι θα πηγαίναμε στο εξής μαζί τα δυο μας, και σαν ντουέτο θα ντεμπουτάραμε στον κόσμο. Σ’ εκείνη τη φάση, της πάλης μου ενάντια στο πεπρωμένο, άρχισε μοιραία να ξεπροβάλλει και η εικόνα που με στοιχειώνει ακόμη. (Γιατί πιο εύκολα θα κατάφερνα να κρυφτώ από την εκτεταμένη επιφάνεια των ματιών της με τα κόκκινα στίγματα που κατέγραφαν τις κινήσεις των δικών μου ματιών, πιο εύκολα θα κατάφερνα να συνηθίσω το βαρύ, θλιβερό της πέταγμα εκλαμβάνοντάς το σαν ένα κουσούρι που μου εκδηλώθηκε αργά ένα τυχαίο απόγευμα, παρά αυτό.) Αυτό, δεν ήταν άλλο από την τρομερή όψη μιας μύγας που έχει υποστεί συντριβή, με το φτερό ανοιχτό και κάθετο σαν κατάρτι, τα αμπάρια διαρρηγμένα και τα σωθικά χυμένα, μπλε και φωσφορίζοντα, παραπομπή αμετακίνητη εφεξής, απάνω δεξιά ― του Άνακτος.
Πιάνω συχνά το δεξί μου χέρι με το αριστερό και το τρίβω. Το τρίβω ξανά και ξανά, σαν να θέλω να το συνεφέρω και να το ανακρίνω.