Η Λίντια Ταρ είναι η τραγική δημιουργός που στροβιλίζεται στη δίνη του εαυτού της και του ταλέντου της, η δημιουργός που αδυνατεί να θέσει σε προτεραιότητα την ανθρώπινη ηθική έναντι της εκπλήρωσης του καλλιτεχνικού της στόχου. Η ηρωίδα την τραγική εκείνη στιγμή που χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της, που αντικρίζει τα απομεινάρια της όταν η νομοτελειακή ηθική επανεγκαθίσταται για να αποδώσει τη δικαιοσύνη που αυτή προσπάθησε να διαταράξει. Ποια δικαιοσύνη και ποια ηθική, ωστόσο;|
Η Κέιτ Μπλάνσετ στημένη και αγέρωχη με εκείνο το χαμόγελο της γυναίκας που νιώθει να έχει κατακτήσει τον κόσμο και την επιθυμία της, κινείται, αναπνέει και υπάρχει με μια διαπεραστική δύναμη και την «απαραίτητη» ψευδαίσθηση πως όχι μόνο κατέχει, αλλά και ελέγχει την απόλυτη αλήθεια. Στη συνέντευξη που αποτελεί την πρώτη «πράξη» της ταινίας, ο Toντ Φιλντ θα μας δώσει τα χαρακτηριστικά μιας δημιουργού που βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας της, στον ίδιο συμβολικό χωροχρόνο που συνήθως θα συμβεί και η πτώση της. Αίσθηση απόλυτου ελέγχου σε σημείο «κοσμογονικό», ένας «πολυσέλιδος» εγωκεντρισμός, γνώση μα και απόλυτη συγκέντρωση στο καλλιτεχνικό αντικείμενο, πάθος που μπορεί και να σκοτώσει, συγκερασμός της προσωπικής ζωής και της δημιουργικής διαδικασίας. Μιλώντας για τον Μάλερ και το καλλιτεχνικό του έργο, θα μας πει: «Όλα αλλάζουν με την Πέμπτη (συμφωνία) του. Η “Πέμπτη” του είναι ένα μυστήριο, και η μόνη ένδειξη που μας αφήνει είναι η αφιέρωση στη γυναίκα του Άλμα στο εξώφυλλο του χειρόγραφου του. Αν θα συνεργαστείς με τον Μάλερ στην “Πέμπτη” του, θα πρέπει να προσπαθήσεις να καταλάβεις αυτό τον τόσο πολύπλοκο γάμο».
Το παλλόμενο αριστούργημα της τέχνης δημιουργείται κάπου στα έγκατα της ψυχής του κάθε δημιουργού, εκεί που το καλό και το κακό, το προσωπικό, το κοινωνικό και το επαγγελματικό συγχέονται για να υπηρετήσουν την τέχνη· εκεί όπου η απόλαυση αλλά και η οδύνη της δημιουργίας δεν τιθασεύονται εύκολα από την κηδεμονία της ηθικής. Λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να βουτήξουν με αυτοπεποίθηση σε τούτη τη μαύρη τρύπα και να ανασύρουν το έργο τέχνης τους με οδηγό και τροπάρι την ηθική, και είναι θαυμαστοί. Πολλοί μένουν καταδικασμένοι στην επερχόμενη πτώση τους και κυρίως στην ανεπάρκεια της ηθικής τους, η οποία κατατροπώθηκε νωρίς στην πορεία τους, από τα πάθη για ανέλιξη, για ηδονή, για αναγνώριση, διακοσμημένα ενίoτε με το αίμα και τη θλίψη όσων ποδοπατήθηκαν για να προσφέρουν το απαραίτητο οξυγόνο στον δημιουργό, για εκείνη τη συνεχή πορεία προς το αυστηρό εκείνο επίπεδο ποιότητας που ο καλλιτέχνης μπορεί να συνεχίσει να μεγαλουργεί. Γιατί ο δημιουργός δεν μπορεί να αρκεστεί, να υποχωρήσει, να προσαρμοστεί, ενστικτωδώς κινείται προς την προστασία του μυστηρίου της τέχνης του, προσπαθεί να διαφυλάξει πάση θυσία τις συνθήκες που θα του επιτρέψουν την πραγματοποίηση του δικού του αριστουργήματος. Οφείλει να πιστέψει, τουλάχιστον στη διαδικασία εκπόνησης του έργου τέχνης, ότι ετοιμάζει χρυσό και σπάνιο υλικό. Το καλλιτεχνικό έργο χρειάζεται αυτή την αυτοπεποίθηση για να γεννηθεί και να υπάρξει, τη σχεδόν βίαιη μα σίγουρη ώθηση που οδηγεί στη γέννηση, στην κάθε γέννηση. Η Κέιτ Μπλάνσετ απορροφά αυτή την ωμότητα σε όλη τη γλώσσα του σώματός της, καμμιά ταπεινότητα, καμμιά διακριτικότητα, «το παν μέτρον άριστον» δεν έχει θέση στη ζωή της, γιατί δεν έχει θέση στην τέχνη της, και η Ταρ, όπως πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες, έχει δυστυχώς θολώσει τα όρια των δύο. Εσφαλμένα μέσα στις ψευδαισθήσεις που της δίνει ο οίστρος της δημιουργίας της, ανταλλάζει την ηθική για τη συνέχεια, την απαστράπτουσα πορεία του καλλιτεχνικού της έργου. Η πράξη αυτή μοιάζει συχνά να προέρχεται από την ίδια τη «φυσιολογία» του καλλιτέχνη παρά από επιλογή, αν και πάντα θα παραμένει (ακόμα και υποσυνείδητη) επιλογή η ακύρωση της κάθε ηθικής. Ο καλλιτέχνης μπορεί εύκολα να υποπέσει στο παράπτωμα να μηδενίζει την ηθική ως βασικό φίλτρο συναναστροφής του με τον κόσμο, προσφέροντας με αυτοπεποίθηση το καλλιτεχνικό του έργο ως αντάλλαγμα και μέσο επικοινωνίας, ως δώρο της ύπαρξής του προς τον κόσμο, το πιο μύχιο και επικίνδυνο στο μοίρασμα του, μα πολύτιμο για τους άλλους δώρο. Ώσπου η ζυγαριά θα γύρει αντίθετα. Το «δώρο» παύει να είναι πολύτιμο καθώς χάνει τη νεωτερικότητα του και τα γυρίσματα του χρόνου του αφαιρούν το πέπλο της μοναδικότητας γι’ αυτό και δεν εξισορροπεί πλέον όλες τις ηθικές ελλείψεις· τα καπρίτσια γίνονται παθολογική συμπεριφορά, ένα ναρκισσιστικό μονοπάτι προς τη δόξα και η ανεκτικότητα μηδενίζεται σιγά σιγά από την πλευρά των άλλων. Η ηθική ζητά τη θέση της απότομα και εκδικητικά. Ηθική που εγκαθίσταται μέσω τραύματος των πολλών, έναντι του θύτη τους, εκείνου του μέχρι τότε άσπιλου και «τέλειου» υποκειμένου που «τελειώνει» με την αποκαθήλωση του.
Η Ταρ σκαρφαλώνει στην κορυφή ενός κόσμου όπου ο καθένας κοιτά τον εαυτό του και την πάρτη του. Αποτελεί μέρος μιας φτηνής ηθικής που διαρκεί μόνο όσο διαρκούν τα συμφέροντα που εξυπηρετεί, και που κατακερματίζει επιλεκτικά την πραγματικότητα των γεγονότων σε κάδρα τηλεφώνου για να υποστηρίξει τη θέση της. Η Ταρ αποκαθηλώνεται όχι από έναν κόσμο δίκαιο και ηθικό, αλλά από έναν κόσμο μέσα στον οποίο ο κάθε επιτήδειος φίλος καραδοκεί να της πάρει τη θέση, τις σημειώσεις της και τη δουλειά της, από μια βοηθό που περιμένει με υπομονή την κατάλληλη στιγμή για να την εκδικηθεί, από μια σύντροφο με την οποία μοιράζεται κυρίως μια διευθέτηση παρά μια αγάπη. Ίσως επειδή η Ταρ, το μόνο που έχει ενορχηστρώσει με επιτυχία είναι το να βρεθεί εδώ στον τόπο της μοναξιάς της και της μοναξιάς των άλλων, που λειτουργούν σαν μαριονέτες για να επιτελέσει αυτή την τέχνη της. Μόνη και έρημη, με μόνη επένδυση ετούτη την τέχνη που υπηρέτησε με πάθος και ειλικρίνεια, η Ταρ θα αποκαθηλωθεί σκληρά και ανελέητα, έτσι όπως δεν αξίζει ούτε στην τέχνη της ούτε και στο ταλέντο της, αλλά στην αλαζονεία της παντοδυναμίας της. Κάπως έτσι κάνει συχνά την εμφάνιση της στις κοινωνίες μας η ηθική· πάντα υπό την έλλειψη της θα την επικαιροποιήσουμε, ανάγλυφη πάνω στο τραύμα και ακόμα χειρότερα τόσο μεταβλητή που ποτέ δεν γνωρίζουμε την αλήθεια της και τι θέλουμε πραγματικά από αυτή. Φανατικοί της οπαδοί εν αγνοία, θα υποστηρίξουν την άμεση εγκαθίδρυση της για να τη μετατρέψουν λίγο αργότερα σε ένα ακόμα αξεσουάρ της τελευταίας ανθρώπινης ώρας, όταν κι αυτοί θα έχουν γευτεί λίγο από τη δόξα, την εξουσία και τον έλεγχο. Όσο για τον κάθε έκπτωτο άγγελο ή και διάβολο, βρίσκεται κάπου «εξόριστος», αναρρώνει αργά έχοντας την πικρή επίγευση της πτώσης του, και την ανακάλυψη της ανθρώπινης τρωτότητας και τραγικότητας του. Όχι τελικά δεν ήταν θεός όπως τα κατορθώματα του τον έκαναν να νομίζει και το τίμημα αυτής της ύβρης είναι βαρύ και ασήκωτο. Πληγωμένος θα διερωτηθεί από τους πρόποδες του «Ολύμπου» πώς κανείς φτιάχνει τέχνη αν δεν έχει νιώσει έστω και για λίγο Θεός;