Σε βλέπω να καθαρίζεις τα σύκα σου
απορώ εγώ ―μικρό παιδί―
πως δεν κόβεσαι·
τα τρως
Μ’ έχεις κρατήσει πέντε για πάντα
σ’ ένα αιώνιο γυαλιστερό χαρτάκι στο κομοδίνο σου
Όταν τα μαλλιά σου άσπριζαν
και τα χέρια σου δεν έπιαναν καλά
με μουσική το θλιβερό μηχάνημα οξυγόνου
μου ‘λεγες παραμύθια
μου ‘λεγες τη ζωή
Για τον Αριστείδη τον Κομμουνιστή, τους φοιτητές στο Πολυτεχνείο
για μένα που δεν πρόλαβες να δεις να μεγαλώνω
Στα παραμύθια τα δικά σου
ο λύκος ήταν λύκος
κι ο φασισμός αρρώστια·
Κι όταν τελικά έφυγες
και βρήκα τον λύκο
Δεν φοβήθηκα, γιατί μου τα είχες μάθει
όταν με έπαιρνες από τις κούκλες μου
και σου έβαζα κρασί κρυφά
«Βάλε μου ένα ποτηράκι»
Τι ωραία που ήταν οι δυο μας, βόλτα εκεί στη μέθη
που με μάθαινες μες στο κρασί ποίηση κι αγάπη για ζωή.
Μόνο που τώρα,
κρατάω εγώ το σύκο και το μαχαίρι
και θα βγάλω κι απόψε
πολύ πολύ προσεκτικά το δέρμα μου
να νιώσω ξανά
την Αυγουστιάτικη ζέστη