Χλομό φως

Χλομό φως

Ετσι όπως τον πρωτοαντίκρυσα, μεγάλη τρυφερότητα γεννήθηκε στην καρδιά μου για το εφτάχρονο αγόρι: ο Φλάβιους Κλαούντιους Γιουλιάνους δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός και ο αυχένας του δεν καλοστεκόταν στους ώμους. Σαν να τινάζονταν ελαφρά οι ώμοι του κάθε φορά που δυσκολευόταν να καταλάβει, κάθε φορά που συγχιζόταν με κάτι, ενώ τα ματάκια του ανοιγόκλειναν και τα πόδια του δεν βολεύονταν σε μια στάση. Ήταν ένα παιδί αεικίνητο, δεν μπορούσες να τον μαζέψεις με καμιά δύναμη, ένιωθε πως τον έπνιγαν οι κλειστοί χώροι. Όσο μεγάλωνε, τόσο περισσότερο είχε ανάγκη από αέρα και διεκδικούσε την ελευθερία του να μιλά, να ρητορεύει, να καλπάζει πάνω στ’ άλογο. Πάντα διέκοπτε τους ατελείωτους μονολόγους των συμμαθητών του, χωνόταν σε όλες τις συζητήσεις, έθετε το ένα ερώτημα πάνω στ’άλλο και απαιτούσε άμεσες απαντήσεις. |
Εγώ ανέλαβα την αγωγή του στα Ελληνικά, όπως είχα αναλάβει, χρόνια πριν, και τη μάνα του. Μου τον εμπιστεύτηκαν μέχρι τα έντεκά του χρόνια. Τόσους αρχαίους συγγραφείς πρέπει να του διδάξω, και έχω πολλούς παπύρους στη βιβλιοθήκη μου: από τον Πλάτωνα, από τον Αριστοτέλη, από τον Θεόφραστο...Όμως, πάνω απ’ όλα, έχω φυλαγμένο πάντα ένα αντίγραφο της Ιλιάδας, γιατί για μένα υπέρτατος είναι ο Όμηρος. Επίσης, έχω εξασφαλίσει αντίγραφα των κειμένων του Λιβάνιου. Σ΄ολόκληρη τη Συρία σήμερα επικρατεί η διδασκαλία του Λιβάνιου,[1] κι αυτήν έχω βαλθεί να μεταλαμπαδεύσω στα νεανικά τους μυαλά. Μέσα από τα κείμενα, παρουσιάζω στον Γιουλιάνους έναν ιδεώδη κόσμο, κατάλληλο για έναν ταλαντούχο νέο σαν κι αυτόν. Όταν συναντιόμαστε στο περίστυλο της αυλής μου, προσπαθώ να του ενσταλάξω την αγάπη μου για την ομηρική γλώσσα. Να κάνω αυτήν τη γλώσσα ένα σχολείο ζεστασιάς, θαλπωρής και φροντίδας για το παιδί. Να του μάθω να περιφρονεί τα λυδικά φαγητά και τα λιπαρά εδέσματα της Ανατολής, να κοιτά αφ’ υψηλού τις μόδες και τους κώδικες των αυλικών, να εκτιμά το μεγαλείο της απλότητας και του ασκητικού βίου. Να έρχεται στο μάθημα με το κεφάλι του σκυμμένο πάντα, σεβαστικό. Έβαλα στόχο μου να τον κρατήσω μακριά από το θέατρο έως ότου το πηγούνι και το στήθος του βγάλουν περισσότερες τρίχες απ’ όσες το κεφάλι του. Δεν είναι γι ’αυτόν τον ευγενή νέο το θέατρο, έτσι που ’χει καταντήσει το θέατρο στις μέρες μας.
Γυρνώ και του λέω μια μέρα: «Ποτέ μην αφήσεις το πλήθος των συνομηλίκων σου που συρρέουν στα θέατρα να σε παρασύρει ώστε να λαχταρήσεις τέτοια θεάματα. Μόνο τις ιπποδρομίες να λαχταράς!»
Κι εκείνος αμέσως με ρωτά: «Πού θα μάθω για τις ιπποδρομίες, δάσκαλε Μαρντόνιους;»
Κι εγώ του απαντώ: «Υπάρχει μια ιπποδρομία που την περιγράφει πολύ έξυπνα ο Όμηρος: αυτήν να πάρεις να διαβάσεις, παιδί μου!»

Edward Armitage: Ο Ιουλιανός προεδεύων σε συνεδρίαση, 1875 (Walker Art Gallery, Λίβερπουλ)

Εμείς οι εθνικοί θεωρούμε τους εαυτούς μας νομοταγείς Ρωμαίους πολίτες, κι έτσι το να γιορτάζουμε τα γενέθλια του Ιησού μαζί με τους εκ καταγωγής Ρωμαίους είναι μια υποκρισία. Ξέρω τι γιορτάζουν οι Εθνικοί κατά βάθος, και ξέρω και τι περιμένουν από τον αυτοκράτορά τους. Περιμένουν έναν άνθρωπο που θα απομακρυνθεί από κοντά τους και θα κλειστεί σ’ ένα λαμπρό παλάτι, χωρίς όμως να περιφρονεί τα ενδιαφέροντα και τις επιθυμίες τους. Θέλουν έναν αυτοκράτορα πάνω από τους κοινούς θνητούς, που με αξιοπρέπεια θα στρέφεται στον λαό του και θα διακρίνει τις ανάγκες του. Όμως τον θέλουν να λάμπει σαν ήλιος και να μοιράζει γενναιόδωρα τις παροχές του από ένα ολύμπιο ύψος, μακρινό. Ο Γιουλιάνους δεν είναι τέτοιος.
Ο Δεκέμβριος είναι εποχή γιορτής για εμάς τους Ρωμαίους Εθνικούς, και συνηθίζουμε να ανταλλάσσουμε δώρα. Δυο μέρες αργότερα λατρεύουμε τον Ανίκητο Ήλιο.[2] Κάποιοι είναι κατάλληλοι για όπλα, κάποιοι κατάλληλοι για γεωργία και κάποιοι έχουν την ικανότητα να επιδοθούν στο κυνήγι, όμως τον χειμώνα αυτά δεν γίνονται. Ο χειμώνας φυλακίζει τα πνεύματα μέσα στη γη, γι’ αυτό κι εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να γιορτάσουμε τα Mπρουμάλια, τη «σύντομη μέρα», τουλάχιστον μέχρι να κερώσει το φως του ήλιου. Και συνεχίζουμε να ευχόμαστε ο ένας τον άλλον με μικρά δώρα, πάντα με την ίδια ευχή:

"Vives annos!" ― "Vives annos!"[3]

Ωστόσο και οι Χριστιανοί λατρεύουν τη γέννηση του δικού τους προφήτη στις εννέα του μήνα Σαπέτ, κι αυτά τα γενέθλια πέφτουν πάνω στα δικά μας Μπρουμάλια.[4] Όμως τον Ναζωραίο ο Γιουλιάνους δεν τον συμπαθούσε. Από μικρό παιδί. Αργότερα έμαθα πως πάντα διατηρούσε κρυφές επαφές μέσω αλληλογραφίας με εθνικούς κύκλους, όπως εκείνον του Μάξιμου από την Έφεσο, που τον μύησε στη λατρεία του ηλιακού δίσκου. Σιγά σιγά άρχισε να βλέπει στα όνειρά του φωτοχυσίες, άρχισε ν’ ακούει κρότους κεραυνών, να καλεί πνεύματα νεκρών και να συνομιλεί μαζί τους. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Τα νέα που έφταναν στ’ αυτιά μου με τρόμαζαν. Δεν καταλάβαινα ποιον δρόμο είχε διαλέξει για τη ζωή του. Τι κι αν το σόι του πατέρα του βαστούσε από τη Via Militaris[5] κι από την Έβδομη Κλαυδία Λεγεώνα της Ναϊσσού; Τι κι αν είναι ανιψιός του μακάριου Κωνσταντίνους, τι κι αν η μάνα του είναι χριστιανή αριστοκράτισσα;[6] Από μικρό τον είχαν αφήσει στο έλεος του θείου του, του Κωνστάντιους. Είχε αντικρύσει τον πατέρα του σφαγμένο, βουτηγμένο στα αίματα, κι ήταν μόλις εφτά χρονών. Από μωρό βρισκόταν απομονωμένος από την Αυλή, πνιγμένος από τους Χριστιανούς.
Κι όταν μου τον έφεραν, το πρώτο που είχε πει ήταν πως έβλεπε μπροστά του αυτό το φως. Ένα φως που δυνάμωνε. Πώς να μην τους μισήσει τους Χριστιανούς; Πώς να μην προτιμήσει τον Μίθρα; Έπρεπε να το έχω καταλάβει. Το φως του Ιησού ήταν ένα χλωμό φως, και η καρδιά του αυτοκράτορα ποθούσε τη λάμψη της αρχαιότητας.
Συνέχισα να μαθαίνω νέα του από την αλληλογραφία μας, που συνεχίζεται και τώρα που ο νεαρός καίσαρας βρίσκεται σε καθεστώς δυσμένειας και όλο τον στέλνουν μακριά από το κέντρο. Ο Γιουλιάνους, αντί να διαλέξει το Λουγκντούνουμ,[7] προτιμά να πάει στην αγαπημένη του Λουτέτσια,[8] που είναι μια μικρή πόλη πάνω σ’ένα νησί του Σηκουάνα και συνδέεται με τις όχθες με ξύλινες γέφυρες. Η Λουτέτσια είναι μια πόλη υγρή και νοσταλγική. Οι μυρωδιές του ποταμού φτάνουν αριστερά και δεξιά στις όχθες κι ανακατεύονται με το λαρδί που στάζει στη φωτιά, ενώ ο χειμώνας είναι πολύ βαρύς και χρειάζεσαι προβιά για να βγεις στον κρύο αέρα της αυλής και να φτάσεις ως τα λουτρά. Κι όμως: η Λουτέτσια του αρέσει, όπως μου γράφει. Τον εκφράζει, με στη σκοτεινιά της και την υγρασία της. Όπως τον εκφράζει και η εξορία του στας Αθήνας. Εγώ πίστευα πως θα πρέπει να υπέφερε πολύ από νοσταλγία για την πατρίδα του. Τουλάχιστον εγώ στη θέση του έτσι θα ένιωθα. Όμως, έπεσα από τα σύννεφα τότε που τον έστειλαν στην Γκρέτσια, όταν έλαβα την εξής επιστολή του:

«Αγαπημένε δάσκαλε Μαρντόνιους,
Καθώς τώρα φεύγω για την Γκρέτσια, κι ενώ όλοι νομίζουν πως με στέλνουν στην εξορία, εγώ δοξάζω την τύχη μου και γιορτάζω τη μεγαλύτερη γιορτή! Αυτή η αλλαγή τόπου είναι για μένα ό,τι καλύτερο! Σαν να ανταλλάσσω χαλκό με χρυσάφι, δάσκαλε! Σαν να ανταλλάσσω εννιά βόδια με εκατό! Τέτοια αγαλλίαση νιώθω που μου ’λαχε να πάω στην Γκρέτσια αντί να μείνω στην πατρίδα, κι ας μην έχω εκεί ούτε χωράφι ούτε κήπο ούτε ένα σπιτάκι δικό μου!
».[9]

Ο Γιουλιάνους, λοιπόν, δεν ένιωθε την παραμικρή νοσταλγία για τις άλλες ρωμαϊκές επαρχίες. Αντίθετα απ’ ό,τι πίστευα όσο ήταν παιδί, είχε εξελιχθεί σε έναν υπερφιλόδοξο νέο. Το πράγμα είχε ξεφύγει τελείως από τον έλεγχό μου και η πραγματικότητα έδειχνε τελείως αντίθετη από τις προθέσεις μου. Εγώ πάσχισα να προετοιμάσω ένα μικρό παιδί για να γίνει διανοούμενος, ενώ αυτός είχε γίνει ένας στρατιώτης κανονικός, με όλη τη σημασία της λέξης. Όμως, ένας στρατιώτης διαφορετικός από τους άλλους. Με στόχο την αποστασία. Τη διαφοροποίηση. Την παράβαση. Όταν έφτασε στας Αθήνας, ο νους του συγκεντρώθηκε στο να επισκεφθεί τις παλαίστρες, τα γυμνάσια, το Λύκειο, την Ακαδημία, την αγορά. Είχε μείνει έκθαμβος με τους ρήτορες και με τις νεοπλατωνικές ιδέες: και, βέβαια, αυτό ήταν αναμενόμενο. Έμαθα πως βάδισε όλη την Ιερά Οδό, έφτασε στην Ελευσίνα κι επισκέφτηκε τον ιεροφάντη, ζητώντας του να τον μυήσει στα ελευσίνια μυστήρια.
Σύντομα άρχισε να πηγαινοέρχεται στην Κόρινθο. Εκεί παρακολουθούσε τους ρητορικούς αγώνες, έβλεπε πόσο παρήκμαζαν οι σχολές, αφού παντού ολόγυρα οι μαθητές έπαιζαν και τραγουδούσαν, σύχναζαν στα καπηλειά με ημίγυμνες τραγουδίστριες στην αγκαλιά τους και μεθοκοπούσαν τα βράδια κάνοντας ασωτείες μες στη μέση του δρόμου. Η έγνοια τους ήταν μόνο πώς να ξοδεύουν τα χρήματά τους,[10] κι αυτό πήγαινε κόντρα στην ηθική του.
Το πιο σημαντικό όμως που του συνέβη στας Αθήνας, μακριά από τον έλεγχο του Κωνστάντιους, ήταν πως είδε τον εαυτό του να μετατρέπεται από καίσαρας σε αυτοκράτορα. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει.

«Ο Ιουλιανός καίει τα οστά του Αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή» (16oς αι.)

Κάποιοι είπαν πως ο Γιουλιάνους, αντί για στέμμα, φόρεσε στο κεφάλι του μια σέλλα αλόγου. Αυτή ήταν μια φιλοπόλεμη δήλωση. Οι στρατιώτες του, έμαθα, τον αποθέωσαν ως νέο αυτοκράτορα. Ήταν θέμα χρόνου να δολοφονηθεί ο Κωνστάντιους και να κληθεί στην κηδεία του. Τότε μου έγραψε πως αυτή η κηδεία «ήταν και η τελευταία φορά που πάταγε το πόδι του σε χριστιανικό ναό».
Τα πράγματα εξελίσσονταν άσχημα. Λίγο καιρό μετά μου έγραψε ότι έστειλε τον περγαμηνό γιατρό του Ορειβάσιο στους Δελφούς. Ο Ορειβάσιος είχε εντολή να επισκεφθεί αυτό το παγκόσμιο κέντρο σοφίας, αυτογνωσίας και ρυθμού και να ξαναστήσει το παρηκμασμένο ιερό του Απόλλωνα. Όταν τους επισκέφθηκε, οι μάντεις μετέφρασαν τα λόγια της Πυθίας ως εξής: "Να πείτε στον βασιλιά ότι σίγησε πια ο δαιδαλικός αυλός της Πυθίας. Ο Απόλλωνας δεν έχει πλέον καταφύγιο, ούτε προφητική δάφνη ούτε πηγή που να μιλά. Στέρεψε και το λαλίστατο νερό".[11] Αυτά όλα δεν τον πτόησαν, άσε που μάλλον είναι φήμες. Ο Γιουλιάνους δεν τα κατάπινε αμάσητα όλα αυτά. Όταν ο Ορειβάσιος του έφερε τα δυσάρεστα νέα, αντί να κάνει πίσω, έδωσε αμέσως διαταγή να αναστηλωθούν η Νικόπολη και η Ελευσίνα, να ξαναρχίσουν οι αγώνες και οι γιορτές στους Δελφούς, στο Άργος και στην Αντιόχεια. Έβαλε στόχο να ξαναγεμίσουν με αθλητές τα γυμναστήρια, να λειτουργήσουν και πάλι, προσηλωμένες αυστηρά στο αντικείμενό τους, οι φιλοσοφικές σχολές. Ήξερα πού απέβλεπαν οι ενέργειές του: οι Χριστιανοί δεν θα τον άφηναν ατιμώρητο, αυτό είναι σίγουρο.
Και πράγματι: ο μαθητής μου αποδοκιμάστηκε και λοιδορήθηκε στην Αντιόχεια, γιατί προσπάθησε να επαναφέρει τη λατρεία του θεού Απόλλωνα σ’ ένα εγκαταλειμμένο ναό στα περίχωρα της πόλης. Την ημέρα της τελετής οι μόνοι που εμφανίστηκαν πρωί πρωί έξω από τα ερείπια του ναού ήταν ο ίδιος, ο ιερέας του ναού και μια χήνα. Μεγάλωνε η λαχτάρα του, λοιπόν, γιατί αυτό που ονειρευόταν φαινόταν όλο κι πιο ανέφικτο, όλο και πιο μακρινό και άπιαστο. Το χειρότερο, δε, ήταν πως εκείνη την ίδια νύχτα είδε στον ύπνο του τη θεά Τύχη να κρατά το κέρας της Αμάλθειας[12] και κατάλαβε πως οι θεοί τον προόριζαν να επιτεθεί στην Περσία, σαν τον Αλέξανδρο. Κι αυτή ήταν η αρχή του τέλους: όταν άρχισε να χάνει, μία προς μία, τις μάχες ενάντια στους Πέρσες, ένα ακόντιο τον βρήκε ξαφνικά στο πλευρό, incertum unde,[13] και του τρύπησε πέρα για πέρα το σηκώτι.

|
__________

Η θλίψη είναι το κύριο γνώρισμα των γηρατειών, όμως εγώ έχω παραπάνω λόγους για να είμαι θλιμμένος. Πρώτα απ’όλα, ήμουν σε όλη μου τη ζωή ευνούχος. Αυτό, από μόνο του, είναι αιτία θλίψης. Δεν το διάλεξα, μου το επέβαλαν όταν ήμουν μικρό παιδί, μόλις με έφεραν από την Κιμμερία[14] Τα ουρλιαχτά μου ακούστηκαν πέρα ως πέρα. Τα επόμενα χρόνια, η μοναδική μου καταφυγή ήταν να κλαίω μόνος μου, κατακρεουργημένος, κλεισμένος με τους παπύρους μου σ’ένα δωμάτιο. Το κορμί μου το καλύπτω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Φορώ πάντα ποδήρη χιτώνα που καταλήγει σε γούνα. Έχω μακριά ίσια μαλλιά και γενειάδα, και τον μυτερό φρυγικό μου σκούφο τον φοράω σπάνια. Στο συρτάρι μου έχω φυλαγμένο ένα δερμάτινο κοντό τόξο μέσα σε φαρέτρα χρυσή που το περνώ, αν τυχόν χρειαστεί, στον αριστερό γοφό.[15] Πρέπει να έχω τον νου μου στο κάθε παιδί που διδάσκω, γιατί έχω μεγάλη ευθύνη. Ν’ανοίξει ο νους του. Να επιβιώσει σ’αυτήν την άκαρδη αυτοκρατορία. Να μην πάθει τα ίδια μ’ εμένα.
Σήμερα, που μαθαίνω τον θάνατο του αυτοκράτορά μου, είμαι πια πολύ ηλικιωμένος. Νωρίς το πρωί διέσχισα το πάτιο της ρωμαϊκής αυλής, έκανα το λουτρό μου, τύλιξα τη βουβωνική πληγωμένη περιοχή του κορμιού μου με μαύρα υφάσματα και ντύθηκα από την κορυφή ως τα νύχια με μαύρα ρούχα. Έξω, στο προαύλιο, οι άλλοι Εθνικοί όλη τη μέρα αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον γελώντας και φωνάζουν: "Vives annos!" ― "Vives annos!"
Όμως εγώ αυτόν τον χειμώνα αισθάνομαι πως πράγματι τα πνεύματα έχουν οριστικά φυλακιστεί κάτω από το παγωμένο χώμα. Πως το φως έχει στ’αλήθεια κερώσει. Αποφάσισα να μην βγω απ’το δωμάτιό μου, ούτε ν’ανταλλάξω ευχές με κανέναν.
Ο Ναζωραίος γεννιέται και πάλι στην Αυτοκρατορία,[16] ἐν χορδαῖς καἱ τυμπάνοις, πανηγυρικά και αμετάκλητα.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: