Η Sabina πιάνει μια αράχνη απ’ τον ιστό της και την αφήνει έξω απ’ το παράθυρο. Δεν κοιτάζει στην αυλή, γυρίζει προς την αίθουσα και διαβάζει τις μισοσβησμένες λέξεις στον πίνακα, ΑΝΘΡΩΠ... Τα τελευταία γράμματα λείπουν.
Η δασκάλα έρχεται. Το ξέρει ότι είναι εκείνη από τον ήχο των βημάτων της. Η δασκάλα κουβαλάει έναν σωρό βιβλία.
Η Sabina κάθεται στο θρανίο ακριβώς όπως όταν περνάει ο μπαμπάς δίπλα της ― Ίσια η πλάτη, θα έλεγε.
Τα βήματα της δασκάλας σταματούν.
Από το παράθυρο, έρχεται η μυρωδιά βροχής, που δεν έχει πέσει ακόμα. Μ’ έναν κρότο, το παράθυρο ανοίγει διάπλατα και, αυτήν τη φορά, η Sabina κοιτάζει έξω.
Τα υπόλοιπα παιδιά περιμένουν ήδη στο προαύλιο. Κάθονται κάτω από το υπόστεγο και παίζουν. Να, η Lucia με τον Deolindo και τον Andre! Γύρω τους, ανάμεσα στη λεγεώνα –αυτήν τη λέξη την έμαθε από τη δασκάλα– ανάμεσα στη λεγεώνα με τις γαλάζιες στολές, δε βλέπει τη Yara. Η Yara δεν αργεί ποτέ.
Θα έκαναν μάθημα έξω σήμερα.
Η Sabina ξέρει τι θα δει στον δρόμο για το δάσος· από μακριά, μες στην ομίχλη, το ακαθόριστο πράσινο που τρέχει ως τις στρογγυλές κορυφές των βουνών, πλησιάζοντας θ’ αναγνωρίσει το κακάο και την αμυγδαλιά και θ’ ακούσει τη βροχή και τις βροντές, μετά θα σταθεί στο μικρό ξέφωτο, που η δασκάλα θα χρησιμοποιήσει για να τους μετρήσει πάλι και, τέλος, θα περάσει από το ερείπιο.
Το ερείπιο από γκρίζα πέτρα.
Το ερείπιο με τα δέντρα στη στέγη και τις ρίζες που έχουν γλιστρήσει μέσα από τις ρωγμές και φαίνονται απ’ τα ψιλόλιγνα παράθυρα.
Το ερείπιο με το φάντασμα.
Και μόνο στη σκέψη του, η πλάτη της λυγίζει. Αν πιέσει κάτι, αν ζουλήξει κάτι, θα το ξεχάσει. Σφίγγει τις δύο πλεξίδες της από πάνω προς τα κάτω και νιώθει τα νύχια της να γρατζουνάνε τις παλάμες.
Ακούει βήματα, αλλά δεν είναι της δασκάλας. Κι αυτά, όμως, έχουν τον ίδιο, παράξενο ρυθμό.
Η Yara αφήνει τα πράγματα της δασκάλας στην έδρα και η Sabina χαμηλώνει το κεφάλι. Η Yara την πλησιάζει.
«Γιατί είσαι ακόμα μέσα;», ρωτά.
«Δε θέλω να βρέξω τα μαλλιά μου», απαντά η Sabina. Νοιώθει δάκρυα ν’ ανεβαίνουν στα μάτια της, πάντα κλαίει όταν λέει ψέματα, και προσθέτει «Μου τα έφτιαξε η μαμά μου το πρωί», που είναι αλήθεια.
«Δε βρέχει», λέει η Yara. «Πάμε».
«Θα βρέξει», απαντά η Sabina.
«Θα σου τα φτιάξω, αν βρέξει», λέει η Yara και την τραβάει από το μανίκι.
«Δε θα τα φτιάξεις σαν τη μαμά μου!», απαντά η Sabina και μαζεύει το χέρι της.
«Όχι», απαντά η Yara και απομακρύνεται, «αλλά θα περάσουμε ωραία στον όρμο».
Στον όρμο! Η Sabina ξέρει τι θα δει στον δρόμο για τον όρμο· πρώτα τα σπίτια, μπλε, ροζ, κίτρινα και πράσινα, μετά, θα ακούσει τις φωνές και το σύρσιμο από τις βαλίτσες των επισκεπτών σαν τραγούδια, μελωδικά τραγούδια σε γλώσσες που δε μιλά, θα σταθεί στην προβλήτα, όπου η δασκάλα θα τους μετρήσει πάλι και, τέλος, θα δει τον ωκεανό.
«Περίμενε», λέει η Sabina και σφίγγει τις πλεξίδες της.