Αγαπητή μου Νάταλι
Η εποχή που σε θυμάμαι με την μεγαλύτερη θέρμη ήταν ένα από τα θερμά καλοκαίρια του ’30, τότε που ζούσες με την μητέρα σου και την μικρή σου αδελφή σε μια διώροφη πανσιόν δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές του Dodson, στο Μισισίπι. Ήταν ένας τόπος καθημερινής διασκέδασης για πελάτες και θαμώνες και το επίκεντρο ήσουν πάντα εσύ, η δημοφιλής και περιπόθητη Άλβα. Όλοι οι άντρες διεκδικούσαν την προσοχή σου και τρεις την εκδήλωναν απροκάλυπτα: ο μεσήλικας πλούσιος επιχειρηματίας κύριος Τζόνσον, ο φίλος της μητέρας σου, J.J., ο οποίος εμφανώς την χρησιμοποιούσε για να σε πλησιάσει, κι ένας δυστυχής, παλαβωμένος μ’ εσένα νεαρός. Φυσικά εσύ, τυπική ηρωίδα του Τενεσί Ουίλιαμς, στο μονόπρακτο του οποίου τώρα ζούσες, ονειρευόσουν να φύγεις μακριά απ’ όλους και να πας «στις ωραίες πόλεις», στο Μέμφις, στη Νέα Ορλεάνη, ακόμα και στη Νέα Υόρκη. Όμως ο μόνος τρόπος για να το καταφέρεις, σύμφωνα με την δεσποτική «Μάμα», ήταν ο κύριος Τζόνσον, που φρόντιζε πάντα να κλείνει το ακριβότερο, βορινό δωμάτιο της πανσιόν και έπρεπε να του δανείζεις την συντροφιά σου ώστε να συνεχίζει να το κλείνει.
Διασκεδάζατε σε μια ακόμα γιορτή όταν έφτασε στην πόλη ο Owen Legate, ένας σκεφτικός, μυστηριώδης επισκέπτης, που μετέφερε την ανακοίνωση της απόλυσης μιας σειράς υπαλλήλων του σιδηροδρόμου, εξαιτίας της ασύμφορης πλέον παράκαμψης του Ντόντσον. Δεν έμοιαζε συντετριμμένος – είχε ήδη, όχι χωρίς κάποια αόριστη λύπη, αποδεχτεί την οικονομική συγκυρία της «Μεγάλης Ύφεσης»· άλλωστε άλλοι λάμβαναν τις σκληρές αποφάσεις που ο ίδιος κοινοποιούσε. Τον βρήκες στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας και άρχισες να του διηγείσαι για κάποιον εργάτη που σε πήγε για χορό σ’ ένα περίφημο ξενοδοχείο του Μέμφις. Ήσουν συνεπαρμένη από την ίδια σου την διήγηση, όχι όμως κι ο Όουεν, που δεν πίστεψε λέξη.
Η βραδιά βρισκόταν προς το τέλος της: ριγμένα πιάτα και χυμένα ποτά στις ξύλινες σανίδες της σάλας, οι πάντες βυθισμένοι στα ποτήρια τους ή σε μια γωνιά, αναζητώντας το σωσίβιο κάποιου σώματος. Καθόσουν στην κούνια της βεράντας με τον ερωτευμένο νεαρό όταν άκουσες το Hummingbird Express. Σηκώθηκες, αγκάλιασες με λαχτάρα έναν κίονα και εξομολογήθηκες πως αυτό το τραίνο ονειρευόσουν να σε πάρει μακριά από εκείνο το καταθλιπτικό και ετοιμόρροπο σπίτι. Αλλά το μόνο που είχες ως παρηγοριά ήταν το φιλί εκείνου του άντρα. Τότε είδες πως ο Όουεν σας έβλεπε από το παράθυρο και ανέβηκες για να εισβάλεις στο δωμάτιό του, δήθεν κατά λάθος. Επέμεινες ότι σε γνωρίζουν όλοι στην πόλη, έχεις και πάει στο Μπιλόξι, πολλοί άντρες σε θεωρούν όμορφη. Τότε σου έκοψε την ευθυμία: αν συμπεριλαμβάνεσαι στο δωμάτιο με τα δυο γεύματα, ας μην χάνετε χρόνο, μπορείτε να ξαπλώσετε. Ποια νομίζεις ότι είμαι; του φώναξες προσβεβλημένη. Εσύ ποια νομίζεις εσύ ότι είσαι; σου απάντησε με την αδιατάρακτη ηρεμία του. Επιχείρησες να τον χτυπήσεις, σε σταμάτησε προτού τον αγγίξεις. Τα μάτια σας έβγαζαν σπίθες.
Λίγο μετά σύρθηκες στο κρεβάτι σου, ανάμεσα σ’ εκείνα της αδελφής σου και της μητέρας σου, και έπρεπε για μία ακόμα φορά να απαντήσεις στις ταπεινωτικές ερωτήσεις της. Ήσουν καλή με τον κ. Τ.; Μπράβο, γιατί το πλάνο οικογενειακής επιβίωσης βασίζεται πάνω του. Της μίλησες για το όνειρό σου να βρεθείς στην Νέα Ορλεάνη την εποχή του Mardi Gras, να έχεις η ίδια σχεδιάσει το κουστούμι σου και να είναι τόσο χρωματιστό ώστε το λευκό σου δέρμα να λάμπει καθώς περπατάς ή χορεύεις ανάμεσα στους άντρες που δεν θα ξέρουν ποια είσαι. Τα όνειρα μπορούν να περιμένουν, σου είπε εκείνη, τώρα προέχει η πρακτική πλευρά: η γλυκύτητα προς τον κ. Τ. δεν πληγώνει, μόνο ωφελεί.
Να ’σαι, λοιπόν, ξυπόλητη, με το γαλάζιο σου φόρεμα, να κατεβαίνεις στο ραντεβού με τον κ. Τ., που σε περίμενε στην βεράντα για να βγείτε στην πόλη. Γιατί δεν φορούσες τα παπούτσια σου; Ήταν κάποιο είδος άρνησης, μια καθυστέρηση στην υποταγή; Όταν είδες τον Όουεν πιο πέρα, έδιωξες τον κύριο Τ. να σου φέρει ένα ποτό, κατέβηκες ενθουσιασμένη τα δυο σκαλοπάτια προς το χώμα και τον προσκάλεσες να του δείξεις ένα σκιάχτρο με κόκκινα μαλλιά. Αυτή τη φορά έλεγες αλήθεια: τον οδήγησες σε μια ξύλινη κοκκινομάλλα με μπλε ρούχα. Ύστερα δυσκολευόσουν να αναπνεύσεις και του εξήγησες ότι σου συμβαίνει συχνά, ίσως επειδή όταν ο Θεός εμφυσούσε αναπνοές, σ’ εσένα μπήκαν λιγότερες. Ίσως πάλι να φταίει, είπε εκείνος, αιωνίως πραγματιστής, που κυκλοφορείς χωρίς παπούτσια μέσα στο βράδυ. Το έδαφος είναι ζεστό, του απάντησες, δεν γνωρίζεις για την φωτιά που καίει στο κέντρο της γης; Κι εγώ ήμουν βέβαιος πως τα πόδια σου έκαιγαν από μια άλλη φωτιά, από το δικό σου κέντρο.
Το σκιάχτρο στο έφτιαξε ο μπαμπάς σου στον μικρό του κήπο προτού σας εγκαταλείψει αλλά εσύ ήσουν βέβαιη πως, αν σας αγαπάει, θα επιστρέψει – και μπορεί να είναι σε κάποιο από τα τραίνα που περνάνε από τα μέρη σας. Όταν ακούστηκε η φωνή του κ. Τ., πήρες τον Όουεν και κρυφτήκατε πίσω από τις φυλλωσιές. Σε ρώτησε γιατί τον ανέχεσαι και του μίλησες για καλοσύνη προς ένα λυπημένο άνθρωπο – ή για καλές μπίζνες, σε διέκοψε εκείνος. Είναι ένας τζέντλεμαν που με εκτιμά και μου έφερε κι ένα κόσμημα, επέμεινες. Με τι αντάλλαγμα; σε ρώτησε. Την ευγένεια και την συντροφιά μου, που τον κάνουν ευτυχισμένο. Κι εσένα τι σε κάνει ευτυχισμένη; Τότε εξοργίστηκες: Το ότι είμαι όμορφη δεν με κάνει περιουσία τους! Αλλά η τελευταία φράση ήταν δική του: Αν πραγματικά πίστευες ότι ήσουν όμορφη, θα ήσουν το κορίτσι του εαυτού σου.
Πώς θα μπορούσες τώρα να βγεις με τον κ. Τ.; Αντέστρεψες το βράδυ και ενθουσιασμένη, στα αλήθεια ή στα ψέματα, εισέβαλες στην κουζίνα και φώναξες την διάθεσή σου να κολυμπήσεις. Οι πάντες παράτησαν το τραπέζι και σε ακολούθησαν στη μεγάλη δεξαμενή του σταθμού. Αλλά ακόμα και μέσα στο σκοτεινό νερό κάποιος θέλησε να σε ξεμοναχιάσει κι αυτή τη φορά ήταν ο J.J., που σου ανακοίνωσε για ποιο λόγο είχε έρθει ο εκλεκτός σου. Άλλος ένας επιχειρούσε να σε κλέψει όμως εσύ ήσουν ήδη αλλού.
Τον επισκέφτηκες στα τρένα και όταν τόνισε ότι δεν έπρεπε να βρίσκεσαι εκεί, του απάντησες ότι αυτό ακριβώς διαρκώς λες στον εαυτό σου. Τον οδήγησες σε ένα παρατημένο καφέ βαγόνι, με ζωγραφισμένα κόκκινα σχέδια στο εξωτερικό και μια περίτεχνη επιγραφή με το όνομά σου, διά χειρός του πατέρα σου: Miss Alva. Του έδειξες την αρωματική πούδρα που λευκαίνει τα καθίσματα και του ζήτησες να χαμογελάει αλλιώς οι τροχοί του Honeydew Express δεν θα κινηθούν. Καθόσασταν ο ένας απέναντι στον άλλον με μια έλξη τόσο δυνατή που κινδύνευε να γίνει απώθηση. Αυτός για άλλη μια φορά ανελέητος ρεαλιστής θέλησε να σε προσγειώσει. Τα καθίσματα δεν έχουν πούδρα αλλά σκόνη, οι ράγες δεν κινούνται γιατί είναι σκουριασμένες. To βράδυ όμως πήγατε στην άλλη πλευρά της πραγματικότητας, στο σινεμά, και βγαίνοντας του είπες πως σε κάθε λυπημένη ταινία θέλεις να ξαναδείς το τέλος μήπως γίνει καλύτερο. Σύντομα θα έβλεπες κι εσύ μια ακόμα σκληρότερη όψη της ζωής, καθώς οι εργάτες των τραίνων παραμόνευαν και τον χτύπησαν. Και πάλι έμεινες μαζί του: τον περιέθαλψες, τον αγκάλιασες, εκείνη η μέρα οδήγησε στη δική σας νύχτα.