Τα δώρα
Στο σπίτι μου το πατρικό φάντασμα τριγυρνώ
με τις φωτογραφίες να στάζουνε σιωπή.
Απλώνεται μια λίμνη και στα νερά περνώ.
Ο αέρας δέντρα φέρνει που έχουνε κοπεί.
Πώς τα φυλλώματά τους βομβούν στη σιγαλιά
με ήχους λησμονημένους γλώσσας αλλοτινής.
Λέξεις, πετούμενα χλωρά, γεμίζει η αγκαλιά
Βότσαλα λαμπερά, πέτρες κρυφούς μου συγγενείς.
Κι όπως στη νύχτα πλέω, βγαίνω στα χαράματα
μούσκεμα από παληές φωνές και λόγια ξένα.
Μα είναι βαρύ το δώρο κι αρχινώ τα κλάματα,
Όμως στο αυγινό το φως, σε νοιώθω πάλι εσένα.
Μυρίζω τον βασιλικό, της απωλείας τα ρόδα
Την ξαστοχιά του θυμαριού, της λύπης το κερί.
Μου αφήνεις στο τραπέζι καρφιά για τα έξοδα,
Καθώς ξεχύνονται στους δρόμους οι φρουροί.
Graffiti
Tον πόνο μου έγραψα στον τοίχο:
«Κόσμε στενέ, δεν με χωράς»
Δίχως της θάλασσας τον ήχο
Στις ερημιές δεν προχωράς.
Τα μάτια μου κοιτούν εντός μου,
Μου απλώνουν θάλασσα σγουρή
Και φέγγει αλλιώτικα ο ρυθμός μου.
Με πέτρες του βυθού ―μπορεί―
Με φύκια κι όστρακα για λέξεις
Που δεν περνούν σ΄ανθρώπου νου
Θα τραγουδήσω τ΄ ουρανού:
«Από παιδί σ΄ έχω διαλέξει,
Μα η λύπη σου μ΄ έχει πλανέψει.
Φέρε τα λαμπερά νερά,
γιατί έχει ο κόσμος πια στενέψει.
Ο κόσμος πια δεν με χωρά».
Τίποτα δεν έχω ―Η φωνή
Τίποτα δεν έχω να σου δώσω,
Μόνο την φωνή μου, ραγισμένη.
Μέσα της κατάφερα να σώσω
Αγριμιών λαχτάρα πικραμένη.
Την φωνή μου, πάρε, αναμμένη
Από των πουλιών το δάκρυ,
Την φωνή μου την μαχαιρωμένη
Πεταμένη στου καιρού την άκρη.
Πάρε την, γεμάτη δέντρων ίσκιους
Των κυμάτων ρίγη, λύπες της θαλάσσης
Κι άκουσέ την πριν να με δικάσεις
Άκουσε τους ψίθυρους τους μύχιους.
Τρέμει όπως το φύλλο, λάμπει σαν σπαθί
Σαν πεσμένο άστρο, τρέμει και ποθεί
να τυλίξει το κορμί σου τόσο.
Τίποτα δεν έχω να σου δώσω.