Και λοιπόν τι; είπε. Ερχότανε απρόσκλητος Χειμώνας, Νοέμβρης μήνας πια κι αυτοί ακόμα με τα κοντομάνικα ρεμβάζανε σε παραλίες δίχως τύψεις, πού χρόνος για τα τέτοια τώρα θα μου πεις, εδώ ο κόσμος κατεδαφιζότανε μες σε ξεδιάντροπους πολέμους, που άλλους τους δολοφονούσαν κι άλλους λέει τους εξουδετέρωναν, έτσι μιλούσαν οι κρετίνοι και εμείς ακούγαμε, μα πάλι όπως τα ‘στηνες μες στο μυαλό σου έτσι τα ‘βρισκες εκεί έξω, τώρα μες σε οθόνες ρητινών διαγκωνιζόντουσαν ποιος πρώτος να γιορτάσει τα καλά τα νέα, πως επιτέλους, ζήτω μας και μπράβο μας, γίναμε πλούσιοι πολύ, πρώτοι στους πρώτους είμαστε κι εμείς, και άλλα τέτοια να χαρούν οι ιθαγενείς με το μπουζούκι και με το μπλακλαβαδάκι τους, λαχανιασμένοι τώρα καλλωπίζαμε τη μάσκα που αχνοφαινότανε μες στον καθρέφτη συνοφρυωμένη, και που αυτοί την λέγαν πρόσωπό μας, κι εκείνη έλιωνε μέρα τη μέρα όπως σοκολάτα ξεχασμένη στην κωλότσεπη, τη στερεώναμε με νάιλον αμεριμνησία και με λίγη σκέψη θετική, που είπαν τα Αμερικανάκια κι οι Ευρωχαρτόκωλοι, φτύνοντας ξένα σάλια μες σε σαρκοβόρες κάμερες, άντε, να βγει κι εμάς το μεροκάματο, σ’ άλλους καιρούς τα λέγαμε αυτά αλλά και τώρα ίδια κι απαράλλαχτα τα βρίσκαμε, εσύ να μη μιλάς, ρίξε τον κύβο σου και σώπαινε, όχι εκείνον τον βρωμιάρη τον μονόφθαλμο που έτρωγε τα λεφτά σου ανάσκελα πάνω στην τσόχα και σου έβγαζε τη γλώσσα του, ούτε τον άλλον που ερρίφθη καθώς είπανε, αυτόν που νοστιμίζει τα ανόσια μαγειρέματα, ό,τι σου πει ο Τσελεμεντές των ΜΜΕ αυτό να κάνεις, άκουσε που σου λέω εγώ, γύριζε τώρα την κουτάλα σου μες στο κατσαρολάκι αυτής της ληξιπρόθεσμης δημοσιότητας που σου αναλογεί, όμως με προσοχή, με χαμηλόφωνη εγρήγορση, να μην τσουρουφλιστεί η βασική ιδέα και χαλάσει η σάλτσα, ύστερα εκείνη θα κοχλάζει υπομονετικά, όσο εσύ κοιμάσαι θα βραδυπορεί, δεν απεργεί Χριστούγεννα το μαγαζάκι του αντιπερισπασμού, 24/7 και βλέπουμε, κι όταν θα έρθει η ώρα η καλή, λίγο πριν εκραγεί το σύμπαν της απαντοχής, εσύ θα ψάχνεις με σπουδή μες στη βαθιά την τσέπη σου το δευτερόλεπτο που φύλαγες για ώρα ανάγκης, βίο ακριβό που πάνω από γκρεμούς ακροβατεί, γυμνός, ανήμπορος, ανυπεράσπιστος, αθώος, κι ύστερα μες σε μια στιγμή θα κατακρεουργείται απάνω στα σπαθιά των βράχων, κι εκείνο της ανάγκης σου το δευτερόλεπτο θα κείτεται νεκρό, λες κι είχε ημερομηνία λήξης και απορρυθμιστήκαν τα γρανάζια του προτού εσύ το καταλάβεις ―έτσι είπε αυτός, εγώ μονάχα σημειώσεις κράταγα―, κι όσο περίμενες να έρθει η μεγάλη έκρηξη τόσο εκείνη δεν ερχότανε, και θα περνούσε τότε απ’ το μυαλό σου πως αυτός που νόμιζες, ανόητε, αυτός ποτέ πραγματικά δεν ήσουνα, μέγας καρνάβαλος ο κόσμος και σε πάει όπου θέλει, κι ύστερα λέει μες στην ίδια τη στιγμή -την από πάντα, την απ’ την αρχή, την πριν απ’ όλα τα άλλα, μα και για τούτα δεν είμαι τώρα σίγουρος-, θα ακούς μέσα στα σπλάχνα σου την προσευχή που θα μονολογεί πως όλα είναι ένας ψεύτης εφιάλτης, ένα διαφημιστικό διάλειμμα για να διαβείς ανώδυνα, ανεπαίσθητα, ειρηνικά, μέσα απ’ τα δύσκολα, και τώρα λες με ένα άλμα να ελευθερωθείς, θριαμβευτικά να ορθωθείς κατεδαφίζοντας τη θλίψη που ‘χε χτίσει τοίχο πέτρινο πάνω στο στήθος σου, κι ύστερα δεν θα ασχολιόσουν πια με ετούτα τα ασφαλώς σπουδαία, με των τιμών τις κούρσες, με τα ταμπελάκια των ληστών πάνω στα ράφια, τον μαραθώνιο του μπρόκολου και της πατάτας, τα αξιοπρόσεκτα αυτά μες στο παλιό τεφτέρι του μυαλού σου, και να μη γελάσετε, από τα τέτοια στήνεται το μονοσύλλαβο της ύπνωσης και πάει όπου, ώσπου κι εσύ μια μέρα θα εγερθείς να αναρτήσεις βαθυστόχαστο χρησμό, όπως θα κάρφωνες ένα ΙΝΒΙ αυτοσχέδιο πάνω σε τίμιο ξύλο, χρησμό σπουδαίο που θα έλεγε πως τώρα δα εξέλιπε η κραταιά μαφία των διαρρηκτών, η αλητεία των ρητόρων που γραβατοφόρεσαν, πιπέρι στη γλώσσα, όχι, διόλου δεν υπήρχαν τέτοια πια ανίερα και επαχθή, μονάχα άνθρωποι καθημερνοί, αγουροξυπνημένοι απ’ την καλοσύνη που γαργάλαγε ολονυχτίς το στήθος τους, άνθρωποι μ’ ένα ασημένιο δώρο ποίημα μέσα στην παλάμη τους, όπως εκείνα που σ’ άλλους καιρούς μαστόρευε μέσα στο αλωνάκι του ο Αλεπουδέλης, ή ίσως κάποιοι μεθυσμένοι που γιορτάζανε έναν έρωτα που τέλειωσε, κι ήταν το ίδιο πράγμα αν θέμε να ‘μαστε δίκαιοι, κι άντε να πεις ακόμα για την αποκάλυψη μιας ξεχαρβαλωμένης φτέρνας μέσα στην κουτσή αθανασία της, κι ίσως ακόμα και γι’ αυτό το γαμημένο, μα με το συμπάθιο, θνητό αυτής της ύπαρξης που ξεβολεύει τα χουζούρια μας, κι όλο αλλάζει πρόσωπο μη μας τρομάξει, κι έτσι τώρα θα συνεχίσουμε κι εμείς, όπως και άλλοι δίπλα μας που λέει θα θυμόντουσαν πώς είναι να ‘σαι ακόμα ερωτευμένος, άρα να κατοικείς σε δυο πατρίδες ταυτοχρόνως δίχως να ‘χεις για καμιά διαβατήριο, ξενυχτισμένοι φαντάροι στεκόντουσαν στα φυλάκια κι εσύ μπαινόβγαινες μ’ ένα ευχαριστώ κι ένα χαμόγελο, κι ήτανε κι άλλοι δίπλα που θυμόντουσαν πώς ράβεται του χρόνου το αμπέχονο, έτσι το είπανε, εγώ δεν ήξερα απ’ αυτά, κι άκουγες τα μισόλογα για τη διπλή κλωστή, που η μια ζεσταίνει την πλευρά που τουρτουρίζει τον Χειμώνα κι η άλλη εκείνη που κρυώνει μες στην άγρια μοναξιά, κι ήτανε κι άλλοι που θυμόντουσαν πώς ράβεται, είπανε, ο σκούφος του απελπισμένου, για να ζεσταίνει και τα δυο του αυτιά, που το καθένα άκουγε σε άλλον κόσμο, έτσι είπανε, κι ας επιμένανε οι ολιγόπιστοι πως ήταν ένας μόνος του ο κόσμος που μονολογούσε μέσα στην ωραία μέθη του, κι εμείς ακούγαμε τα βήματα που αντηχούσαν στον λαβύρινθο και λέγαμε πως έρχονται στρατιές να μας κατατροπώσουν, γυμνοί κι ανυπεράσπιστοι έτσι καθώς βρεθήκαμε στη μέση παραδείσου χάρτινου μέσα στον ύπνο μας, κι ετούτα λέει θα τα καταλάβαινες μονάχα αν είχες μια φορά από το παρθεναγωγείο κάποιου πένθους ξεσκολίσει, πένθους κατά προτίμησιν προσοδοφόρου, δύσκολα πράματα θα πεις, πένθους που ―παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις― γιόρταζε μέσα στις πλατείες όσο και μες σε άνυδρες ερήμους, κι ύστερα λέει απ’ όλα αυτά, απ’ το ξεσκόλισμα και απ’ τον φόβο και απ’ τα μισόλογα, οι άνθρωποι δεν θα ενοχλούνταν πια απ’ τα βρεγμένα ρούχα των γειτόνων τους που στάζαν ξένη νοσταλγία μέσα στο δικό τους το μπαλκόνι, δεν θα ενοχλούνταν απ’ το τίναγμα των σκεπασμάτων μέσα στα ωραία παραληρήματα, απ’ τους ουρανομήκεις ρεμβασμούς αρχόντων που θα είχαν μόλις μεταμεληθεί και θα έκαιγαν σε μια πελώρια φωτιά περιουσίες εύρωστες, μόνο και μόνο να παραβρεθούν σε μια βραδιά που θα ξυπνούσε όλες τις αισθήσεις τους, κυρίως όμως όσες δεν τις ξέραμε ακόμα, τις αχρησιμοποίητες ―έτσι είπε, πού να ξέρω εγώ, μέσα στο όνειρο αλλαξοπίστησαν, και πώς αλλιώς, ας κάνουν ό,τι θέλουνε αυτοί, δεν θα αποσυναρμολογήσουμε εμείς το εικονοστάσι μας―, και κάποιοι κάπως πιο θαρραλέοι έσπερναν σπόρους διαλεχτούς από ονειρώξεις άλλης εφηβείας τρυγημένους, κι ετούτο γινόταν στην πίσω μεριά της πλατείας ή μέσα σε διαδηλώσεις, με τα χείλη πάντα χαμογελαστά, λαχεία που κερδίζαν όλοι οι λαχνοί τους, κι έτσι κανένας πια δεν θα παραπονιότανε, οι μοίρες περπατούσανε με τρυφερές πατούσες μπρος στα μάτια μας, μέσα σε αραχνοΰφαντα φορέματα και μες στα μοσχομυριστά τους τα βρακάκια, κι όταν θα ξεκινούσε η γιορτή θα ‘τανε λέει γιορτή μέσα στο στήθος ολονών, κι η πολιτεία ξαφνικά, ως δια μαγείας, θα ξύπναγε με μια ψυχή ―αυτό διαβάζεται όπως του γάτου το γουργούρισμα κι όχι όπως του θυμιατού το Κύριε ελέησον―, και τότε επιτέλους θα χαριεντιζόμασταν κι εμείς δίχως ντροπή απάνω σε ολάνθιστες νησίδες καλοσύνης, δίχως σκοπό κανέναν, έτσι που κάποτε, αν είσαι τυχερός, ακούς μες σε απόλυτη σιγή τη φυσαλίδα που ξεφεύγει απ’ τον βυθό και λες πως τώρα δα θα αναδυθεί Ναυτίλος πάνοπλος να κατακυριεύσει τα ανούσια, κι ύστερα παιανίζαμε με ήσυχες καρδιές την προδομένη επανάσταση, μα δε μας πείραζε εμάς, κάτω από σύννεφα εγκυμονούντα, που όμως κανένας δεν θα τα ‘βλεπε, γιατί έσταζε το φως του μέσα στα σκοτάδια μας ο άλλος ουρανός, η δάνεια δυναστεία, και να πώς κάποτε χαμογελούμε ενώ ριζώνει η θλίψη μέσα στην ψυχή μας, όχι που σκίστηκε η κοιλιά του σύννεφου κι ελευθερώθηκε η απελπισία για να πάει στο καλό, αλλά γιατί μέσα σε μια ανέλπιστη στιγμή φωτίστηκε σε όλες ταυτοχρόνως τις αισθήσεις ο αδικημένος, έζωσε το παντελονάκι του σαν πρώτης τάξης μαθητούδι και είπε με φωνή χιλίων χορωδών ότι χωρίς κανέναν λόγο και χωρίς να έχουν το παραμικρό δικαίωμα, πέρασαν κλέφτες και του έκλεψαν τις λιακάδες του, κι όχι που δεν μπορούσαμε να αντέξουμε εμείς κακοκαιρίες, το μπορούσαμε, μα σιχαινόμασταν βρε αδερφέ εκείνη των τσιγγούνηδων την έρημο, αυτών που του Αγίου τους δεν δίνανε νερό γιατί θα πήγαινε λέει χαμένο, ενώ το ξέραμε πως είναι αλλιώς, αυτό που δίνεις μένει στους αιώνες κερδισμένο, και σε φωτίζει όταν εσύ κοιτάς αλλού, κι αν είναι τώρα όλα αυτά μια ομοβροντία άσφαιρη του Αυτονόητου, τουλάχιστον μην αρνηθούμε ότι έχει και αυτό τα δικαιώματά του, γιατί είναι το πιο λιγομίλητο κι όλοι το αδικούν στο τέλος, κι έτσι συμβαίνει κάποτε και δεν συνεννογιούνται οι ανθρώποι ούτε στα πιο απλά, σε άλλου γαλαξία το μαστάρι βύζαινε ο καθένας τους, σε άλλη μάχη ακόνιζε το τσαπραζάκι του, κι ύστερα κάπως μες στο πένθος έβρισκε δυνάμεις για να μπει ξανά στη μάχη, να συνεχίσει το τραγούδι, μα ήταν κάποιες παραδείσιες εποχές, που δεν το ξέρεις από ποια μεριά τις φώτιζε ο καιρός και λάμπανε, λες κι από πάντα σε γνωρίζανε και από πάντα περιμένανε να φτάσεις ως εδώ, δεν ξέρεις ποιο του χρόνου παραπόρτι χτύπησαν σεβαστικά, κανείς δεν ήταν, σπρώξανε και μπήκανε, μέσα σε τίνος αερόπλοιο ταξιδέψανε, και προσσεληνωθήκανε σ’ ετούτον τον δίχως βαρύτητα αιώνα να σκορπίσουνε την ευλογία τους, βόμβες της τρυφερής διασποράς, βεργούλες σαν εκείνες τις γλυκές που κάποτε μαλώναν τον καημό του Βαμβακάρη, Άγιοι Σεβαστιανοί με τα χορτάτα βέλη να κοιτάζουν ουρανούς σε πλήρη έκσταση, για δες κουβέντες που ξεφύγανε μες στην ωραία μέθη του, δεν ήξερες σε ποια στιγμή προσγειωθήκανε οι επισκέπτες, ποιο άστρο αλλοτινού καιρού τους έθρεψε, ποιος κόσμος που είχε ένα ίδιο βλέμμα κάποτε, Πολύφημος γιγάντιος μ’ όλα τα σύμβολα απάνω στο χρυσό του σκήπτρο σκαλισμένα, τότε που όλοι μιλούσανε με νεύματα, δίχως ποτέ τους τίποτα να εξηγούν, κοιτούσαν μες στα βλέμματα και ξεδιπλώνονταν όλος ο κόσμος τους, βγάζανε τα καπέλα τους κι όλα φανερωνότανε, έτσι όπως τότε που μέσα σ’ ένα τραγούδι, κι ήταν της Λένας Πλάτωνος, γυάλινα ανθρωπάκια περπατούσανε με βήμα ανάλαφρο στα πεζοδρόμια, κι έλαμπε η καλοσύνη μέσα στην καρδιά τους, και ήταν ένα θαύμα για να πεις αυτό που έσταζε την ευλογία του μέσα σου, κι ύστερα πια δεν θα ‘ταν χρόνος να αναρωτηθείς, θα ‘τρεχες να υποδεχτείς τους γαμηλιώτες με τους φιόγκους στα μαλλιά, την ομορφιά που φύσαγε χαρταετούς ψηλά στης Καθαράς Δευτέρας σου τον ουρανό, και μόνη σου έγνοια θα ‘ταν τώρα μην ξεπνοΐσει ο άνεμος και γκρεμιστούν οι προσευχές που χόρευαν με τα κορμάκια τους κάτω απ’ τον ήλιο, κι ήταν και άλλες εποχές που κάθε μέρα ήταν Καθαρή Δευτέρα, και σ’ ολονών τα μάγουλα κυλούσε μια Αφρούλα ή μια Λαμπρινή, μια Χρυσάνθη ή ίσως και μια σκέτη Ηλιοστάλακτη, μια λέξη λάμπουσα σε γλώσσα που μαστόρευες μονάχος σου γιατί όλες του κόσμου δε σου φτάνανε, και τώρα ο ουρανός θα φεγγοβόλαγε από αγάπη και από αναίδεια, εργόχειρο από φως κι από σκοτάδι, αλλά κυρίως από εκείνο το ανάμεσά τους που μας γλυκαίνει, και τότε λέει για μια στιγμή θα αναγνώριζες ξανά απ’ την αρχή τον κόσμο, θα σου χαρίζανε τα πράγματα της πρώτης τους καταγωγής το λουκετάκι, και θα ‘ταν τότε γιορτινά τα ρούχα σου, και άγνωστα λουλούδια θα μπουμπούκιαζαν στις ξεχαρβαλωμένες οροφές των ηφαιστείων, κι όλοι με μιας θα ξέραμε γιατί ήρθαμε ως εδώ, θα ηχούσε μια για πάντα η φιμωμένη προφητεία, και θα παιάνιζε δοξαστικά σε γαλανούς ορίζοντες πως ίσως άλλο δεν υπήρξαμε από μια γέφυρα ελάχιστη μες στον αιώνα μας, μα που από πάνω της περνούσε ο χρόνος όλος με τους αχθοφόρους του, ένα κλειδί τυφλό που αν δεν ξεκλειδώσει τη στιγμή θα γκρεμοτσακιστούν όλες οι άξιες πράξεις μέσα στον λαβύρινθο, θα ξεσκιστεί πάνω στους βράχους η ωραία επιδερμίδα τους, κανείς διαβάτης από δω δε θα διαβεί ξανά, δίχως μας θα ‘ναι δώρο άδωρο αυτός ο κόσμος, ένα σταμνί στεγνό στην έρημο, μια σέλα δίχως αναβάτη, δρόμος δίχως προορισμό και δρόμος δίχως πανδοχείο ένα, και να γιατί, όσο αυτά σκεφτότανε, μέσα στη μοναξιά του που δεν ξέρω να την πω, είδες, εσύ, εσύ που άκουγες κρυφά και κράταγες τις σημειώσεις, είδες να ανθίζει πίσω από την πλάτη του ένα γιγαντιαίο ηλιοτρόπιο, κι ο κόσμος που είχε ξεχαστεί κάτω από μαύρα σύννεφα σήκωσε πάλι το κεφάλι του και χαμογέλασε.
19 Νοεμβρίου 2024